Εμείς απογοητευόμαστε από τον άνθρωπο και ο Θεός τον εμπιστεύεται

Το μεγαλείο μας και η αθλιότητά μας πάνε πάντοτε χέρι χέρι.
Οι δοκιμασίες του Αγίου Αντωνίου (chapel in Trostburg castle, Ponte Gardena, Trentino-Alto Adige, Italy).
Οι δοκιμασίες του Αγίου Αντωνίου (chapel in Trostburg castle, Ponte Gardena, Trentino-Alto Adige, Italy).
DEA / V. GIANNELLA via Getty Images

Ζούμε μια ακραία κατάσταση με την πανδημία. Και ξεκινά σήμερα μία εβδομάδα κατά την οποία έλαβαν κάποτε χώρα ακραία γεγονότα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο ακραίο από το να πεθαίνει ένας Θεός. Αλλά και - με το αντίθετο πρόσημο - να ανασταίνεται μαζί Του ο άνθρωπος.

Θέτοντας μπροστά μας αυτά τα δύο εορταστικά ορόσημα δεν υποτιμώ καθόλου το ακραίο βίωμα των μαζικών θανάτων τους οποίους καθημερινά πληροφορούμαστε, καθώς και την αβεβαιότητα στην οποία έχει μπει η ανθρωπότητα. Άλλωστε γι’ αυτά ακριβώς θα μιλήσω στη συνέχεια. Για το πώς αντιδρούμε μπροστά σε ακραίες καταστάσεις.

Ο γνωστός Βούλγαρος φιλόσοφος Τσβετάν Τοντόροφ, που έζησε στη Γαλλία, στο βιβλίο του «Απέναντι στο ακραίο» συνέλεξε και επεξεργάσθηκε όλες τις μέχρι τότε διαθέσιμες δημοσιευμένες μαρτυρίες από τα ναζιστικά και σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα, αυτές τις οργανωμένες μηχανές εξόντωσης των δύο ολοκληρωτισμών.

Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι απέναντι στο ακραίο αντιδράς ακραία. Είναι πασίγνωστο ότι τα δύο μεγάλα ολοκληρωτικά συστήματα που γνώρισε ο δυτικός κόσμος συνέλαβαν, βασάνισαν, και εξόντωσαν εκατομμύρια ανθρώπων μέσα σε ακραίες συνθήκες. Ακραίες από πλευράς αδικίας, βίας, σαδισμού, αποχωρισμών, ψύχους, πείνας, εξάντλησης. Απέναντι σε τέτοιες αδιανόητες καταστάσεις ο άνθρωπος αναπόφευκτα αλλοιώνεται. Αλλά προς ποια κατεύθυνση;

Τα περιστατικά του βιβλίου απαντούν: και προς τις δύο. Πράγματι, πρόκειται για διηγήσεις που αναδεικνύουν, είτε αυτό που θα ονομάζαμε ‘υπεράνθρωπο’ καλό (κρατούμενοι σε ακραία στέρηση και οδύνη καταφέρνουν να θυσιάζουν πράγματα απαραίτητα για την ίδια τους την επιβίωση, ή και τον εαυτό τους τον ίδιο, προς χάριν άλλων συγκρατούμενων), είτε αυτό που στον κοινόχρηστο λόγο αποκαλούμε συμπεριφορά ‘τέρατος’ (απόλυτη αδιαφορία, ή και εγωκεντρική ανταγωνιστικότητα γύρω από το ποιος θα σώσει τον εαυτό του). Ποια πλευρά από τις δύο θα αναδυθεί μέσα από έναν προηγουμένως ‘κανονικό’ άνθρωπο;

Αυτό αποτελεί και το ερώτημα-κλειδί του βιβλίου. Ουσιαστικά πρόκειται για μια από τις διερωτήσεις της ψυχολογίας της ηθικής: Ποια πλευρά της ανθρώπινης ψυχής ανέρχεται στην επιφάνεια όταν αυτός υφίσταται ακραίο κακό; Ποιο είναι το μυστικό που μετατρέπει άλλους σε ‘τέρατα’ και άλλους σε ‘ήρωες’ ή ‘αγίους’; Τι εκπλήξεις, τελικά, κρύβει ένας συνηθισμένος άνθρωπος;

