Ένα στερνό ταξίδι στον κόσμο των «σκυλάδικων», που χάθηκαν για πάντα

ΝΕΦΕΛΗ 08/06/2013 (Τέλος εποχής)
Και αν μας αντέξει η σκηνή, θα φανεί ... στα γαρύφαλλα !
Και αν μας αντέξει η σκηνή, θα φανεί ... στα γαρύφαλλα !
.

2022: Όταν έγραψα αυτό το κείμενο το 2013, δε γνώριζα αν, πότε ή που θα δημοσιευόταν. Ήταν περισσότερο μια ανάγκη να καταγράψω τη σκέψη μου, παρά να τη μοιραστώ. Τότε έκλεινα το κείμενο αυτό, τολμώντας να προβλέψω ότι στο μέλλον τα «σκυλάδικα» θα γίνονταν πάλι επίκαιρα, ως θέμα.

Και να που πριν εκπνεύσει μια δεκαετία από την πρόβλεψη αυτή, η μεγάλη επιτυχία της νέας τηλεοπτικής σειράς «Αυτή η νύχτα μένει», την επιβεβαίωσε.

Οι θεατές της σειράς δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που έζησαν αυτές τις καταστάσεις, αλλά και πολλά νέα παιδιά, που με ενδιαφέρον (μάλλον και με απορία) προσπαθούν να αντιληφθούν τη μαγεία και την ιδιαιτερότητα εκείνης της εποχής, εκείνων των χώρων, εκείνων των ανθρώπων.

Μπρος στην προσπάθεια ανάμνησης αυτής της τόσο ξεχωριστής περιόδου, δε μπορώ παρά να μειδιάσω. Λιγότερο επειδή «επιβεβαιώθηκα» και περισσότερο επειδή «την έζησα» …

2013

Κεφάλαιο 1ο : Δυό φωνές μου φωνάζουν

Ένας άνθρωπος με οικογένεια, παιδιά και σταθερή δουλειά, θα πρέπει να κοιμάται ήσυχα τα βράδια. Έτσι τουλάχιστον λέει, ο “κοινός νους”. Όμως, ο “κυνός νους”, επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Και να που εν μέσω της θερινής ραστώνης, το μυαλό μου ταράζουν απόμακρες φωνές. Τραγουδιστές και μουσικά όργανα. Πριν προλάβω να αντιληφθώ την προέλευση τους, από τη σκέψη μου αρχίζουν να περνάνε εικόνες. Παλιές, αλλά οικείες. Πίστες, προβολείς, ορχήστρες, σαμπάνιες, λουλούδια. Την εικόνα, πλαισιώνουν γεύσεις και οσμές. Από φθηνό ουίσκι που αναμιγνύεται μαζί με έντονα αρώματα και μια δόση τσιγαρίλας.

Όσο τα ερεθίσματα γίνονται περισσότερα και πληρέστερα, οδηγούμαι ενστικτωδώς στην προέλευσή τους. Έρχονται από το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν μου. Ξυπνώντας μνήμες από παλαιότερες νυχτερινές εξόδους, που με καλούν να τις βιώσω εκ νέου.

Ως ανάγκη για να ξεσκάσω; Ως το κύκνειο άσμα μιας πορείας; Ως φόρο τιμής, σε μια στάση ζωής; Ποιος ξέρει. Ακολουθώ ενστικτωδώς, δίχως να ψάξω περισσότερα. Όταν έρθει η στιγμή, θα μου φανερωθούν όλα…

Κεφάλαιο 2ο : Αναζητώντας

Μια δυνατή έξοδο σε σκυλάδικο, έχει δύο συνιστώσες: Την κατάλληλη παρέα και το κατάλληλο σχήμα. Το πρώτο, εξασφαλίζεται σχεδόν άμεσα. Ένα τηλέφωνο σε συγκεκριμένους φίλους και η “καταδρομική ομάδα” έχει στηθεί. Απομένει η εύρεση του χώρου και των καλλιτεχνών. Και να που με περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη…

Όλα τα “λαϊκά είδωλα” που θέλω να δω, έχουν χαθεί. Κάποιοι σταμάτησαν για λόγους υγείας, κάποιοι πήγαν επαρχία, κάποιοι απλώς εγκατέλειψαν, κάποιοι παραμερίστηκαν από τις μουσικές εξελίξεις. Τα δε μαγαζιά, έχουν όλα κλείσει. Ψάχνω μανιωδώς. Μέσω Ίντερνετ, ρωτώντας φίλους και γνωστούς. Τίποτα. «Δεν υπάρχουν πια σκυλάδικα, φίλε μου» ακούω από όλους.

