«Εμείς», «αυτοί» και ο ιός. Κανονικότητες μέσα στην ανατροπή

Για την αδυναμία συλλογικοτήτων να ανανεώσουν τον τρόπο σκέψης και τις πρακτικές τους.
 (Photo by Aris MESSINIS / AFP) (Photo by ARIS MESSINIS/AFP via Getty Images)
(Photo by Aris MESSINIS / AFP) (Photo by ARIS MESSINIS/AFP via Getty Images)
ARIS MESSINIS via Getty Images

Εδώ και πέντε μήνες σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης συγκλονίζεται από τις βίαιες αλλαγές που επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων, την οικονομία και τη βιωμένη καθημερινότητα πέρα από ιδεολογίες, γλώσσες και πολιτισμούς, ένα καπρίτσιο της βιολογικής εξέλιξης στον μικρόκοσμο: η εμφάνιση, πρώτα σε μια περιοχή της Κίνας, και η ταχύτατη διάδοση σε όλη την οικουμένη ενός νέου κορωνοϊού, του Covid-19, για τον οποίο μέχρι στιγμής δεν υφίσταται αντίδοτο σε επίπεδο εμβολίου. Ο ιός αυτός για ένα διάστημα παρέλυσε την οικονομική δραστηριότητα, όπως μέχρι τώρα καμία απεργία εργαζομένων, εμπόδισε την πραγμάτωση της καθημερινής ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, έτσι όπως την γνωρίζαμε, σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις του πολιτισμού που προϋποθέτουν φυσική παρουσία ικανού αριθμού προσώπων σε έναν χώρο ή σε κάποιο μέσο μετακίνησης, προσέβαλε το αναπνευστικό σύστημα εκατομμυρίων ανθρώπων, από τους οποίους εκατοντάδες χιλιάδες νόσησαν βαριά και πολλοί από τους τελευταίους δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Και η απειλή παραμένει.

Τέτοιας κλίμακας διασάλευση της καθημερινότητας σε όλα τα επίπεδα στην Ελλάδα – και στον πλανήτη γενικά – δεν έχει βιώσει καμία από τις γενιές που βρίσκονται ακόμη στη ζωή, με εξαίρεση τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο, που ήταν όμως άλλης τάξεως φαινόμενα, μακριά από τον βιολογικό μικρόκοσμο των ιών.

“Yπάρχουν πρόσωπα και συλλογικότητες που μιλούν, γράφουν και συμπεριφέρονται ως εάν η απειλή δεν είναι κοινή”

Οι έκτακτες καταστάσεις απαιτούν, σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο, έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Αποδείχτηκε τους τελευταίους μήνες ότι ο συντονισμός σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξε κάτι λιγότερο από μέτριος. Αντίθετα, σε επίπεδο εθνικών κρατών σε ορισμένες περιπτώσεις, και η Ελλάδα μέχρι σήμερα ανήκει σε αυτές, η αντιμετώπιση της πανδημίας υπήρξε επιτυχής και αποτελεσματική. Και ενώ ο μέσος πολίτης της χώρας βιώνει καθημερινά τον κίνδυνο και τον φόβο από τη νέα αυτή απειλή, συμμετέχει στις προσπάθειες της πολιτείας για την ανάσχεσή της και εύχεται γρήγορη έξοδο από την έκτακτη κατάσταση και μετάβαση στην ομαλότητα, υπάρχουν πρόσωπα και συλλογικότητες που μιλούν, γράφουν και συμπεριφέρονται ως εάν η απειλή δεν είναι κοινή και ως εάν οι προσπάθειες για την αντιμετώπισή της δεν αφορούν όλους τους πολίτες, αλλά μόνον κάποιους. Και κάποιους άλλους όχι.

“Υπάρχουν, με άλλα λόγια, «συστήματα» που δεν μαθαίνουν από μια τέτοια κρίση, που δεν μπορούν να επεξεργαστούν τα μηνύματα της έκτακτης κατάστασης για να προσδιορίσουν εκ νέου τις αντιλήψεις, τις στάσεις και τη δράση τους.”

Αντί η κοινή απειλή, ο κοινός κίνδυνος, να δημιουργήσει αίσθηση κοινών προσανατολισμών και συμφερόντων, ενιαίων στάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών σχετικά με το ευκταίο και το απευκταίο, το κοινωνικά ωφέλιμο και το κοινωνικά βλαπτικό, το επαινετό και το κατακριτέο, υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί διχασμός εν μέσω πανδημίας, η διάρκεια και η περιοδικότητα της οποίας μέχρι στιγμής δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Αν επικρατήσουν στην κοινωνία οι φωνές που θυμίζουν μια άλλη, γνωστή από το παρελθόν, μίζερη «κανονικότητα».

