Ελληνοτουρκικές συναντήσεις και ορατές ή και αθέατες διαπραγματεύσεις

Η ακεραιότητα της Επικράτειας δεν αποτελεί υπόθεση ενός ατόμου ή μιας κυβέρνησης αλλά της κοινωνίας στο σύνολό της.
Συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκικής Δημοκρατίας, Hakan Fidan, στην Αθήνα, Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024.
Συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκικής Δημοκρατίας, Hakan Fidan, στην Αθήνα, Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024.
Eurokinissi

Δεν είναι ορθό και ορθολογιστικό να αναλύονται συντρέχουσες εξελίξεις των οποίων δεν γνωρίζουμε πολλές πτυχές ή κατά πόσο υπάρχουν προδιαγραμμένα και αθέατα προαποφασισμένα αποτελέσματα. Όσον αφορά την εθνική στρατηγική ενός κράτους, εν τούτοις, στην στρατηγική ανάλυση τα πιθανά αποτελέσματα μπορούν να αναφέρονται με όρους κεκτημένης εμπειρίας στις εναλλακτικές και εν πολλοίς κάθετα αντιθετικές προσεγγίσεις της αποτροπής των απειλών και του κατευνασμού των απειλών.

Όσον αφορά τον κατευνασμό διευκρινίζεται ότι η στρατηγική ανάλυση θεωρεί τις κατευναστικές προσεγγίσεις προγραμματικά ζημιογόνες ή ακόμη και καταστροφικές, εάν, μεταξύ άλλων, το κράτος απωλέσει Επικράτεια, εάν πολίτες ή ομοεθνείς του πληγούν ή και εξοντωθούν, εάν εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων δορυφοροποιηθεί επειδή υιοθετεί πασίδηλους σε όλους αδιέξοδους τακτικισμούς που εξυπηρετούν όχι τα δικά του συμφέροντα άλλων.

Αυτά παρακολουθούν, αναλύουν, σταθμίζουν και συνάγουν συμπεράσματα οι μεγάλες δυνάμεις με αποτέλεσμα να υιοθετούν στρατηγικές εις βάρος του κράτους του οποίου η στρατηγική αξία συρρικνώνεται. Εάν ένα κράτος κατευνάζει και εάν προδιαγεγραμμένα συρρικνώνεται γεωπολιτικά χάνει την στρατηγική του αξία με αποτέλεσμα θα θεωρείται αναλώσιμο πάνω στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.

Όσον αφορά τα στρατηγικά παίγνια και σε αναφορά με την παρούσα φάση -με κάθε κριτήριο μεταβατική φάση, ανεξάρτητα του ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ανεξάρτητα της έκβασης των εν εξελίξει μεγάλων συγκαιρινών πολέμων-, αναμένεται να πυκνώσουν και να οξυνθούν.

Μόνο κριτικά μπορεί κανείς να σταθεί για δηλώσεις, συναντήσεις και ορατές ή αόρατες διαπραγματεύσεις που προγραμματικά αφορούν όχι την εκπλήρωση των προνοιών των Συνθηκών αλλά την μερική ή και εκτεταμένη απώλεια Επικράτειας που προβλέπουν οι Συνθήκες. Όπως ο Αμερικανός ταγός της ανάλυσης θεωρίας διεθνών σχέσεων Hans Morgenthau κατέδειξε, «βιώσιμο είναι το κράτος το οποίο διαθέτει επαρκή ισχύ [και αποτελεσματική εθνική στρατηγική] για την εκπλήρωση των προνοιών του διεθνούς δικαίου που αφορούν την Επικράτειά του».

Εύλογα, κανείς θα μπορούσε να διανοηθεί κατά πόσο ενδέχεται οι εκ πρώτης όψης κατευναστικές προσεγγίσεις να αποτελούν εφήμερους ελιγμούς και την ίδια στιγμή στα αθέατα διπλωματικά παρασκήνια μια συγκροτημένη και συντεταγμένη εθνική στρατηγική να κάνει συναλλαγές, πρωτίστως με τις ΗΠΑ και κάποια μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, για χειρισμούς που ενώ διασφαλισμένα δεν θίγουν την ακεραιότητα της Επικράτειας που προβλέπουν οι πρόνοιες των Συνθηκών, εντάσσονται σε αυτό που στην στρατηγική θεωρία ονομάζουμε «πελατειακές σχέσεις – patron client relations».