Ώσπου, αναπάντεχα, κάποιος γνωστός, μου σφυρίζει το μυστικό : «Η “ΝΕΦΕΛΗ”, στη Θηβών 286, υπάρχει ακόμα». Αυτό είναι! Ο στόχος “κλειδώθηκε”. Από εκεί και πέρα, όλα θα πάρουν το δρόμο τους.

Κεφάλαιο 3ο: Ιχνηλατώντας

Πέμπτη, γύρω στα μεσάνυχτα. Αγνοώ επιδεικτικά, το ότι την επόμενη μέρα, έχω πρωινό ξύπνημα στις 06:30. Καβαλάω το αμάξι και βουρ για Θηβών. Στη διαδρομή, το “Μόνος, στο αντίθετο ρεύμα” του Γιάννη Ντουνιά, με συντροφεύει μέχρι τον προορισμό μου.

Και να που σε ένα τέταρτο, είμαι κάτω από την τεράστια μαρκίζα και την κόκκινη-νέον επιγραφή. Βγαίνω από το αμάξι και την κοιτάζω με δέος. Οι πορτιέρηδες με κοιτάνε περίεργα. Επειδή στέκομαι αποσβολωμένος κάτω από τις φωτογραφίες των “ειδώλων” ή επειδή επιχειρώ να κλείσω τραπέζι σε σκυλάδικο, φορώντας ένα σορτσάκι φόρμας, ένα t-shirt και αθλητικά παπούτσια;

Επί τόπου, κανονίζονται όλα. Τιμή φιάλης, θέση τραπεζιού. Την επόμενη μέρα, θα είμαστε εκεί. «Μην έρθετε πριν τη μία» μου φωνάζουν φεύγοντας. Ενδεικτικό του τι θα ακολουθήσει.

Οδηγώντας προς το σπίτι, νέες μνήμες μου πλημμυρίζουν το μυαλό. Έχω ξαναπάει στη ΝΕΦΕΛΗ, όταν ήταν στις δόξες της, το 2005. Τώρα όμως, μια έντονη αίσθηση παρακμής, είναι διάχυτη. Ας είναι, όμως. Θα παίξω το μοναδικό χαρτί, μέχρι τέλους.

Μαρκίζα της ΝΕΦΕΛΗΣ, από παλαιότερη εξόρμηση.
Μαρκίζα της ΝΕΦΕΛΗΣ, από παλαιότερη εξόρμηση.
.

Κεφάλαιο 4ο: Το σχήμα

Το μαγαζί, παρατάσσει ένα δυνατό σχήμα.

  • Γιώργος Καμπουρίδης,
  • Γιώργος Δημητρόπουλος,
  • Ηλίας Ξυγκάκης
  • και 4 λαϊκές γυναικείες φωνές.

Στις αρχές της δεκαετίας του 90’ μια τέτοια σύνθεση, θα έκανε πάταγο, απευθυνόμενη σε ένα διευρυμένο κοινό. Εν έτει 2013, απευθύνεται απλά, στους “τελευταίους πιστούς”.

Κεφάλαιο 5ο : Η νύχτα τώρα ξεκινάει

Παρασκευή βράδυ, για την ακρίβεια, έχει μπει το Σάββατο. Μία-παρά, μπαίνουμε στο μαγαζί. Είμαστε η μόνη παρέα. Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις για το πόσοι μπορεί να έρθουν. Εξάλλου, μας είναι αδιάφορο.

