Τα ελληνοτουρκικά δεν μας αφήνουν ποτέ να «βαρεθούμε». Ούτε όταν επικρατεί ηρεμία, όπως τώρα. Μετά από μήνες απουσίας κάθε έντασης και μετά από δύο συναντήσεις στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, η αμφιβολία για το μέλλον είναι το κυριότερο στοιχείο. Τον Νοέμβριο ξεκίνησε ο πολιτικός διάλογος, η περισσότερο τεχνική διαπραγμάτευση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και τον Δεκέμβριο θα συγκληθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας. Θα είναι το πέμπτο.
Την τελευταία φορά που συνεδρίασε ήταν το Μάρτιο του 2016 στη Σμύρνη. Ακολούθησε η απόπειρα πραξικοπήματος το ίδιο καλοκαίρι και το ουσιαστικό πάγωμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το ερώτημα είναι αν αυτή τη φορά η κατάληξη της προσπάθειας που ξεκινά μπορεί να είναι θετική. Δηλαδή, αν η συγκυρία μπορεί να μας οδηγήσει σε μια συμφωνία είτε επίλυσης είτε παραπομπής της διαφοράς μας στη Χάγη. Η ιστορική εμπειρία ανάλογων προσπαθειών δεν είναι ενθαρρυντική.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μετά από δύο κρίσεις (Ίμια και Οτσαλάν) και μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1999 ξεκίνησε μια διαδικασία που φαινόταν να υπόσχεται πολλά. Η διασύνδεση της προσδοκίας της Άγκυρας για ένταξη στην ΕΕ προσέφερε στην Αθήνα μια επιλογή στρατηγικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, αυτή η επιλογή ακυρώθηκε από την απόφαση της Γερμανίας, της Γαλλίας και άλλων κρατών μελών να ”σκοτώσουν” την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας το 2006 και 2007 με απανωτές δηλώσεις. Πριν από αυτό, η προσφυγή στη Χάγη ως προαπαιτουμενο της έναρξης των ενταξιακων διαπραγματεύσεων το 2005 δεν τηρήθηκε για λόγους που δεν είναι της παρούσης. Πότε δεν θα μάθουμε αν τότε χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία.
Αν το παρελθόν μπορεί να διδάξει, τότε αυτή τη φορά καμία ευκαιρία δεν πρέπει να απαξιωθεί. Η Αθήνα οφείλει να προσέλθει στην διαδικασία διαλόγου με μια στρατηγική θετικής προσέγγισης. Προφανώς αυτό δεν είναι ικανή συνθήκη για να προχωρήσει η διαπραγμάτευση. Είμαι όμως αναγκαία. Όπως, αναγκαία συνθήκη είναι η στρατηγική της Άγκυρας.
Αν τεθούν προς συζήτηση θέματα που αγγίζουν την ελληνική κυριαρχία, η διαδικασία θα καταρρεύσει πριν αρχίσει. Σε μια τέτοια περίπτωση θα φανεί ότι η όλη προσέγγιση της άλλης πλευράς είναι προσχηματική.
Όμως, ακόμη και αν η Άγκυρα δεν προσέλθει με τις γνωστές μαξιμαλιστικές θέσεις της, υπάρχουν μεγάλα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Το Τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η επιμονή στο ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες έξω από την αιγιαλιτιδα ζώνη - πάγια θέση της Τουρκίας - είναι ένα άλλο.
Ενώ είναι πολύ εύκολο να περιγράψουμε μια αποτυχία, είναι εξαιρετικά δύσκολο σε αυτή τη φάση να φανταστεί κανείς/μία πως θα έμοιαζε μια συμφωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν φτάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο, θα μιλάμε για έναν ιστορικό συμβιβασμό.
Στην Ελλάδα η λέξη αυτή προκαλεί σε αρκετούς/ες φόβο και ιερό μένος. Πρέπει να τονιστεί ότι κανένας συμβιβασμός δεν θα είναι ανεκτός αν αγγίζει ζητήματα κυριαρχίας ή αν αλλάζει το σημερινό status quo προς το χειρότερο.
Μια λιγότερο απαισιόδοξη κατακλείδα: Η Άγκυρα ξέρει ότι μια συμφωνία είναι προς το συμφέρον της. Δεν αποκλείει εκ προοιμίου την προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη. Επίσης, ξέρει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πιεστεί, ούτε να υποχωρήσει σε απειλές. Μια συμφωνία, λοιπόν, αν και δύσκολη δεν είναι απίθανη. Αξίζει να γίνει μια ουσιαστική προσπάθεια.