Είναι πραγματικά εθνική απώλεια. Πέθανε ο Αλέκος Φασιανός (1935 - 2022). Ένας μεγάλος της σύγχρονης, ελληνικής ζωγραφικής. Ένας απολογητής της νεοελληνικής ευαισθησίας. Ανάλογος του Γύζη, του Νικολάου Λύτρα, του Παρθένη, του Στέρη, του Παπαλουκά, του Σπυρόπουλου, του Τσαρούχη, του Διαμαντόπουλου. Με τεράστια προσφορά στο χώρο του βιβλίου και της χαρακτικής. Και εντός αλλά και στη Γαλλία.
Είναι πολύ νωρίς ακόμη να αποτιμήσει κανείς το πραγματικό μέγεθος, την τεράστια προσφορά στην νεοελληνική ευαισθησία και αισθητική του Αλέκου Φασιανού. Ενός ονειρικού της εικόνας και ενός λυρικού της ζωγραφικής πράξης που συνδύαζε μαγικά τον πρωτογονισμό και την παιδικότητα με μιαν ενστικτώδη σοφία η οποία μπορούσε να μεταμορφώσει το πιο απλό πράγμα σε μίαν υποβλητική, εικαστική αφήγηση... Ενός τολμηρού των χρωμάτων έως θανάτου! Υπήρξε εξάλλου ο αγαπημένος των ποιητών με κορυφαία παραδείγματα τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Καρούζο. Όλοι αυτοί τον έλεγαν Αλέξη!
Ανήκε στους ελάχιστους δημιουργούς που η βαθύτατα Ελληνική τέχνη του μπορούσε να διαβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο πολιτιστικό συμφραζόμενο. Μία ζωγραφική αληθινά κοσμοπολίτικη και συγχρόνως απόλυτα προσωπική.
Μυθικοί καβαλάρηδες με άνθη στα χέρια, στεφανωμένοι έρωτες, ποιητικά ζευγάρια αγκαλιασμένα έρχονται συγχρόνως από τις αττικές λυκήθους, τις βυζαντινές τοιχογραφίες αλλά και την καρδιά του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ισότιμα.
Ένας Matisse στα καθ’ημάς που δεν αγναντεύει τη θάλασσα από τη Νίκαια αλλά από την Τζιά και που δεύτερο του σπίτι δεν το Λούβρο αλλά είναι το Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο. Αν ίσως ο Teriade και ο Ιόλας, ο Κρίστιαν Ζερβός ή ο Χρήστος Ιωακειμίδης, αν, σκέφτομαι, τον είχαν βοηθήσει λίγο περισσότερο, θα είχε τη διεθνή θέση που του αξίζει. Όμως στην ιστορία της τέχνης και στη μεγάλη δημιουργία ποτέ δεν είναι αργά...
Τέλος, οφείλω να παραδεχτώ πως αυτό που το καταλογίζαμε, κι εγώ μαζί, ως το μεγάλο μειονέκτημα της τέχνης του, δηλαδή την τυποποιημένη και επαναλαμβανόμενη, με σχεδόν μαζικό τρόπο, ζωγραφική παραγωγή, ήταν και η μεγάλη του προσφορά. Επειδή έφερε την άλλη εικόνα και την διαφορετική αισθητική και στο τελευταίο σπίτι μέσα από τις λιθογραφίες, τα χαρακτικά, τις μεταξοτυπίες και ό,τι άλλο σκαρφιζόνταν όταν ώστε να γίνει η μεγάλη ζωγραφική προσιτή στον καθένα.
Ο ίδιος, μαζί με τον Σπύρο Βασιλείου, τον Μυταρά, τον Αντώνη Απέργη και λιγότερο τον Μόραλη, τον Τσαρούχη ή τον Τέτση έκαναν, μέσα από τις μεταξοτυπικές αναπαραγωγές, τη σύγχρονη, ελληνική ζωγραφική οικεία και προσιτή στον καθένα.
Από την πρώιμη δεκαετία του ’80, εποχή της πασοκικής ευφορίας, ένα τσουνάμι εικόνων εισέβαλε σε πολυτελή αλλά και καθημερινά σπίτια, σε ποικίλα γραφεία, εισόδους πολυκατοικιών ή και εργοστάσια. Μέχρι και λεωφορεία διακοσμήθηκαν με έργα του Φασιανού του Μυταρά ή του Τσόκλη! Αυτή η ζωγραφική διάρροια έκανε τους δημιουργούς της διάσημους και πλούσιους αλλά συγχρόνως παραμόρφωσε κάπως το DNA του αισθητικού τους προβληματισμού. Αναφέρομαι σε εκείνους τους κινδύνους που προκύπτουν όταν η ζωγραφική γίνεται αποκλειστικά διακόσμηση.
