Ο Γιώργος Καζαντζής είναι ένας όντως διαφορετικός δημιουργός του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη την οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε έφτιαξε από νωρίς το ιδιόκτητο στούντιο του, ακόμα και την δική του δισκογραφική εταιρεία (στην οποία έχει κυκλοφορήσει τους περισσότερους δίσκους του αλλά και κάποιων ακόμα σχημάτων και μουσικών, κυρίως από την γενέθλια πόλη του) ώστε να είναι απολύτως «αυτάρκης» μουσικά. Άνθρωπος αλλά και δημιουργός πολύ χαμηλών τόνων, κυριολεκτικά «αθόρυβος», σεμνός στο έπακρο, με ήθος και παιδεία αλλά και με μεγάλο σε ποσότητα («τριάντα τέσσερα χρόνια δισκογραφίας και δέκα οκτώ προσωπικοί δίσκοι», όπως το συνοψίζει ο ίδιος) αλλά και σημασία έργο, ανεξάρτητα από το ότι πολλοί/ές δεν γνωρίζουν ότι είναι δικό του και αρκετοί/ές αγνοούν ακόμα και το όνομα του.
Δικαίως λοιπόν όταν μια εταιρεία παραγωγής του πρότεινε να διοργανώσει μια συναυλία του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δέχτηκε αμέσως και με χαρά. Της έδωσε τον απλό και εύγλωττο τίτλο «Εφ’ όλης της ύλης», ένα αφιέρωμα δηλαδή στο μέχρι τώρα έργο του ή «ένα ταξίδι στα τραγούδια και την μουσική μου» (καθώς έχει γράψει και ουκ ολίγη οργανική μουσική για θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις και για την τηλεόραση) όπως το έθεσε ακόμα απλούστερα ο ίδιος.
Την προετοίμασε προσεκτικά και έτσι, με «μέσα» ένα εξαίρετο δωδεκαμελές ενόργανο σύνολο που, εκτός από το πιάνο το οποίο, όπως πάντα στις εμφανίσεις του, έπαιζε ο ίδιος - έχοντας βέβαια κάνει και τις ενορχηστρώσεις και επίσης διευθύνοντας όπου και όταν ήταν απαραίτητο - περιλάμβανε ακόμα κουαρτέτο εγχόρδων, ακορντεόν, δύο μπουζούκια, κλασική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα, κοντραμπάσο και ντραμς (τα οποία έπαιζε ο γιος του Θάνος, για πρώτη φορά μαζί του μετά από πολλά χρόνια, όπως είχε πει με χιούμορ αλλά και με όλη την υπερηφάνεια του πατέρα για την πρόοδο του γιου του και μάλιστα στην ίδια με εκείνον μορφή δημιουργίας στη συνέντευξη Τύπου) και τέσσερις, δύο ανδρικές και ισάριθμες γυναικείες, όχι μόνο καταξιωμένες αλλά αληθινά εκλεκτές φωνές, ήταν σε θέση να παρουσιάσει σε όσους και όσες την παρακολουθήσαμε μιαν αρτιότατη και απολαυστική συναυλία.
Ξεκίνησε με ένα τρυφερό οργανικό θέμα και συνέχισε με ένα εκτενές απόσπασμα από τον προ πενταετίας δίσκο του «Μικρή Σουίτα», μια επί της ουσίας ορχηστρική εργασία με την μουσική να συνοδεύει απαγγελίες ποιημάτων της Κικής Δημουλά από την ίδια. Τα δύο που ακούστηκαν βέβαια ήταν ηχογραφημένα αν και η κορυφαία συύγχρονη ποιήτρια μας όχι μόνο παρακολούθησε τη συναυλία αλλά επίσης ο Γιώργος Καζαντζής της την αφιέρωσε με σεμνότητα και πολύ σεβασμό. Ακολούθησαν τα τραγούδια με πρώτο στο μικρόφωνο τον Γιώργο Νταλάρα, ακριβώς επειδή ο τελευταίος δίσκος του συνθέτη, το περυσινό «Ερωτας Η Τίποτα», ήταν γραμμένος ειδικά για εκείνον που φυσικά ήταν και ο αποκλειστικός – μείον της πολύ συγκεκριμένης περίπτωσης ενός τραγουδιού - ερμηνευτής. Την σκυτάλη από αυτόν πήρε η ερμηνεύτρια με την οποία ο Γ. Καζαντζής έχει συνεργαστεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, η θαυμάσια – κει επίσης γεννημένη στη Θεσσαλονίκη στην οποία έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος τη ζωής της – Λιζέτα Καλημέρη.