Ο συγγραφέας αντιστέκεται στον διαδεδομένο πειρασμό να μυθοποιήσει εξ ίσου τους ‘ήρωες-αγίους’ και τα ‘τέρατα’. Όχι, φυσικά πως υπάρχει κάποια έτοιμη βαθύτερη ουσία σε κάθε άνθρωπο η οποία απλώς περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναδυθεί, αλλά και η ασυνείδητη υποδομή του καθένα μας δεν είναι καθόλου αμελητέα και κρύβει εκπλήξεις. (Ο μεγάλος κίνδυνος με την μυθοποίηση, όμως, είναι ότι δημιουργούμε τέτοιες εννοιολογικές κατηγορίες με το ασυνείδητο κίνητρο να μας ανακουφίσουν. Προσεγγίζοντας αμφότερα τα άκρα ταυτόχρονα τα κάνουμε να μας διαβεβαιώνουν ότι δεν θα γίνουμε κανένα από αυτά. Δεν θα γίνουμε ήρωες και άγιοι επειδή βαριόμαστε, δεν θα γίνουμε τέρατα επειδή δεν έχουμε τέτοια προδιάθεση. Τα άκρα σώζουν την ψυχική οικονομία επειδή κατασκευάζονται ως αναπαραστάσεις ακριβώς με σκοπό να μας καθησυχάσουν. Η ευτυχία μας είναι ότι δεν ανήκουμε σε αυτά).

Κάπως έτσι, λοιπόν, φθάνουμε να φρίττουμε μπροστά σε αδιανόητες μεταμορφώσεις γνωστών ή συγγενών μας, σε βαθμό ώστε να νοιώθουμε ότι δεν τους γνωρίζαμε, όπως με σιγουριά νομίζαμε. Και από την άλλη, να αισθανόμαστε δοξολογική έκπληξη μπροστά σε ανέλπιστες χειρονομίες θυσίας και προσφοράς από κάποιους που ‘δεν τους το είχαμε’. Εκπλήξεις που μάς φέρνουν στο νου απλούς χειρώνακτες (γεωργούς, βοσκούς, ναυτικούς) επί Τουρκοκρατίας, οι οποίοι, υπό διαφορετικές αλλά εξ ίσου ακραίες συνθήκες, μεταβλήθηκαν σε νεομάρτυρες αρνούμενοι να αλλάξουν την πίστη τους.

Όλα αυτά ίσως να αποκτούν νόημα καθώς τώρα βρεθήκαμε ξαφνικά να παλεύουμε για την υγεία και για την ίδια την επιβίωση. Τα ίδια ερωτήματα ανακύπτουν: ποιες είναι οι ψυχικές διαδρομές που ακολούθησε ο φόβος ενός κατά τα άλλα συμπαθέστατου συμπολίτη τον οποίο οδήγησαν σε εγωκεντρικά υπερβολικές προμήθειες εν όψει της καραντίνας; Τι ωθεί δύο συγγενείς ή φίλους μας, τους οποίους εκτιμούσαμε εξ ίσου, να αποκλίνουν μπροστά στο έκτακτο, ο ένας προς την αδιαφορία και ο άλλος προς την αλληλεγγύη; Γιατί ο καταιγισμός μέτρων προφύλαξης και ειδήσεων καταστροφής κινητοποιεί σε άλλους σύνεση και σε άλλους εξυπνακισμό, αντιδραστικότητα, καχυποψία;

Αν η εξουσία αποκαλύπτει πλευρές μας που (θέλουμε να) αγνοούμε, η οδύνη και ο κίνδυνος δεν πάνε πίσω. Κοιτάξτε τι μας διηγούνται τα Ευαγγέλια για τα Πάθη του Χριστού. Ενθουσιώδεις και στηρικτικοί σε άλλες στιγμές οι μαθητές, όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα δειλιάζουν και αποσύρονται.

