Όταν το απόγευμα της 15ης Απριλίου του 2019 ο ναός της Παναγίας της Παρισίων (Νοτρ Νταμ) τυλίχτηκε στις φλόγες, ο χρόνος στην Γαλλία φάνηκε να σταματά.
Ο εμβληματικός, γοτθικού ρυθμού Καθεδρικός Ναός που από τον 12ο αιώνα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ταυτότητα των Γάλλων, και εν μέρει της Ευρώπης, κινδύνευε να καταστραφεί ολοσχερώς.
Το πρώτο ”θαύμα”, είναι πως κατάφερε έστω και λαβωμένος, καπνισμένος και ακρωτηριασμένος να σταθεί όρθιος, με πολλά σημαντικά αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία του ναού να επιβιώνουν όπως επίσης και πολλά σπάνια κειμήλια.
Τώρα, η αποκατάσταση του, ένα έργο που συνιστά την μέγιστη πρόκληση για μια σειρά επιστημόνων και τεχνιτών πλήθους ειδικοτήτων, εκτιμάται πως θα αποτελέσει ένα δεύτερο σύγχρονο ”θαύμα”.
Αρχικά, λίγο μόλις καιρό μετά την φωτιά άρχισαν οι εργασίες σταθεροποίησης του κτίσματος και πλέον το έργο αποκατάστασης προχωρά με εργασίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του ναού.
Στόχος, είναι να ανοίξει και πάλι για πιστούς και επισκέπτες το 2024, όπως είχε δεσμευτεί ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και η πρώτη λειτουργία -εάν τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα- να συμπέσει ίσως με τις ημέρες διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι.
Ωστόσο, ο χρόνος που απαιτείται για την πλήρη αποκατάσταση του ναού εκτιμάται πως μπορεί να ξεπεράσει την δεκαετία. Το δε κόστος αυτής παραμένει απροσδιόριστο.
Σύμφωνα με μια πρόχειρη εκτίμηση του Ρόμπερτ Ριντ, επικεφαλής για θέματα Τέχνης και Ιδιωτών Πελατών της ασφαλιστικής Hiscox του Loyd’s London, μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 8δισ. ευρώ όπως είχε δηλώσει στο Reuters, κρίνοντας και από το κόστος αποκατάστασης του Βρετανικού Κοινοβουλίου.
Και φυσικά απαιτούνται εκτός από πολλά χρήματα και πολλά χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός εργατών, τεχνιτών, ειδικών επιστημόνων και ανυπολόγιστες εργατοώρες όσο και σπάνια υλικά.
Μια κλεφτή ματιά στο εξαιρετικά απαιτητικό έργο που συντελείται ήδη στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του ναού, χαρίζει ο φακός του φωτογράφου του Reuters, Βαν Ντερ Χάσελ.
Ένα ναός σαν από παραμύθι
O Kαθεδρικός Ναός βρίσκεται στη νησίδα Ιλ ντε λα Σιτέ και αποτελεί κορυφαίο δείγμα του γοτθικού ρυθμού που άρχισε να εμφανίζεται τον 12ο αιώνα, με κοιτίδα την Ιλ ντε Φρανς και χάρη στον οραματιστή ηγούμενο του Αβαείου του Αγ.Διονυσίου, Συζέ. Σύντομα ο γοτθικός ρυθμός κατέκτησε την κεντρική Ευρώπη.
Η ανέγερση του άρχισε το 1163 επί Λουδοβίκου Ζ΄ και ολοκληρώθηκε - τουλάχιστον η πρώτη φάση κατασκευής- το 1345.
Η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση του αποτυπώνει την τάση της εποχής το Μεσαίωνα για ανέγερση ναών με στόχο την έκφραση της παντοδυναμίας και του μεγαλείου της Εκκλησίας ενώ ενσωμάτωνε άριστα παλιές και νέες τεχνικές κατακτήσεις της περιόδου, που κατέστησαν εφικτή την ανέγερση ενός τέτοιου μνημείου.
