Ένα από τα βασικά ερωτήματα – που δυστυχώς δεν έχουν απαντηθεί εδώ και δεκαετίες- έχει να κάνει με το ποια είναι η βασική στόχευση της εξωτερικής πολιτικής της πατρίδας μας. Ποια είναι η εθνική μας στρατηγική και κυρίως ποια είναι η θέση της πατρίδας μας στις συνεχώς μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες.
Η χώρα μας έρχεται αντιμέτωπη με την αυτό-εικόνα της, με αφορμή και την επέτειο από την εθνεγερσία του 1821.
Την ίδια ώρα ο διάλογος γύρω από την μορφή που πρέπει να λάβει η εξωτερική πολιτική σε αυτές τις συνθήκες, αλλά και ποια θα πρέπει να είναι η στόχευση της σε μια μακροχρόνια προοπτική, καθίσταται απελπιστικά επίκαιρος και αναγκαίος.
Πιο συγκεκριμένα οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις οι οποίες βρίσκονται σε διπλωματικό αναβρασμό –χωρίς όμως να έχει υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για το ποια θα είναι η κατάληξη αυτού του διπλωματικού μαραθωνίου – αποτελούν εδώ και δεκαετίες έρμαιο είτε μικροπολιτικών στρατηγικών, είτε μιας λαϊκιστικής ανάγνωσης της εξωτερικής πολιτικής, που θέλει την κοινωνία παγιδευμένη σε μια νηπιακή κατάσταση, η οποία δεν της επιτρέπει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής με ρεαλισμό.
Αντίθετα παραμένει παγιδευμένη σε ένα ηρωικό παρελθόν που την οδηγεί συνήθως σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Οι παγίδες του Τούρκου Προέδρου, σε συνδυασμό με την σχεδόν γονιδιακή έφεση των Τούρκων διπλωματών στην οθωμανική λογική του ανατολίτικού παζαριού, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα ναρκοθετήσουν τις οποιεσδήποτε προσπάθειες πραγματικής εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών.
Μέχρι σήμερα ο ελλιπής σχεδιασμός και προγραμματισμός στις διεθνείς μας σχέσεις, οδηγεί σε ευκαιριακές συμμαχίες, αλλά και σε βεβιασμένες επιλογές επίλυσης των διαφορών μας με γειτονικές χώρες, κάτι που νομοτελειακά οδηγεί σε οδυνηρούς συμβιβασμούς οι οποίοι γίνονται συνήθως εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.
Ας ελπίσουμε η εν εξελίξει διαπραγμάτευση με την γειτονική μας χώρα να μην επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά την τραγική μοίρα αυτού του τόπου και αυτής της κοινωνίας, που αντιμετωπίζει με κόμπλεξ κατωτερότητας το παρελθόν της και το οποίο δεν μπορεί ακόμη να το αντικρίσει με αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
Αν έχουμε σκοπό να προσδώσουμε στην επέτειο για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση ένα χαρακτήρα πραγματικά πατριωτικό και εθνικό, θα πρέπει να πράξουμε το αυτονόητο: Κυβέρνηση και κόμματα να ακούσουν το υπόρρητο αίτημα της κοινωνίας, να ομονοήσουν και να χαράξουν από κοινού μια εξωτερική πολιτική με στιβαρότητα και σοβαρότητα προκειμένου να διασφαλίσουν το μέλλον της Ελλάδας.