Ισχύει κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε να ισχύει εάν η Ελλάδα είχε ήδη εφαρμόσει 100% τις πρόνοιες των Συνθηκών για τις οποίες το δικαίωμα είναι μονομερές και αυτονόητα εκπληρώνουν νόμιμα, θεμιτά και νομιμοποιημένα ζωτικά Ελληνικά συμφέροντα. Για παράδειγμα της Αιγιαλίτιδας ζώνης ή της αποκατάστασης της διεθνούς τάξης και τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων στην Κυπριακή Δημοκρατία).

Πάντως, τυχόν αθέατα διπλωματικά παρασκήνια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προηγείται εκτενής και ουσιαστικός δημόσιος διάλογος που ορίζει και ιεραρχεί τα εθνικά συμφέροντα ταυτόχρονα θέτοντας κόκκινες αδιαπραγμάτευτες γραμμές. Είναι ένα πράγμα τυχόν συζητήσεις με αξιωματούχους άλλων κρατών για διάφορα ζητήματα υπό το πρίσμα των δημόσια νομιμοποιημένων προαναφερθέντων ιεραρχήσεων και άλλο οι εν πολλοίς αθέατες διαπραγματευτικές πρακτικές που δεν είθισται (και νομικά-πολιτικά δεν επιτρέπεται) να διασχίζουν κόκκινες γραμμές και να φέρνουν το κοινωνικοπολιτικό σύστημα προ αναπόφευκτων τετελεσμένων τα οποία οδηγούν σε απώλεια Επικράτειας.

Για να το πούμε διαφορετικά, είναι ένα πράγμα οι διπλωματικοί ελιγμοί και άλλο η εθνική αποτρεπτική στρατηγική και οι επαφές που μοναδικό δεδηλωμένο σκοπό έχουν την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων στην βάση κόκκινων γραμμών σύμφωνα με τις Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Η ακεραιότητα της Επικράτειας δεν αποτελεί υπόθεση ενός ατόμου ή μιας κυβέρνησης αλλά της κοινωνίας στο σύνολό της.

Όσον αφορά τα συντρέχοντα σχετικά Μεταψυχροπολεμικά γεγονότα και τις προσεγγίσεις διαδοχικών κυβερνήσεων, καταμαρτυρείται πως η χάραξη Εθνικής Στρατηγικής στην βάση προγραμματικά κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων και ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, εξαιρετικά ελλειμματική. Αυτό, οφείλουμε να τονίσουμε, δεν είναι μόνο φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών αλλά κατάσταση που επικρατεί ήδη από την δεκαετία του 1830 μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και υποδηλώνεται με πολλά καταγεγραμμένα αρνητικά αποτελέσματα. Οδήγησαν σε συρρίκνωση αυτού που ο Παναγιώτης Κονδύλης όρισε ως γεωπολιτικό δυναμικό των κρατών της περιφέρειάς μας και σχετίζεται με την ιστορικοπολιτική παρουσία του Ελληνικού έθνους το οποίο στην φάση επαναπροσδιορισμού των συνόρων και δημιουργίας κρατών τους δύο τελευταίους αιώνες η κατάληξη από άποψη γεωγραφική, γεωπολιτική και πληθυσμιακή είναι η συρρίκνωση στα σημερινά σύνορα.

Εάν και αυτά συρρικνωθούν οι συνέπειες δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατων προεκτάσεων. Για το σύγχρονο Ελληνικό έθνος η ασφάλεια και η ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους είναι μείζονος σημασίας, ενώ καίριας εάν όχι κολοσσιαίας γεωπολιτικής στρατηγικής σημασίας είναι πρώτον, να μην καταστεί όμηρος της Τουρκίας το ένα δέκατο του Ελληνισμού στην Κύπρο και δεύτερον, να διασφαλιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα που προβλέπουν οι Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο στο Αιγαίο.

Αναμενόμενα, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο υπάρχει τουρκική απειλή, πως την ορίζουμε και κατά πόσο η το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας δυναμώνει θρέφοντας ισχυρές αναθεωρητικές και ηγεμονικές αξιώσεις οι οποίες εάν εκπληρωθούν εκμηδενίζουν την νεοελληνική παρουσία στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Για την τουρκική απειλή εδώ και σε άλλες δημοσιεύσεις βιβλίων και άρθρων έχουμε γράψει πολλά, ορίζοντάς την στην βάση εδραιωμένων τυπολογιών της στρατηγικής ανάλυσης.