Τους ζητά ο Χριστός να αγρυπνήσουν μαζί Του στον κήπο και εκείνοι αποκοιμούνται. Τον συλλαμβάνουν και εκείνοι σκορπίζουν. Μόνο δύο Τον ακολούθησαν στο δικαστήριο και από αυτούς ο ένας Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι είχαν πάει στα σπίτια τους. Στον φρικτό θάνατό Του μόνο ο Ιωάννης είναι δίπλα Του από τους δώδεκα. Επί δυόμιση μέρες δεν πήγαν στον τάφο, μόνο οι μυροφόρες γυναίκες. Τέλος, στις πρώτες αναγγελίες ότι το μνήμα είναι άδειο δεν πίστεψαν.

Ουσιαστικά οι δώδεκα μαθητές βρέθηκαν μέσα σε λίγες ώρες να ζουν το αδιανόητο. Εκείνος που ενσάρκωνε τις ελπίδες, όχι μόνο τις δικές τους, αλλά του κόσμου ολόκληρου, φάνηκε αδύναμος και ανυπεράσπιστος. Τον χτύπησαν, Τον ειρωνεύτηκαν, Τον κάρφωσαν σε έναν σταυρό, ώσπου στο τέλος πέθανε και Τον κήδεψαν. Η συνθήκη ήταν κόλαση, τόσο ακραία που οι μαθητές λησμόνησαν τι προφήτευαν οι Γραφές και κατέρρευσαν. Σαν όλα να είχαν τελειώσει. Πολύ καλό για να είναι αληθινό αυτό που είχαν ζήσει και ελπίσει.

Και τι γίνεται στη συνέχεια; Το μάλωμα το ΄έφαγαν΄ από τον Αναστημένο Χριστό, δεν το γλίτωσαν. Αλλά η αγάπη Του και η διορατικότητά Του δεν εγκλωβίστηκαν στα λάθη και στις αδυναμίες των μαθητών Του. Ο Χριστός πίστεψε σ’ αυτούς, με άλλα λόγια πίστεψε στον άνθρωπο εν γένει. Και καθώς πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη, τους εμπιστεύθηκε την αναγγελία του Ευαγγελίου Του, τους έκανε Αποστόλους. Όχι άοπλους, έστειλε το Άγιο Πνεύμα επάνω τους και μέσα τους. Και τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Πότε Το έστειλε; Μόλις πενήντα μέρες μετά από αυτά τα γεγονότα!

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς τον Θεό ως τον πλέον εύπιστο. Αλλά δεν είναι. Απλώς παραμένει πιο επιεικής από εμάς. Επίσης βλέπει βαθύτερα και μακρύτερα. Γνωρίζει καλά ότι ο άνθρωπος έχει πολλές πλευρές και πάντοτε απευθύνεται στις υγιέστερες πλευρές μας. Παράλληλα θεραπεύει τις άλλες, τις νοσηρές, αν φυσικά Του το επιτρέψουμε. Και επίσης ξέρει καλά πως ο άνθρωπος αλλάζει.

Έτσι, και η σημερινή συγκυρία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί οριστική. Και όσοι στέκονται καλά ας μην εφησυχάζουν και ας μην καυχώνται, και όσοι αποδείχθηκαν αδύναμοι ή μικροπρεπείς ας μην αποθαρρύνονται ούτε να αυτο-οικτείρονται. Το μεγαλείο μας και η αθλιότητά μας πάνε πάντοτε χέρι χέρι.

Ό,τι και να συμβεί ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Αναστάσιμος. Όσο σταυρωμένος και αν νιώθει έχει τη δυνατότητα να κάνει την υπέρβαση. Όχι με τις δικές του δυνάμεις μόνο. Η Εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης μάς διδάσκει ότι ο Θεός εισάγει μια άλλη ελπίδα στον κόσμο μας. Δεν ελπίζουμε, όπως συνήθως, ότι κάτι θα αλλάξει επειδή τα δεδομένα δείχνουν έτσι. Ελπίζουμε επειδή ο Θεός είναι αυτό που είναι.

Δημοφιλή