Ένα από τα μαθήματα αυτής της κρίσης, πέρα από τη μεγάλη, όπως αποδεικνύεται, σημασία της συνείδησης του πολίτη, η οποία όμως προϋποθέτει την παιδεία του πολίτη μέσα από τα σχολικά προγράμματα, είναι και η διαπίστωση ότι για ορισμένους, άτομα ή συλλογικότητες, ακόμη και μια τέτοιου μεγέθους και τέτοιας υφής ανατροπή, δεν διαταράσσει τις «κανονικότητές» τους: τον λόγο και τις πρακτικές τους, έτσι όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, «συστήματα» που δεν μαθαίνουν από μια τέτοια κρίση, που δεν μπορούν να επεξεργαστούν τα μηνύματα της έκτακτης κατάστασης για να προσδιορίσουν εκ νέου τις αντιλήψεις, τις στάσεις και τη δράση τους.

Οι επτά τύποι ”κανονικότητας”

Σε ό,τι αφορά τις «κανονικότητες» αυτές σε επίπεδο ατομικής έκφρασης, παρατηρεί κανείς μια συγχορδία ή και συμμαχία ανάμεσα σε κατά δήλωσή τους «αντι-εξουσιαστές», συνομωσιολόγους, υπερσυντηρητικούς, ακραιφνώς νεοφιλελεύθερους, καιροσκόπους, δημοσιολάγνους και μικρόψυχους.

Οι πρώτοι εναντιώνονται στις επιστημονικές περιγραφές της κατάστασης και στα έκτακτα μέτρα, διότι μέσα σε αυτά βλέπουν όχι την προσπάθεια της πολιτείας να διαχειριστεί επωφελώς για την κοινωνία τη βιολογική απειλή, αλλά την «εξουσία» που πρέπει να χτυπηθεί.

Οι δεύτεροι διακρίνουν πίσω από τον ιό σκοτεινές δυνάμεις που πασχίζουν για την εγκατάσταση ενός παγκόσμιου διευθυντηρίου και μιας νέας τάξης πραγμάτων στην οικουμένη.

Οι τρίτοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι, κάτω από ορισμένες συνθήκες, η παράδοση - κοσμική ή θρησκευτική – ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι αντί να δώσουν εμπιστοσύνη στα λόγια των ειδικών και να πειθαρχήσουν στους νόμους της πολιτείας, πειθαρχούν στο νόμο της παράδοσης ή στο νόμο του Θεού, εργαλειοποιώντας κατάλληλα την Αντιγόνη και τον απόστολο Πέτρο («πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις».

Οι ακραιφνείς νεο-φιλελεύθεροι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι αν δεν υπήρχε ο αυξημένος ρόλος του κοινωνικού κράτους, οι επιπτώσεις του κορωνοϊού θα ήταν τραγικές. Συνεχίζουν να επιμένουν σε λιγότερο κράτος και στην προτεραιότητα των αγορών, ακόμη και όταν οι συνθήκες για την ομαλή λειτουργία των κοινωνιών και των αγορών έχουν ανατραπεί.

Οι καιροσκόποι κάνουν αυτό που γνωρίζουν καλά να κάνουν με όλες τις καταστάσεις. Ψυχανεμίζονται ποια στάση και ποια δράση θα μπορούσε να τους προσκομίσει ατομικό όφελος και δεν έχουν πρόβλημα να ταχθούν την ίδια στιγμή και με τον «αστυφύλαξ» και με τον «χωροφύλαξ» υπακούοντας στον πάγιο νόμο της συνείδησης ανομικών υποκειμένων: τι με συμφέρει να κάνω στη δεδομένη συγκυρία, πέρα από νόμους και συμβάσεις.

Οι δημοσιολάγνοι διχάζουν και δημιουργούν χάσμα εμπιστοσύνης με τη διασπορά υπερβολικών ή και ανυπόστατων ισχυρισμών γύρω από την πραγματικότητα, προκειμένου να απολαύσουν λίγες στιγμές δημοσιότητας. Πρόκειται για πρόσωπα που πάσχουν από εθισμό σε ένα νόμιμο ναρκωτικό: τη δημοσιότητα. Και χρειάζονται τη δόση τους.

Τέλος, οι μικρόψυχοι δεν αντέχουν την επιτυχία των άλλων, ακόμη και αν η επιτυχία στους χειρισμούς ή τη γνώση αποβαίνει προς όφελος όλης της κοινωνίας, επομένως και αυτών των ίδιων. Είναι η συνηθισμένη γκρίνια εναντίον ανθρώπων που ξεχωρίζουν θετικά, η μιζέρια και η μεμψιμοιρία ανθρώπων που διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.

