Ένα από τα λάθη τα οποία διαπράττει ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και όχι μόνο ηγεσίας, είναι η αδικαιολόγητη αδυναμία ερμηνείας των αιτημάτων της Τουρκίας. Αυτό οφείλεται στην άκρατη υιοθέτηση δυτικών «εγχειριδίων» διεθνών σχέσεων, σύμφωνα με τα οποία έχει εκπαιδευτεί η συντριπτική πλειοψηφία των ιθυνόντων άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα.
Όμως, η Τουρκία δεν «αναγιγνώσκεται» με αυτόν τον τρόπο και ούτε φυσικά τίθεται θέμα συμβιβασμού, εξαιτίας της ίδιας της δομής του τουρκικού κράτους. Αυτό όμως ίσως είναι αντικείμενο άλλης ανάλυσης στο κοντινό μέλλον.
Όσον αφορά την πρόσφατη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, παρατηρήθηκε μία επανάληψη των τουρκικών θέσεων, διά στόματος Χακάν Φιντάν, η οποία αφήνει να εννοηθεί πως η γείτονα χώρα δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να κάνει εκπτώσεις στα θέλω της ούτε και φυσικά να υποχωρήσει στις συντεταγμένες που έχει ορίσει δια των πράξεων της και με de facto καταστάσεις.
Ποια είναι όμως η ουσία των λόγων του Τούρκου ΥΠΕΞ και πως αυτό ερμηνεύει την τουρκική αντίληψη των σχέσεων με την Ελλάδα;
Στο σημείο αυτό, θα επικαλεστώ τον Νεοκλή Σαρρή και τις πληροφορίες που μεταφέρει μέσω του μνημειώδους έργου του, Οσμανική Πραγματικότητα, τόμος Πρώτος.
Στην Οθωμανική αντίληψη περί «δικαίου» υπάρχει ο η κατηγορία των ζιμμή (zimmi), οι οποίοι επρόκειτο για άτομα τα οποία είχαν υπαχθεί στην προστατευτική κατοχή της μουσουλμανικής πολιτείας, παραδίδοντας την δική τους πολιτεία και ζητώντας από τα ισλαμικά στρατεύματα έλεος (αμάν ή εμάν).
Η δικαιακή συμφωνία επομένως που συνέδεε τους «ζιμμή» με την ισλαμική πολιτεία ήταν μια συμφωνία η οποία συναπτόταν μεταξύ του νικητή και του υποταγμένου οικειοθελώς. Διαφορετικά ο οίκτος εξέλειπε από πλευράς των ισλαμικών στρατευμάτων.
Επομένως, μιλάμε για μία διμερή σύμβαση προσχώρησης, της οποίας τους όρους καθόριζε εξουσιαστικά το ένα μέρος, στην διακριτική ευχέρεια του οποίου ανήκε και η παραπέρα τήρηση των συμφωνηθέντων. Δηλαδή η σύμβαση ενώ για το ένα μέρος είναι και αδύναμο μέρος είναι προσχώρησης, για το άλλο και ισχυρό είναι παραχώρησης.
Ο ισχυρός, επιδεικνύοντας μεγαθυμία παραχωρούσε ορισμένα δικαιώματα στον μη ισχυρό και εγγυόταν την τήρηση των συμφωνημένων. Πρακτικά όμως η σχέση δεν εξαρτιόταν από την υποταγή των αδυνάμων, όσο από την αγαθή προαίρεση του ιδίου του ισχυρού. Το συμπέρασμα είναι πως η επιείκεια αποτελούσε στο μυαλό των Οθωμανών μία διαφορετική όψη της αδυναμίας.
Αυτό που συνάγεται κάνοντας μία αναγωγή των παραπάνω στην σημερινή πραγματικότητα είναι πως η Τουρκία, στον όποιο διάλογο διεξάγει με την Ελλάδα, θεωρεί την δεύτερη ως το «αδύναμο μέρος», ακριβώς διότι το τελευταίο επιδιώκει την συνεννόηση και την αγαθή προαίρεση.
Η Τουρκία με λίγα λόγια δεν θεωρεί πως η συζήτηση διεξάγεται μεταξύ ισότιμων εταίρων. Αντίθετα επαναλαμβάνει συνεχόμενα αυτά που θεωρεί δικά της, ενώ προσλαμβάνει τα λόγια της Ελλάδας ως αιτήματα για το τι η ίδια η Τουρκία θα επιτρέψει να κρατήσει η Ελλάδα!
Το τι ακριβώς θέλει να κρατήσει η Τουρκία μπορεί πολύ εύκολα να το ερμηνεύσει ο καθένας αρκεί να λάβει υπόψη του το νομαδικό πρότυπο σκέψης πάνω στην οποία είναι δομημένο το τουρκικό κράτος.
Η νομαδική νοοτροπία έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της την υφαρπαγή του υπερπλεονάσματος από το αντίπαλο μέρος, όπως ακριβώς έπρατταν οι νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι εξέτρεφαν κοπάδια προκειμένου να συλλέξουν τα προς το ζην. Την ίδια ακριβώς αρχή τηρούσαν και όταν κατακτούσαν τους κατά τόπους αγροτικούς πληθυσμούς, καθώς οι ίδιοι δεν εμπλέκονταν σε παραγωγικές διαδικασίες, αλλά αντίθετα προτιμούσαν την ληστρική πρακτική με ταυτόχρονη παροχή προστασίας στους κατεκτημένους.
Το συμπέρασμα είναι πως η Τουρκία, δεν επιθυμεί να συμβαδίσει με τους όρους του Διεθνούς Δικαίου, αλλά σύμφωνα με την αρχή του διαμοιρασμού της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, όπως τόνισε ο Χακάν Φιντάν μετά την συνάντηση του με τον Γιώργο Γεραπετρίτη προ ημερών.
Ο διαμοιρασμός αυτός εκλαμβάνεται από την Τουρκία ως κατοχή του υπερπλεονάσματος, δηλαδή με μία λεόντειο συμφωνία υπέρ της η οποία θα αποτυπώνει την ισορροπία ισχύος που σύμφωνα με τους Τούρκους ιθύνοντες είναι σε συντριπτικό ποσοστό υπέρ της χώρας τους. Αυτός είναι και ο λόγος που προσέρχεται σε συζητήσεις με την Ελλάδα καθώς η επίκληση των διεθνών συμβάσεων είναι καθαρά προσχηματική.
Η Ελλάδα οφείλει έστω και τώρα να κατανοήσει την αντίπαλη πλευρά και τις αληθινές προθέσεις της Τουρκίας. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης εφόσον το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών είναι αγεφύρωτο, ειδικά από την στιγμή που η Τουρκία δεν έχει αποσύρει καμία διεκδίκηση της από το τραπέζι.