Επιπλέον, επειδή δεν είναι ρόλος κειμένων όπως το παρόν να ορίζουν σχέδια και αποφάσεις που αποτελούν υπόθεση των κρατικών επιτελείων και της πολιτικής εξουσίας, αναφέρεται μόνο ότι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας όπως και με κάθε άλλο κράτος στο ανελέητα συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό σύγχρονο διεθνές σύστημα είναι η διάγνωση του κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει αναθεωρητική απειλή. Αυτό χρήζει δημόσιας συζήτησης επειδή συχνά η Τουρκική απειλή παραβλέπεται ή για να εξυπηρετήσει κατευναστικές προσεγγίσεις σκόπιμα υποβαθμίζεται. Απαιτούνται, επίσης, σωστές εκτιμήσεις εκτιμήσεις για την σχέση μεταξύ απειλής, ικανότητας και μπλόφας του αμυνόμενου και επιτιθέμενου.

Ιδιαίτερα όσον αφορά το αμυνόμενο κράτος ισχύει η ρήση του Sun Zu, «εάv γvωρίζεις τov αντίπαλο και τov εαυτό σoυ, δεv έχεις αvάγκη vα φoβάσαι τo απoτέλεσμα (ακόμη και) εκατό μαχώv. Εάv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ αλλά όχι τov αντίπαλο, για κάθε vίκη πoυ κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάv δέv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ, oύτε τov αντίπαλό σου, θα ηττηθείς σε κάθε μάχη». Ως προς αυτό, οφείλουμε να πούμε ότι καταμαρτυρούμενα καθημερινά ακούγονται και γράφονται θέσεις που δείχνουν ότι δεν εκπληρώνονται προϋποθέσεις γνώσης και επίγνωσης τόσο για το πως εξελίσσεται η Τουρκία όσο και το ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον που προκαλεί σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις που προσδιορίζουν τις δομές και τους συσχετισμούς του διεθνούς συστήματος του 21ο αιώνα.

Χωρίς να επεκταθούμε, αναφέρεται και εδώ συντομογραφικά, ότι οι δηλώσεις, θέσεις και στάσεις της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες στο Αιγαίο, στην Θράκη και στην Κύπρο είναι βαθύτατα αναθεωρητικές ή αυτό που ορίζεται ως «απέραντη απειλή», τουτέστιν, δεν είναι σαφές ποια είναι τα όρια της επέκτασης σε περίπτωση μιας πολεμικής σύγκρουσης εάν και όταν το αμυνόμενο κράτος ηττηθεί και υποχωρήσει.

Στο παρελθόν, ο νυν πρόεδρος της Τουρκίας σε συνέντευξή του πριν επισκεφτεί επίσημα την Αθήνα, όρισε παραστατικά την Τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας. Στην ερώτηση τι εννοεί για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης απάντησε: «η Συνθήκη της Λωζάνης δεν περιβάλλει μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την περιοχή. Πιστεύω ότι όλες οι Συνθήκες χρειάζονται μια επικαιροποίηση. Και η Λωζάνη, με βάση τα πρόσφατα γεγονότα, χρειάζεται μια επικαιροποίηση». Και συνέχισε, «Όταν μιλάω για επικαιροποίηση, μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα, από το Α ως το Ω».

Όταν η απειλή είναι «απέραντη» (δεδηλωμένα μάλιστα από Α έως Ω, ενώ επίσης πολύ πρόσφατα ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Ετσεβίτ ότι το 1974 δεν φρόντισε να καταλάβει όλη την Κύπρο) πάνω σε ένα κατευναστικό διαπραγματευτικό τραπέζι όπου ο αμυνόμενος δέχεται να συζητήσει αλλαγή της ισχύουσας διεθνούς τάξης, οι αναθεωρητικές διεκδικήσεις είναι θολές, εγγενώς εκτεταμένες και διαρκώς αυξανόμενες ανάλογα με το πόσο αναλώσιμο θεωρεί την αμυνόμενο. Είναι ή δεν είναι έτσι τα πράγματα; Η απάντηση σε αυτό το μείζονος σημασίας ερώτημα χρήζει όχι μόνο να συζητείται σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο αλλά και να επιτυγχάνεται πολιτική συναίνεση στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.

Στην περίπτωση τέτοιων απειλών και εάν και όταν ο επιτιθέμενος με διάφορους τρόπους και μεθοδεύσεις οι οποίες καθιστούν δύσκολο να εξακριβωθεί εκ των υστέρων ποιος ευθύνεται για την έναρξη μιας πολεμικής σύρραξης, η εμπειρία δείχνει ότι εκεί που θα σταματήσουν τα στρατεύματα θα είναι και τα τετελεσμένα της βίας. Επιπλέον, ότι είναι δύσκολο ή ανέφικτο να ανατραπούν, οπότε και αρχίζουν διαπραγματεύσεις αναγνώρισης του νέου διεθνούς status quo, της νέας δηλαδή διεθνούς τάξης που θα εδραιωθούν με Συνθήκη. Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική και όλες οι προτάσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις οποίες η Ελληνική πλευρά αποδέχεται να γίνονται αντικείμενο συζήτησης, οδηγούν, εν πολλοίς, στην αποδοχή των τετελεσμένων της παράνομης βίας.