Συνέχισε μια άλλη ερμηνεύτρια, επίσης μακεδονικής καταγωγής και η οποία έχει ζήσει πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, η Φωτεινή Βελεσιώτου που υπό μιαν έννοια ήταν και «ανακάλυψη» του Γ. Καζαντζή και έχει συνεργαστεί μαζί της επί μακρόν και σε μεγάλο βαθμό. Αποκορύφωμα βέβαια της εμφάνισης – για αρκετούς/ές υποθέτω και της βραδιάς - της εξαίρετης ερμηνεύτριας με την λιτή, δωρική λαϊκή φωνή το «Μέλισσες», το εμβληματικό πλέον τραγούδι του ’08 που την καθιέρωσε και τώρα, χάρη στο ότι συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της σειράς «Άγριες Μέλισσες», έγινε γα δεύτερη φορά επιτυχία. Τέλος ο νεότερος όλων Μίλτος Πασχαλίδης έχει συνεργαστεί ομολογουμένως λίγο δισκογραφικά με τον Γ. Καζαντζή (κάτι όμως που, όπως είπε ο συνθέτης, προσεχώς θα αλλάξει) αλλά αρκετά συναυλιακά και έδειξε εξαρχής ότι γνωρίζει πολύ καλά πως να εντάσσεται στα – λιγότερα από αυτά των υπολοίπων – τραγούδια του δημιουργού και να τα υπηρετεί ιδανικά. Μετά το διάλειμμα και ένα ακόμα πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό οργανικό όλοι και όλες ξαναβγήκαν στη σκηνή, μόνοι/ες τους αλλά και σε κάποιους μεταξύ τους συνδυασμούς.
Η συναυλία αυτή σου επέτρεπε να δεις την ομοιογένεια αλλά και την σαφή εξέλιξη του έργου του Γ. Καζαντζή. Κύριο χαρακτηριστικό του, όπως ακριβώς και εκείνου του Σερραίου την καταγωγή, πολύ στενού φίλου του μα και τακτικού συνεργάτη του ποικιλοτρόπως και βέβαια σημαντικότατου συνθέτη, Γιώργου Ανδρέου με το οποίο είναι μεν πολύ διαφορετικό ως προς το ύφος αλλά από αρκετά μέχρι πολύ κοινό στη φύση και, ακόμα περισσότερο, την προσέγγιση, ένα διαμορφωμένο από πολύ νωρίς, διακριτό και προσωπικότατο ύφος που εκφράζεται με ένα εκλεκτικό «αμάλγαμα» επιρροών αρκετά ανάλογο επίσης με εκείνο του Γ. Ανδρέου, με στοιχεία της κλασικής μουσικής αλλά και του rock να «μπολιάζουν» τις αμιγώς ελληνικής έμπνευσης μα και καταβολών μελωδίες του, συνθετικό πλαίσιο το οποίο άλλωστε φαίνεται σαφέστατα αν παρατηρήσει κανείς την σύνθεση του ενοργάνου συνόλου της συναυλίας.