Καθόμαστε πρώτο τραπέζι. Έχουμε κατεβάσει οκτάδα, η οποία συμπληρώνεται σιγά-σιγά.

Όσο περιμένουμε τα μπουκάλια μας, εξερευνώ με το μάτι, τον χώρο. Οι τοίχοι, διακοσμημένοι με κάποτε-καλαίσθητες τοιχογραφίες. Ένας παλιός γκαζοντενεκές λαδιού, έχει ανοιχτεί από πάνω και –τοποθετημένος δίπλα σε μια πόρτα- χρησιμεύει πλέον ως καλάθι απορριμμάτων. Λίγο πιο πάνω, μια επάργυρη ανάγλυφη εικόνα με την Παναγία. Άραγε για να προστατεύει το μαγαζί από τις κακοτοπιές, ή τους θαμώνες από τα ποτά;

Το τασάκι στο τραπέζι, είναι και αυτό “προβλεπόμενο”: “Πλακάκια μπάνιου ΛΑΚΙΩΤΗΣ, τώρα σε Περιστέρι, Παλλήνη, Ασπρόπυργο, Καλαμάτα”.

Το αισθητικό κάδρο ολοκληρώνεται με ένα τεράστιο καράβι διακοσμημένο με κοχύλια, που ήταν τόσο μοδάτο το 1980, αλλά τόσο κιτς το σωτήριον έτος 2013

.
.
.

Οι καρέκλες, είναι ίσως οι πιο βρώμικες που έχω κάτσει ποτέ. Και αν πηγαίνεις σε σκυλάδικα από τα 16 και είσαι πλέον 38, τότε αυτό λέει κάτι. Οι λεκέδες είναι τόσο μεγάλοι, πολλοί και έντονοι, που στην αρχή νομίζεις ότι είναι κάποια ιδιόρρυθμη τεχνοτροπία του υφάσματος.

.
.
.

Υπό νορμάλ συνθήκες, κάποιος θα αρνιόταν να κάτσει σε αυτές και θα αποχωρούσε. Αλλά ποιες “νορμάλ συνθήκες”; Εμείς έχουμε έρθει γυρεύοντας. Απογοήτευση ; Όχι, ακριβώς το αντίθετο. Είμαστε στα “νερά” μας!

Στην παρέα έχουν έρθει και μερικοί “αμύητοι”. Επιφυλακτικοί, για το τι θα δουν και τι θα βιώσουν.

Πάσα επιφύλαξη εξανεμίζεται, όταν ένας εξ αυτών, επιχειρεί να ανάψει ένα πούρο. Ο νεαρός σερβιτόρος, αντιλαμβάνεται την πρόθεσή του, και σε nano-seconds, προλαβαίνει να περιτρέξει το μισό μαγαζί, να βγάλει αναπτήρα και να του ανάψει (αυτόκλητα) το πούρο ! Ο θαμώνας, έκθαμβος απορεί για το επίπεδο του service, σε ένα τέτοιο μαγαζί. Τώρα, αρχίζει να καταλαβαίνει που βρέθηκε. Οι heute-μετρ και οτιδήποτε δήθεν, δεν έχουν θέση σε αυτά τα μαγαζιά. Εδώ τα πράγματα γίνονται σωστά, αλλά απλά.

Κεφάλαιο 6ο : Οι τραγουδίστριες

Στα λαϊκά μαγαζιά, ορισμένες εξέχουσες τραγουδίστριες χαρακτηρίζονται ως “θάνατος”.
Στα λαϊκά μαγαζιά, ορισμένες εξέχουσες τραγουδίστριες χαρακτηρίζονται ως “θάνατος”.
.

Από τις 4 τραγουδίστριες, η μία είναι αυτό που λέμε “παλιοσειρά” και “βαρβάτη μπουζουκτσού”. Φαίνεται ότι έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι, και έχει μοιράσει πολύ πόνο σε θαμώνες. Είμαι σίγουρος, ότι όταν τραγούδαγε παλαιότερα στην επαρχία, θα κάηκαν στα πόδια της, περισσότερες σοδειές, απ’ότι οι έκαψαν οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο το 2007.