Μείζον ζήτημα σε κάθε αμυνόμενο κράτος το οποίο υπερασπίζεται το status quo της διεθνούς τάξης που προβλέπουν οι Συνθήκες, είναι να κυριαρχεί γνώση και επίγνωση κάποιων πραγμάτων. Με γνώση και «επίγνωση» εννοούμε ότι τα κρατικά επιτελεία οφείλουν να γνωρίζουν επακριβώς την απειλή, να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή αξιόπιστα συμπεράσματα για τις ικανότητες του αντιπάλου και να προχωρούν έτσι σε εκτιμήσεις για τον βαθμό μπλόφας του αναθεωρητικού κράτους. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, πέραν των καθαρά στρατιωτικών πτυχών, η ύπαρξη αξιόπιστης στρατηγικής σχετίζεται με κοινωνικοπολιτική νομιμοποίηση και ει δυνατό καθολική συναίνεση επί ζητημάτων που αφορούν την Επικράτεια που προβλέπουν οι πρόνοιες των Συνθηκών και του διεθνούς δικαίου.

Καταληκτικά, επαναλαμβάνεται ότι επειδή αυτό αφορά έσχατα και αδιαπραγμάτευτα συμφέροντα, η ακεραιότητα της Επικράτειας που ορίζουν οι Συνθήκες και η στρατηγική του κράτους δεν είναι υπόθεση προσώπων ή της εκάστοτε εξουσίας αλλά υπόθεση της κοινωνίας στο σύνολό της. Η ζωντανή και διαρκώς εξελισσόμενη Τουρκική απειλή σχετίζεται με την απειλητική ανάπτυξη των Ενόπλων της Δυνάμεων, τις διαρκείς παραβιάσεις του κυριαρχικού χώρου που σχετίζονται με συγκεκριμένες αναθεωρητικές αξιώσεις των θαλάσσιων και εναέριων συνόρων, τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, τις απροκάλυπτες προκλήσεις στην Θράκη και ασφαλώς την συνεχιζόμενη παράνομη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο που συνδυάζεται με καθημερινές απειλές και ενέργειες.

Στο πλαίσιο μιας επί δεκαετίες «ολοζώντανης» και με κάθε κριτήριο οξύτατης αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το Ελληνικό κράτος το οποίο υπεραμύνεται την διεθνή τάξη που προβλέπουν οι Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο, χρήζει να διαθέτει αποτρεπτική στρατηγική υψηλών προδιαγραφών και επαρκή ισχύ αποτροπής των αναθεωρητικών απειλών. Μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι νοητές εξυπηρετικές τακτικές κινήσεις οι οποίες για να είναι εξυπηρετικές στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων απαιτείται να προκαλούν ενίσχυση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας και όχι το αντίθετο! Το αντίθετο σημαίνει α) ενθάρρυνση της Τουρκίας για όξυνση των σύμφωνα με τον Ερντογάν «Α έως το Ω» αναθεωρητικών αξιώσεων, β) μετάδοση λανθασμένων μηνυμάτων για την αποφασιστικότητα της Ελληνικής πλευράς να υπεραμυνθεί των εθνικών συμφερόντων ακόμη και με στρατιωτικά μέσα (κάτι που θα κάνει ούτως ή άλλως αν της επιτεθεί η Τουρκία) και γ) δημιουργία συνθηκών που οδηγούν σε περιφερειακή αστάθεια.

Ως εκ τούτου, επισκέψεις και συναντήσεις αρχηγών και αξιωματούχων κρατών με τα οποία η Ελλάδα έχει τόσο σοβαρά προβλήματα όπως με την Τουρκία απαιτούν, αναντίρρητα στρατηγικά ορθολογιστικές προσεγγίσεις και συντεταγμένη διασύνδεση τακτικών και στρατηγικών σκοπών, κινήσεων, ελιγμών και συναλλαγών. Οι πολίτες και η κοινωνία στο σύνολό της έχει συμφέρον να διαθέτουν γνώση, επίγνωση και να βρίσκονται σε εγρήγορση για την ασφάλεια και ακεραιότητα του κράτους.

Δημοφιλή