«Εμείς και Αυτοί»

Όμως αυτές οι «κανονικότητες» ωχριούν μπροστά στις «κανονικότητες» ορισμένων συλλογικοτήτων εν μέσω πανδημίας. Πρόκειται για τις συνηθισμένες «ταξικές» αναλύσεις και εκτιμήσεις της κατάστασης που δεν μπορούν να δουν τα πράγματα παρά μόνον μέσα από ένα διχαστικό σχήμα: «εμείς» και «αυτοί», οι απέναντι από μας.

Ο ιός, λοιπόν, σχετίζεται με κάποιους που ανήκουν όχι σε «εμάς», αλλά σε «αυτούς». Είναι οι ιδέες και οι πρακτικές της ομάδας των «αυτών» που ευθύνονται για τον ιό. Ακόμη και η διαχείριση της κατάστασης της πανδημίας χρεώνονται στην ομάδα των «αυτών». Και επειδή δεν πρέπει ποτέ να ξεθωριάσει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «εμείς» και του «αυτοί», καθώς «εμείς» και «αυτοί» είμαστε όχι απλώς αντίπαλοι, αλλά εχθροί – wie Feuer und Wasser, όπως έλεγε ο Έριχ Χόνεκερ, λίγα χρόνια πριν από την πτώση του τείχους όταν πιέστηκε να συγκρίνει το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας με εκείνο της Δυτικής – η θεωρία δεν προβλέπει ότι οι «αυτοί» είναι δυνατόν να κάνουν κάτι που ωφελεί τους «εμείς». Αφού λοιπόν δεν υπάρχει κοινότητα ιδανικών, στόχων και συμφερόντων, αφού δεν υπάρχει ενιαίο «εθνικό συμφέρον», αλλά μόνον τα δύο αντιτιθέμενα συμφέροντα των «εμείς» και των «αυτοί», δεν είναι δυνατόν να υπάρξει επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας από την ομάδα των «αυτοί».

Μπορεί να είναι λίγοι αυτοί που εκφράζουν την αντίληψη αυτή expressis verbis, αλλά είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που την υιοθετούν σιωπώντας με κρυφή χαρά. Και που αντί να χαίρονται, θλίβονται και θυμώνουν όταν οι «αυτοί» καταφέρουν να αντιμετωπίσουν την πανδημία με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Ευχόμενοι ίσως μια πολιτικά εργαλειοποιήσιμη αποτυχία και περιμένοντας το «μετά»…

Έτσι πρωταγωνιστές της μάχης για την ανάσχεση της πανδημίας, όπως ο διακεκριμένος ιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας, γνωστός πλέον όχι μόνον στο πανελλήνιο, έπεσαν θύματα αυτής ακριβώς της «ταξικής» ανάλυσης του κορωνοϊού. Διότι ο καθηγητής, προσφέροντας τις επιστημονικές του γνώσεις στην υπηρεσία του μόνου νομιμοποιημένου φορέα ανάληψης της ευθύνης για την αντιμετώπιση της κρίσης, που είναι η επίσημη πολιτεία, ανήκει πλέον στην ομάδα των «αυτοί». Συμβάλει ώστε οι «αυτοί» να πετύχουν. Είναι δικός τους ακόμη και όταν κλαίει, όπως ειπώθηκε. Μόνο που εκείνος που το είπε δεν πρόσεξε, όταν ταξινομούσε τον συγκεκριμένο ειδικό στην ομάδα των «αυτοί» και τον ταύτιζε πολιτικά με τον ταξικό εχθρό, ότι πάνω από το 90% των πολιτών τον αποδέχονται και τον στηρίζουν στην προσπάθειά του, αφήνοντας έτσι το ποσοστό των «εμείς» απελπιστικά ισχνό για την επικείμενη ταξική πάλη.

Η «κανονικότητα» του κομματικού ανταγωνισμού με όρους δήθεν μαρξιστικής ταξικής ανάλυσης εν μέσω πανδημίας υποδηλώνει, όπως είπαμε, την αδυναμία συλλογικοτήτων να ανανεώσουν τον τρόπο σκέψης και τις πρακτικές τους, ακόμη και όταν η συγκυρία ευνοεί μια τέτοια ούτως ή άλλως δύσκολη για μαρξιστές αναπροσαρμογή. Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που εκδηλώνεται η αδυναμία αυτή. Και το 1989 δόθηκε, για τελείως διαφορετικούς λόγους, μια ευκαιρία στην κομμουνιστική Αριστερά να επαναξιολογήσει τα εργαλεία σκέψης και πολιτικής δράσης προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Δυστυχώς, ούτε τότε τα κατάφερε. Κρίμα.

Δημοφιλή