Παρένθεση: Η νύχτα στα σκυλάδικα, έχει μια περίεργη επίδραση στις τραγουδίστριες. Όπως το κύμα στο βότσαλο. Αν και το χτυπάει αλύπητα, δεν το ζημιώνει. Αντιθέτως, το βότσαλο καταλήγει λείο και όμορφο. Κάπως έτσι και με τις τραγουδίστριες. ’Όταν έχεις γράψει χρόνια στα μαγαζιά, αρχίζει και σου φαίνεται. Γερνάς λίγο νωρίτερα, αλλά αποζημιώνεσαι με μια ακαταμάχητη θηλυκότητα, με μια αυτοπεποίθηση και με έναν μαγνητισμό που κάνουν μπαμ από χιλιόμετρα.

Οι άλλες τρεις τραγουδίστριες, δεν είναι αυτό που στη νύχτα λένε “θάνατος”, αλλά σίγουρα έχουν κάνει και αυτές τις ζημιές τους. Κάποιες δένουν περισσότερο με το μαγαζί, κάποιες λιγότερο. Αυτές οι δεύτερες, θυμίζουν αηδόνια, που πετώντας με χαρά προς τα μαγαζιά με “έντεχνο πρόγραμμα” στο Γκάζι, κάπου τσαλακώθηκαν τα φτερά τους, και προσγειώθηκαν απότομα στη λασπουριά της οδού Θηβών. Από μακριά, δεν ξεχωρίζουν, έχοντας πλέον γίνει ένα με το σκυλάδικο. Ο έμπειρος παρατηρητής όμως, τις εντοπίζει. Και αυτό είναι μια καλή αφορμή για κουβέντα και για μια σύντομη κατάθεση ψυχής, για τα καλλιτεχνικά όνειρα της νιότης, που περιλούστηκαν με μπομπέ Dewars και κάηκαν.

“Χορεύοντας με τις λύκαινες” !
“Χορεύοντας με τις λύκαινες” !
.

Στα εμπορικά τραγούδια, αποδίδουν μάλλον τυπικά. Όταν όμως έρθει η ώρα για ένα πονεμένο-καψουροτράγουδο, ένα μειδίαμα σκάει στα χείλη, που μετά την πρώτη στροφή μετουσιώνεται σε ένα υποβόσκων δυνάμει αναφιλητό. Μην είναι η φευγαλέα ανάμνηση ενός παιδικού έρωτα ; Μην είναι ένα υποβόσκων παράπονο, για τα καλλιτεχνικά όνειρα που έμειναν ανεκπλήρωτα; Ποιος ξέρει;

Kεφάλαιο 7ο : Οι τραγουδιστές

Η νύχτα ξεκινάει με Γιώργο Δημητρόπουλο.

“Παλιά καραβάνα” στα σκυλάδικα, με γνήσια λαϊκή φωνή και 40 χρόνια νυχτερινά ένσημα ! Κάθεται στο τραπέζι μας και (επανα)γνωριζόμαστε. Αναπολούμε τις χρυσές εποχές των σκυλάδικων, τη δεκαετία του 90. Ταυτόχρονα, μας δείχνει στο ΥouΤube, το νέο βίντεο-κλιπ του, με τις 581.000 θεάσεις του. Ακόμα και οι παραδοσιακοί σκυλάδες, χρησιμοποιούν πλέον την τεχνολογία, για να επιβιώσουν στη νύχτα.

Γιώργος Δημητρόπουλος. Μια γνήσια λαική φωνή, με δεκαετίες “ένσημα” στη νύχτα.
Γιώργος Δημητρόπουλος. Μια γνήσια λαική φωνή, με δεκαετίες “ένσημα” στη νύχτα.
.

Ο Γιώργος, είναι αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής. Αρνείται να κόψει τη χαίτη του και να αλλάξει την κόμμωσή του (όπως δυστυχώς έκαναν πολλά άλλα λαϊκά είδωλα). Φιγούρα γνήσια λαϊκή. Παρότι κοινωνικός, αναδύει μια αύρα μοναχικότητας. Μοιάζει σαν ένας σκληροτράχηλος Κιμμέριος πολεμιστής, που ξεπήδησε από την πέννα του Robert E. Howard.

