Η εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν τον περασμένο Νοέμβριο και η αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από το Λευκό Οίκο προκάλεσαν ανακούφιση στην Ευρώπη, με την προσδοκία ενίσχυσης -«αναβίωσης» ουσιαστικά- της Διατλαντικής Σχέσης, αλλά και ενίσχυσης της πολυμέρειας στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα.
Μπορεί το δόγμα του τέως Προέδρου των ΗΠΑ, όντως, να υποχώρησε, ωστόσο, οι κινήσεις του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου μετά τις πρώτες 100 ημέρες της θητείας του κάθε άλλο παρά σε εύκολη θέση φέρνουν την Ευρώπη τόσο στο ζήτημα των εμβολίων Covid-19 όσο κυρίως για την οικονομική λογική της διαχείρισης της κρίσης, αλλά και για την επόμενη ημέρα.
Η πρόταση για άρση των πατεντών, ο αιφνιδιασμός και το χαμένο ηθικό πλεονέκτημα της Ευρώπης
Ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε ότι στηρίζει την Πρόταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για προσωρινή άρση πνευματικών δικαιωμάτων για τα εμβόλια κατά της νόσου Covid-19 ώστε να βοηθηθούν οι χώρες να αντιμετωπίσουν την πανδημία εξαιτίας των εξαιρετικών περιστάσεων που έχει διαμορφώσει.
Η πρόταση του Αμερικανού Προέδρου αιφνιδίασε την Ευρώπη, με τις ανάμικτες αντιδράσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και ηγετών να αναδεικνύουν πολιτικό «σάστισμα» και άλλον έναν διχασμό.
«Ο Μπάιντεν έκανε τους Ευρωπαίους να φαίνονται ως οι κακοί» σχολίασε ο ευρωπαϊκός ιστότοπος Politico, προσθέτοντας ότι χτύπησε στις ηθικές αξίες «που τόσο αγαπά η Ευρώπη».
Η αρνητική απάντηση της Γερμανίας ήταν άμεση, κατηγορηματική και ηχηρή, αφού δόθηκε από το υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, την Άνγκελα Μέρκελ.
Η Καγκελάριος, σε πλήρη ταύτιση με το επιχείρημα της γερμανικής φαρμακευτικής Biontech - η οποία παρασκευάζει εμβόλιο μαζί με την αμερικανική Pfizer- τόνισε ότι μία τέτοια εξέλιξη δεν θα επιτάχυνε την παραγωγή εμβολίων αλλά το αντίθετο.
Ο σοσιαλδημοκράτης ΥΠΕΞ της Γερμανίας Χάικο Μάας εξέφρασε την αντίθεσή του στη θέση της Μέρκελ εκτιμώντας ότι θα έπρεπε να συζητηθεί η αμερικανική πρόταση.
Οι πιέσεις πάντως προς την Ευρώπη εντάθηκαν από διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν στήριξε την πρόταση Μπάιντεν για άρση των πατεντών στα εμβόλια, με τη χώρα του να είναι η παραγωγός του εμβολίου Sputnik-V, ενώ την ίδια ώρα, ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Πάπας Φραγκίσκος τάχθηκε επίσης υπέρ της απελευθέρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων για τα εμβόλια.
Oι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Medecins Sans Frontieres) με ανακοίνωσή τους, επικρότησαν το αίτημα των ΗΠΑ για απελευθέρωση της πατέντας, υπογραμμίζοντας δηκτικά ότι κράτη που εξακολουθούν να αντιτίθενται στην κατάργηση της πατέντας, όπως «χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νορβηγία, η Ιαπωνία και η Βραζιλία, πρέπει τώρα να αναλάβουν δράση και να αποφασίσουν να θέσουν την υγεία των ανθρώπων πάνω από τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών και να απελευθερώσουν τις πατέντες».
Ταυτόχρονα, 108 ευρωβουλευτές και 280 βουλευτές χωρών της Ευρώπης, με κοινή επιστολή τους έκαναν έκκληση προς την ΕΕ και τα κράτη-μέλη για υποστήριξη της άρσης της Συμφωνίας για τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με το εμπόριο (TRIPS) «και να προστατεύσουν την προστασία των δικαιωμάτων των ανθρώπων στη ζωή, την υγεία και σε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο».
Η ΕΕ πάντως, μετά την (Κοινωνική) Σύνοδο Κορυφής στο Πόρτο αν και έδειξε ανοιχτή σε συζήτηση επί του θέματος, προφανώς προσχηματικά, εμμέσως είπε «όχι» στην πρόταση Μπάιντεν για την άρση των πατεντών, καλώντας χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία να εξάγουν την παραγωγή τους, όπως κάνει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να συζητούν για την άρση των πνευματικών δικαιωμάτων.
Η στάση του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος αρχικά τάχθηκε υπέρ της αμερικανικής πρότασης, ενώ τελικά ουσιαστικά συντάχθηκε με το Βερολίνο, είναι ενδεικτική.
Η ΕΕ με την έλλειψη της κοινής πολιτικής υγείας και μετά το εμβολιαστικό φιάσκο που καθυστέρησε την εμβολιαστική σε όλη την ήπειρο επί της ουσίας δεν έδειξε διάθεση να συμβάλει στην προοπτική του εμβολίου ως παγκόσμιου αγαθού.
Το αμερικανικό κράτος δίνει χρήμα για την ανάκαμψη, η Ευρώπη καθυστερεί και δεν αλλάζει
To φλέγον ζήτημα των εμβολίων και της επιτάχυνσης της παραγωγής και διανομής τους, ωστόσο, δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο οι κινήσεις του Λευκού Οίκου κάνουν τις Βρυξέλλες να αισθάνονται ιδιαίτερα άβολα, το ίδιο κάνουν και τα Bidenomics.