Συνδυάζοντας σταυροθόλιο με νευρώσεις, οξυκόρυφο τόξο και επίστεγες αντηρίδες το κτίσμα ορθώνεται προσεγγίζοντας την δόξα των ουρανών (τουλάχιστον για τα μάτια των πιστών του Μεσαίωνα) ενώ στην εποχή του φάνταζε ελαφρύ και εξαϋλωμένο συγκριτικά με τους ναούς του ρομανικού ρυθμού.
Ο έντονος κατακορυφισμός λόγω του οξυκόρυφου τόξου χάρισε μεγάλο ύψος στον ναό με το ύψος των δύο πύργων να φτάνει τα 69μ. ενώ στο εσωτερικό το κεντρικό κλίτος έφτανε τα 35μ. Σύμφωνα δε με τους σχεδιασμούς των υπεύθυνων της αποκατάστασης θα ”επανέλθει” ο διάσημος πυργίσκος που κατασκευάστηκε το 1859 και έφτανε σε ύψος 91,4μ.
Πέραν όμως την επιβλητικής εξωτερικής όψης, ο ναός- όπως όλοι οι πλέον αντιπροσωπευτικοί του γοτθικού ρυθμού- προσέφεραν και μια μοναδική εμπειρία στον πιστό από την πρώτη κιόλας στιγμή που στέκονταν μπροστά από την κεντρική πύλη.
Μια «ουράνια στρατιά» αγαλμάτων-κιόνων που αναπαριστούσαν αγίους τον καλωσόριζαν και τον καλούσαν να εισέλθει στον ναό.
Στο εσωτερικό δε περίμενε τον πιστό μια μοναδική εμπειρία. Χάρη στις νέες κατακτήσεις των τεχνιτών του Μεσαίωνα, οι συμπαγείς τοίχοι δεν ήταν πια απαραίτητοι για την στήριξη του κτιρίου και είχαν αντικατασταθεί από εξαιρετικά υαλογραφήματα (βιτρώ).
Το φως εισέβαλλε στον ναό και καθώς στην χριστιανοσύνη ταυτιζόταν με τον Ιησού, συμβόλιζε την ίδια τη Θεία Φώτιση. Αυτό προφανώς ήθελαν να επισημάνουν και οι διδακτικές αφηγήσεις επεισοδίων της Βίβλου στα βιτρό.
Το απόκοσμο φως προσέφερε ταυτόχρονα λαμπρότητα αλλά και θαλπωρή δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κατανυκτική. Όπως δε επισημαίνουν ιστορικοί της Τέχνης και αρχιτέκτονες εν ώρα λειτουργίας κατά τον Μεσαίων, με τις αναφορές στην ουράνια πόλη και τις πύλες της γεμάτες πολύτιμους λίθους, ο πιστός βλέποντας το έντονο κόκκινο και πράσινο των υαλογραφημάτων θα φανταζόταν πως ήταν ήδη εκεί και πως αντίκριζε ρουμπίνια και σμαράγδια.
Εξαιρετικό δείγμα της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησης του συγκεκριμένου ναού είναι επίσης ο ρόδακας, τα θρυλικά Γκάργοϊλς που σύμφωνα με τον θρύλο είναι οι άγρυπνοι φρουροί του Παρισιού, οι περίφημες 10 καμπάνες αλλά και οι φημισμένες μεσαιωνικές τοιχογραφίες που αναπαριστούν το βίο της Παρθένου, τη Δευτέρα Παρουσία και τη ζωή της Αγίας Άννας. Πάνω από τις πύλες βρίσκεται και η στοά των βασιλέων της Ιουδαίας και του Ισραήλ.
Διόλου τυχαίο που η Παναγία των Παρισιών έγινε το κέντρο του κόσμου για τους Γάλλους στο Μεσαίωνα, ο ναός που επιλέχθηκε για την στέψη του Μέγα Ναπολέοντα και την αγιοποίηση της Ιωάννας της Λωραίνης (Ζαν ντ′ Αρκ), που υμνήθηκε από τον Βίκτορα Ουγκό και που διαθέτει μέχρι σήμερα μια ξεχωριστή θέση στον κινηματογράφο και φυσικά έναν κορυφαίο προορισμό για κάθε επισκέπτη στην Γαλλία.
Πηγές: Reuters,
Gombrich, E.H. (1998). Το χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Watkin, D., (2005). Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής. Αθήνα: ΜΙΕΤ.