Όταν έρθει η ώρα για το σετ του, το «διεκπεραιώνει» με ευλαβικό τρόπο. «Ραντεβού στο Δαφνί», «Αν δείτε τη γυναίκα που αγαπώ» και άλλα. Ο Γιώργος “πυροβολεί”, με εμφανή την τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει τόσα χρόνια στην πίστα. Δυστυχώς, μας στερεί από τη χαρά του να ακούσουμε το «Δέκα ρίχτερ» που είναι και η μεγάλη επιτυχία του. Αλλά, χαλάλι.

Σειρά έχει ο Ηλίας Ξυγκάκης. Εμφανώς γερασμένος. Αλλά με ένα αλλιώτικο είδος γήρατος. Θα περιέγραφες τον Ηλία ως “γέρο”, με την ίδια “ευκολία” που θα το έκανες για έναν αγιορείτη μοναχό. Με την άνοδό του στην πίστα, του αποδίδω φόρο τιμής : «Ηλία, σε είχα πρωτοδεί, αρχές δεκαετίας του 90, στο MICHELE -πρώην «Χρυσό Βαρέλι»- στην παραλιακή, στο Μοσχάτο. Τότε που είχες βγάλει το δίσκο ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ». Ο Ηλίας κατεβάζει για λίγο το μικρόφωνο και αποκρίνεται : «MICHELE! τι μου θύμησες!».

Ο Ηλίας Ξυγκάκης. Όταν έχεις φωνή, δε χρειάζεσαι περιττές μόστρες.
Ο Ηλίας Ξυγκάκης. Όταν έχεις φωνή, δε χρειάζεσαι περιττές μόστρες.
.

Το πρόγραμμά του ξεκινάει και αναδεικνύεται ως η έκπληξη της βραδιάς. Μεγάλη φωνή ο Ηλίας και τα ζει τα τραγούδια που ερμηνεύει. Κάνει δικά του, πολλά παλιά λαϊκά κομμάτια : «Ψυχούλα μου ψυχούλα μου, πάρε με από δω μέσα» και «Κατεδαφίζεται το όνειρό μου» του Βασίλη Καρρά, «Πήρα την καρδιά μου και τα πράγματά μου» του Τερζή. Επιχειρεί και μια παραλλαγή σε άλλο γνωστό τραγούδι του Τερζή, τραγουδώντας «Εγώ είμαι μάτια μου απ’το Αιγάλεω-City» !

Ο Ξυγκάκης, δεν τραγουδάει, κάνει κατάθεση-ψυχής. Η ερμηνεία του σε καθηλώνει. Η μορφή του, επιβλητική και συνάμα σεραφεική. Πράγματι, “επικό” το σετ του. Μπορώ να το συγκρίνω μόνο με την πρώτη συναυλία των MANOWAR, στο Σ.Ε.Φ. ! Απόψε “κοινωνούμε” γνήσιο λαϊκό πρόγραμμα.

Πρώτο όνομα του μαγαζιού, ο Γιώργος Καμπουρίδης.