Όμως το μεγάλο του έργο, εκείνο που φιλοτέχνησε από τα τέλη του ’60 έως τα τέλη του ’80, μνημειώδες και αινιγματικό, ποιητικό και απόμακρο, είναι πραγματικά πολύ σπουδαίο. Ο Φασιανός εκίνησε ως παράφορος εξπρεσιονιστής με επιθετικές φόρμες και τολμηρή χρωματικότητα για να καταλήξει σε ένα μορφοπλαστικό ιδίωμα πιο ειδυλλιακό και λυρικό το οποίο όμως ποτέ δεν καταντούσε πλαδαρό. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Σκέφτομαι τέλος πως τα νεανικά έργα του Φασιανού συναντούν τα γεροντικα έργα του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου σαν μια κίνηση συναδελφικού χαιρετισμού. Μία χειρονομία συναδέλφωσης.
Αφού υπηρετούν τους ίδιους μύθους με διαφορετικό πάντως ψυχικό κραδασμό. Κι έχουν την ίδια, λιτή γραμμή και ανάλογο χρωματικό ήθος. Υπηρετώντας αμφότεροι και αποκλειστικά τη φιγούρα και το δράμα της. Τις νυχτωδίες των σωμάτων. Τη μοναξιά των ερώτων που τελειώνουν γιατί δεν διαθέτουν πλέον άλλους τρόπους ώστε να διεκδικήσουν την υπεσχημένη αγάπη. Και για να πείσουν τον θάνατο να αναβάλει. Λίγο ακόμη. Ο ύστατος σκοπός της τέχνης.
Μεγάλος παραμυθάς ο ίδιος ιδού πως διηγείται τη ζωή του την ίδια σε κείμενο του 1964:
″...Ο παππούς μου ήταν παπάς. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντας του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο.
Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές η οι λαϊκές. Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κι όλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα.
Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο, ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια...
...Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων».
...Ύστερα πήγα και σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών.Για πέντε χρόνια ασχολήθηκα με το σχέδιο αρχαίων κεφαλών και γυμνών μοντέλων.Δεν μπορώ να πω ότι δεν έμαθα κάτι. Το αντίθετο. Ο δάσκαλος μας, ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος.
Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα.
Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Λιγότερο τώρα σκεφτόμουνα τα κυκλαδικά...
...Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-Ταντρική. Όμως δεν είχα την μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση. Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια.
Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι.
Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα η η μπλέ, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα η οι γραμμές. Για αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια. Ίσως είναι πεθαμένες...”
Σημείωση: Ανέσυρα μόλις χτες από το ιστορικό περιοδικό ”Εικαστικά” ένα άρθρο του συνήθως επιθετικού και απορριπτικού Κώστα Σταυροπούλο στο οποίο , διαπιστώνει το μεγάλο μέγεθος του Φασιανού. Παράλληλα με εκείνο του Θεοφυλακτόπουλου.
Πιο συγκεκριμένα στο τεύχος 26, Φεβρουάριος του 1984 που είναι αφιερωμένο στον Σταύρο Ιωάννου, διαβάζω την κριτική του αείμνηστου τεχνοκριτικού για την έκθεση του Αλέκου Φασιανού στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Είναι περίεργο αλλά τα ίδια ακριβώς υποστηρίζαμε πριν από μερικούς μήνες ο Πάρις Τσεβάς και εγώ στο Ντεπό του Θοδωρή Αδαμόπουλου:
″... Κι αν δεν φοβόμουν κάποια ισοπέδωση...θα έλεγα ανοιχτά την προσωπική μου κριτική εκτίμηση πώς ο Φασιανός και ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος στην τελευταία δεκαετία 1970 - 80 κυριάρχησαν κορυφαίοι στη ζωγραφική μας...Ο Θεοφυλακτόπουλος από τη μεριά του αφηρημένου, κοινωνικού εξπρεσιονισμού και ο Φασιανός από την άλλη με την ένταση του κοινωνικού λυρισμού βαδίζουν δίπλα-δίπλα και δεσπόζουν στη ζωγραφική μας...”
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.