Η επένδυση 2 τρισ. δολαρίων στις υποδομές των ΗΠΑ, μέσω της αύξησης φόρων στις επιχειρήσεις (από το 21% στο 28%), το σχεδόν ισόποσο σχέδιο ανάκαμψης από την πανδημία (1,8 τρισ. δολάρια) για εργαζόμενους, μαθητές και οικογένειες αποτελούν τολμηρά μέτρα κεϊνσιανής λογικής που προωθεί ο Λευκός Οίκος για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας, με το κράτος σε ρόλο «οδηγού», υπερβαίνοντας της λογική των νεοφιλελεύθερων Reaganomics της δεκαετίας του ’80 και των επιταγών της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον της δεκαετίας του ’90.
Τα μέτρα αυτά προκαλούν πίεση στην Ευρώπη, η οποία κινείται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς προς τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης, πάντα υπό την ομηρεία της σκληρής γραμμής του ευρωπαϊκού Βορρά που πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή να περάσει περισσότερα δάνεια εις βάρος των επιχορηγήσεων στο πακέτο του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο υπενθυμίζεται ότι δεν παρέχει απευθείας χρήματα στους πολίτες των κρατών-μελών αλλά χρηματοδότηση στις κυβερνήσεις μέσω των επενδυτικών σχεδίων τους.
Προφανώς και οι πολιτικοί και θεσμικοί συσχετισμοί, καθώς και η οικονομική πραγματικότητα στις δύο όχθες του Ατλαντικού δεν μπορούν να τεθούν σε άμεση σύγκριση, αφού από τη μία πλευρά, στις ΗΠΑ υπάρχει ένα ομοσπονδιακό κράτος με κοινή δημοσιονομική πολιτική ενώ από την άλλη πλευρά, στην Ευρώπη, μία χαλαρή πολιτική ένωση σε συνδυασμό με μια νομισματική και μία ελλιπή οικονομική ένωση, ούτε καν στο σύνολο των κρατών.
Η πανδημική κρίση και η ύφεση που προκάλεσε για το σύνολο των κρατών της ΕΕ έσπασε αρκετά ταμπού.
Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, το (άμεσο, με το ξέσπασμα της κρίσης) πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ ήταν κινήσεις προς την κατεύθυνση της αμοιβαιοποίησης των βαρών και της στήριξης των ευρωπαϊκών χωρών και ενδεικτικές μιας διάθεσης σχετικής ευελιξίας της ΕΕ.
Όμως για την υπέρβαση της κρίσης, της δεύτερης και σοβαρότερης οικονομικής μέσα σε μόλις μία δεκαετία, δεν αρκούν αφού οι προκλήσεις αγγίζουν το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρώπης και ιδιαίτερα το πλαίσιο της οικονομικής της διακυβέρνησης.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) δεν μπορεί να διατηρηθεί έπειτα από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών και τη (μη) ανταπόκριση των κρατών-μελών στους σκληρούς όρους του και αυτό το αναγνωρίζουν όχι μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης αλλά και οι συστημικές που στήριξαν τη σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία ακόμη και με κοινωνικό κόστος (Κλάους Ρέγκλινγκ, Κριστίν Λαγκάρντ μεταξύ άλλων).
«Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο» τόνιζε σε πρόσφατο άρθρο του ο Ζαν Πιζανί-Φερί στο Project Syndicate, τονίζοντας ότι «ακόμη και από την πανδημική κρίση, οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν υπερβολικοί και ολοένα και περισσότερο ανεφάρμοστοι, αντικατοπτρίζοντας περισσότερο τα κίνητρα των δύσπιστων κρατών μελών παρά την οικονομική κοινή λογική».
Η αντικατάσταση του ΣΣΑ από ένα Σύμφωνο για την Βιώσιμη Ανάπτυξη, την Κοινωνική Συνοχή και την Οικονομική Σύγκλιση είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την επόμενη ημέρα της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, επιτακτική είναι η ανάγκη για τη διαγραφή (ή ρύθμιση) του «κορονοχρέους» των κρατών μελών, το οποίο υπενθυμίζεται ότι έχει προστεθεί στο ήδη υψηλό δημόσιο χρέος αρκετών χωρών (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία κ.ά.).
Το ίδιο και άλλες εξελίξεις όπως η δημιουργία μιας κεντρικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής δυνατότητας, η μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης σε Ευρωπαϊκό Δημόσιο Επενδυτικό Ταμείο, κ.ά.
Οι ΗΠΑ δείχνουν εμμέσως τον «δρόμο» στην Ευρώπη
Η Ευρώπη για ακόμη μία φορά τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι αποφάσεων, με τη διαφορά ότι τώρα καλείται όντως να λάβει αποφάσεις τόσο για το μέλλον του οικοδομήματός της όσο και για τις αρχές και τις ιδρυτικές της αξίες.
Η πανδημία με τις τόσο ισχυρές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές της προεκτάσεις ανέδειξε -όπως και οι κρίσεις που προηγήθηκαν- τα δομικά κενά της ΕΕ και πλέον δεν επιτρέπει νέα όξυνση ανισοτήτων στην Ευρώπη σε περιφερειακό επίπεδο αλλά και σε κοινωνικό.
Οι εξελίξεις στο ομοσπονδιακό κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών «υπενθυμίζουν» στην Ευρώπη το προς τα πού θα πρέπει να κινηθεί ως πολιτικό εγχείρημα, δηλαδή προς πιο ριζοσπαστικές και συλλογικού χαρακτήρα αποφάσεις, στην κατεύθυνση της περαιτέρω ενοποίησης.
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 38ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων που δημοσιεύεται σήμερα 11/5/2021 στο www.enainstitute.org