Είναι πλέον 78 ετών. Άλλοι στην ηλικία του, δυσκολεύονται ακόμα και να περπατήσουν. Ο Γιώργος όμως, είναι “σκυλί του πολέμου”. Υπομένει τη βαριά νύχτα, με την ίδια στωικότητα που έχει ένας Εσκιμώος, έναντι του ψύχους. Με την ατάκα του «Άμυνααα!» μας ξεσηκώνει. Πριν τραγουδήσει, κάθεται στο τραπέζι μας, μας δίνει το κινητό του, μας δείχνει φωτογραφίες από το εγγόνι του και συζητάμε για το πώς άλλαξε η λαϊκή-νύχτα στην Αθήνα και για το τι απέγιναν οι παλιοί. Πίνει από το ποτό μας και καπνίζουμε από τα τσιγάρα του. Σαν δύο φαντάρους, που συμβιώνουν σε ένα απόμακρο φυλάκιο. Στιγμές σαν αυτές, μας τοποθέτησαν –από τα εφηβικά μας χρόνια- στο “στρατόπεδο” των “σκυλάδων”. Εκεί που τα “είδωλα” δεν είναι απλησίαστα, αλλά είναι δυνάμει φίλοι σου. Εκεί που δε χρειάζεται να είσαι κάποιος, ή να καταθέσεις υπέρογκα ποσά, προκειμένου να καταδεχτεί να σου μιλήσει ο τραγουδιστής. Η σημερινή βραδιά, μας επιβεβαιώνει, ότι το σκυλάδικο μπορεί να έχει φθαρεί ποσοτικά, αλλά όχι ποιοτικά. Οι άτυπες αξίες που το χαρακτηρίζουν, διατηρούνται ευλαβικά, αναλλοίωτες, ως ένα εναλλακτικό bushido, μεταξύ των θαμώνων της νύχτας.

Έρχεται η ώρα να τραγουδήσει. Η φωνή δε βγαίνει πια, τουλάχιστον όχι όπως παλιότερα. «Άστο να μείνουμε φίλοι», όπως λέει και στο γνωστό τραγούδι του. Αλλά η εμπειρία φαίνεται και παρά τα χρόνια του, η ενεργητικότητα και η ζωντάνια του, δεν υστερούν σε τίποτα. «Μείνε, κοντά μου μια ζωή» όπως λέει η έτερη επιτυχία του. Λίγο πριν κλείσει το σετ του, μας τραγουδάει το “Happy birthday to you”. Είναι ο δικός του τρόπος για να τιμήσει έναν συναγωνιστή από την παρέα μας, που αποφάσισε να περάσει τη βραδιά των γενεθλίων του, υπό τη συνοδεία των ασμάτων του.

Κεφάλαιο 8ο : Οι θαμώνες

Το σκυλάδικο, ανέκαθεν, όχι μόνο πρέσβευε μια ισότητα, αλλά την εφάρμοζε και στην πράξη. Με έναν αριστοτεχνικό –θα λέγαμε- τρόπο, τον οποίο τα σοσιαλιστικά μανιφέστα, ευαγγελίζονταν, αλλά ουδέποτε κατάφεραν να εφαρμόσουν.

Στη σκυλάδικη νύχτα, μπορείς να δεις πολλές “φυλές”: Τύπους με λαμέ κοστούμια και κροκοδειλέ σκαρπίνια. Αλλά και τύπους με φόρμα, αθλητικά, ακόμα και βερμούδα. Τα σκυλάδικα δεν έχουν “κώδικα ενδυματολογίας”, αλλά “κώδικα ψυχολογίας”. Βλέπεις από μακρυμάλληδες μουσάτους νεαρούς, μέχρι κοντοκουρεμένους τύπους με μπλουζάκι “PitBull”. Μπράβοι, μικροαστοί, λαχαναγορίτες, εργαζόμενοι σε πολυεθνικές εταιρίες. Εικοσάρηδες, αλλά και εξηντάρηδες. Στη νυχτερινή κοινωνία του σκυλάδικου, όλοι χωράνε και όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες.

Το σκηνικό στη ΝΕΦΕΛΗ, δεν απέκλινε του καθιερωμένου κανόνα. Highlight της βραδιάς, η άφιξη (κατά τις 4 το πρωί) μεσόκοπου (πλην, εμφανώς έμπειρου) ζευγαριού. Εμείς δε μπορούμε παρά να απορήσουμε: Αν έσκασαν μύτη στη ΝΕΦΕΛΗ στις 4, και άνοιξαν μπουκάλι, τότε που στο καλό μπορεί να ήταν νωρίτερα;

Κεφάλαιο 9ο : Οι ζεμπεκιές

«Η ζεμπεκιά, είναι ο οργασμός του σκυλά», θα τόλμαγα να πω, μετά από την πολυετή εμπειρία μου, στα λαϊκά νυχτομάγαζα. Ως εκ τούτου, οι διάφορες ζεμπεκιές που πέσανε εκείνο το βράδυ, άφησαν και αυτές το δικό τους στίγμα.