Το δεύτερο όμως καθοριστικό στοιχείο του έργου του Γ. Καζαντζή έχει να κάνει μόνο με τον ίδιο και πιο συγκεκριμένα με την επιρροή που έχει δεχθεί από τον στενό φίλο, σε ένα βαθμό ίσως και «μέντορα» του, αείμνηστο σπουδαίο δημιουργό Σταύρο Κουγιουμτζή. Επίσης Θεσσαλονικεύς, αν και έζησε αρκετά χρόνια και στην Αθήνα, εμπνεόταν μεν με πολλούς τρόπους και συχνότατα από την γενέθλια πόλη του αλλά τα τραγούδια του απευθύνονταν το ίδιο και εξίσου σε ανθρώπους από κάθε περιοχή της χώρας μας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Γ. Καζαντζή που διαθέτει αι με το παραπάνω αυτή την...«υπερελληνικότητα» αν και όχι μόνον εμπνέεται αλλά και λειτουργεί, ανθρώπινα μα και μουσικά, αποκλειστικά εντός της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι καθόλου παράξενο λοιπόν ότι το φινάλε της συναυλίας ήταν – κοινή απόφαση πιθανόν με τον Γιώργο Νταλάρα, κατεξοχήν ερμηνευτή του Σ. Κουγιουμτζή – ένα μικρό αφιέρωμα στον εκλιπόντα ομότεχνο του διαμέσου μερικών τραγουδιών του και με άπαντες/ασες πλέον τους/τις ερμηνευτές/ιες παρόντες στη σκηνή αλλά τη Λιζέτα Καλημέρη μάλλον να κλέβει με τα εντυπωσιακά κουπλέ της την παράσταση ακόμα και από την ίδια την Φωτεινή Βελεσιώτου.
Το encore δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι άλλο από μιαν επανάληψη του «Μέλισσες», αυτή τη φορά όμως από τέσσερις και όχι μόνο μια φωνή. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω κάτι (μετά από πολλά χρόνια κρίσης της ελληνικής δισκογραφίας αλλά και συνολικής πτώσης του επιπέδου του μουσικού γίγνεσθαι και αφού πολλά και διάφορα, υπέρ και περισσότερο κατά, έχουν ειπωθεί και γραφτεί) για το τεράστιο ερμηνευτικό κεφάλαιο της χώρας μας που ονομάζεται Γιώργος Νταλάρας. Δεν είναι μόνον το ότι, αντίθετα με τους/τις περισσότερους/ες συνομηλίκους/ες ομοτέχνους του, η φωνή του έχει σχεδόν μηδαμινές απώλειες, ούτε η πραγματικά τέλεια πια τεχνική του. Είναι και ο υποδειγματικός τρόπος που λειτουργεί όταν τραγουδά μαζί με άλλους/ες, η σπάνια συναδελφικότητα, ήθος και σεβασμός προς τα εκάστοτε τραγούδι, το πως δεν διστάζει να υποχωρήσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώστε να κάνει σωστά φωνητικά σε όποιον/α είναι ο κύριος/α ερμηνευτής/ια την δεδομένη στιγμή, καθοδηγώντας επιπλέον, με βαθιά γνώση αλλά ως και ταπεινότητα, τους/τις υπόλοιπους/ες σε ένα άρτιο χορωδιακό μέρος. Πέραν πάσης αμφιβολίας, επιφύλαξης και σχολίου ο κορυφαίος Έλληνας ερμηνευτής, όχι μόνο της γενεάς του αλλά και συνολικά αυτή την στιγμή!
Μια ομάδα σημαντικών ανθρώπων της ελληνικής μουσικής οι οποίοι συνδέονται με «εκλεκτικές συγγένειες» αλλά στην πλειοψηφία τους και με φιλία με επίκεντρο και ήρεμη, σχεδόν γαλήνια, πλήρως αυτοκυριαρχημένη και σίγουρη αλλά δίχως ίχνος έπαρσης ηγετική φυσιογνωμία, έναν αξιολογότατο και λίαν ενδιαφέροντα δημιουργό ο οποίος έχει ακόμα να προσφέρει πάρα πολλά. Ο Γιώργος Καζαντζής ολοκλήρωσε το πανέμορφο μουσικό «ταξίδι» του με τον καλύτερο τρόπο και άφησε πολλούς/ές από τους/τις παρευρισκόμενους/ες να περιμένουμε πότε θα το ξανακάνει για να είμαστε και πάλι συνεπιβάτες/ιδές του.