  • Ζεμπεκιά #1 :

Ο υποφαινόμενος, ρίχνει παραγγελιά το «Οι μεγάλες καρδιές, δεν κοιτάνε το χτες» του Ηλία Ξυγκάκη. Ο Ηλίας ξηγιέται σωστά και –για το καλό- ρίχνω και τη ζεμπεκιά μου. Επιτομή αυτής, το σβήσιμο τσιγάρου στο χέρι μου. Οι συναγωνιστές τιμούν την πρωτοβουλία, με τις δέουσες ποσότητες ανθέων.

Ζεμπεκιά, με σβήσιμο τσιγάρου στο χέρι, στο τέλος.
Ζεμπεκιά, με σβήσιμο τσιγάρου στο χέρι, στο τέλος.
.
  • Ζεμπεκιά #2 :

Μάχιμος θαμώνας, ρίχνει έμπειρη ζεμπεκιά, ισορροπώντας ποτήρι γεμάτο ουίσκι, στο κεφάλι του.

Η παρέα του, καμαρώνει εκστασιασμένη και επευφημεί με δυνατά σφυρίγματα.

  • Ζεμπεκιά #3 :

Εξηντάρα κυρία, βγάζει τις δεκάποντες μαύρες γόβες της και ρίχνει μια ξυπόλυτη ζεμπεκιά στην πίστα.

Ο συνοδός της, σιγοντάρει με παλαμάκια, με λάγνο και συνάμα ιλαρό βλέμμα, προσπαθώντας να αποτυπώσει για πάντα αυτή την ενσταντανέ, στη μνήμη του.

Κεφάλαιο 10ο : Φεύγοντας

Όλα τα καλά πράγματα, έχουν κάποτε ένα τέλος. Έτσι και η δική μας έξοδος, κάποτε τελείωσε. Πρώτα αποχώρησε το μεγάλο μέρος της παρέας και τελευταίος ο “σκληρός πυρήνας”. Με αυτή την επιπρόσθετη παραμονή μας, θέλαμε να ρουφήξουμε και την τελευταία σταγόνα διασκέδασης, που μπορούσε να μας προσφέρει η εν λόγω έξοδος. Μέσα στο τασάκι, άφησα επίτηδες ένα τσιγάρο να αργοσβήνει. Όπως οι αναμνήσεις, από την γλυκειά παρα-νύχτα της νιότης μου. Φεύγοντας, δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω. Εσκεμμένα. Γιατί ήξερα, ότι αυτή η έξοδός μου, ήταν η τελευταία. Όπως, όταν χωρίζεις με μια μεγάλη αγάπη, δειλιάζεις να την κοιτάξεις στα μάτια, για να μη σου μείνει μια σκληρή ανάμνηση. Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω μου, ένοιωσα ότι πίσω της σφαλιζόταν μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή την οποία απάρτιζαν όλοι οι θαμώνες και όλοι οι αρτίστες, όλων των σκυλάδικων, όλων των εποχών, που συνέθεσαν στάσεις, αξίες και συμπεριφορές, σε ένα ιδιότυπο “σύμπαν διασκέδασης”.

Κοινή παραδοχή, καθώς αποχωρούσαμε, ήταν ότι τα σκυλάδικα είχαν πεθάνει, οριστικά. Και μαζί τους, νοιώθαμε σαν να αποκοπτόταν ένα τμήμα της συλλογικής μας μνήμης. Ήταν σα μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, τοποθετημένη σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο επιστήμονες διέγραφαν τις νεανικές μνήμες των ανθρώπων.

Ο τελευταίος ήχος που άκουσα, με ξένισε. Δε μπορούσα να αντιληφθώ με σιγουριά, αν ήταν ο σκουριασμένος μεντεσές της πόρτας που παλλόταν κλείνοντας, ή ο επιθανάτιος ρόγχος ενός νυχτερινού οικοσυστήματος που ο χρόνος το είχε αλώσει.

Αναστροφή στο φανάρι και επιστροφή στον Πειραιά. Αφήνουμε πίσω μας, τα ωραιότερα χρόνια μας. Σε μια έξαρση φαντασίας, βλέπω διάφορες σεπτές μορφές, να αιωρούνται πάνω από τη μαρκίζα. Είναι όλοι οι σκυλάδες της χρυσής εποχής που μας αποτίουν το ύστατο χαίρε. Με τις βάτες ψηλά, τα πουκάμισα μισοκουμπωμένα, τείνουν ψηλά τη δεξιά χείρα τους, κρατώντας ένα ποτήρι Chivas, σημαίνοντας έτσι τον δικό τους “αποχαιρετισμό στα όπλα”. Στην υγειά σας, αλάνια …

Μέσα μου δίνω μια υπόσχεση : Δε θα τους ξεχάσω ποτέ. Θα τους θυμάμαι γι’αυτό που ήταν, αλλά και γι’αυτό που δε θα ξαναγίνουν ποτέ.

Κεφάλαιο 11ο : Συναισθηματικός απολογισμός

Σκεφτείτε την παρακάτω εικόνα : Ένας αγαπημένος σας φίλος, με τον οποίο έχετε περάσει αξέχαστες στιγμές, μαθαίνετε ότι είναι βαριά άρρωστος και του απομένει ελάχιστη ζωή. Το δίλημμα είναι μεγάλο. Από τη μία, δε θέλετε να τον δείτε. Θέλετε να κρατήσετε στο μυαλό σας, μια εικόνα άφθαρτη, ηρωική. Να τον θυμάστε ως κάτι εξέχων και όχι ως κάτι αδύναμο. Από την άλλη, θέλετε να είστε εκεί, στα τελευταία του. Δίπλα. Ως φόρο τιμής, στα όσα ζήσατε. Ακόμα και στην παρακμή του, να κλέψετε όσες παραπάνω στιγμές μπορείτε. Και να διασκεδάζετε, αληθινά μεν, αλλά καταπνίγοντας τη λύπησε που νοιώθετε, επειδή είναι «η στερνή φορά».

Κάπως έτσι, ήταν τα συναισθήματα που βιώσαμε στη ΝΕΦΕΛΗ, εκείνη τη νύχτα.

Εντούτοις, ακόμα και στα στερνά τους, τα σκυλάδικα δείχνουν τα δόντια τους. 20 άτομα (4 τραπέζια ήμασταν, όλα και όλα), σε ένα άδειο μαγαζί, κάναμε περισσότερο και αυθεντικότερο κέφι, απ’ότι στο πιο φινετσάτο μαγαζί της παραλιακής. Τα λαϊκά είδωλα, παρά τα “νυχτερινά χιλιόμετρα” που έχουν γράψει και παρά την εμφανή κούρασή τους, μας δώσανε πολλά.

Βέβαια, συγκρίνοντας την συγκεκριμένη νύχτα, με παλιότερες που είχαμε ζήσει, στο ίδιο μαγαζί, ένα συναίσθημα χαρμολύπης μας κυρίευσε. Είχαμε την τύχη, να γνωρίσουμε τα σκυλάδικα, στην ακμή, στην παρακμή τους, και τώρα στο τελείωμά τους.

Κεφάλαιο 12ο: Μια πρόβλεψη

Πόσοι από εσάς, δε θυμούνται το φαινόμενο “ελληνικές βιντεοταινίες”; Στην ακμή τους, εισήλθαν σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό. Μόλις όμως ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, χλευάστηκαν ως «ντεμοντέ κιτς υποκουλτούρα, απευθυνόμενη σε μάζες χαμηλής αισθητικής». Για περίπου μια δεκαετία, ξεχάστηκαν και όμως στις μέρες μας έχουν γίνει πάλι της μόδας. Τα πρώην “σκουπίδια” βγήκαν από την αφάνεια και απέκτησαν το δικό τους νέο κοινό.

Θα τολμήσω μια πρόβλεψη. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με τα σκυλάδικα. Τραγούδια, τραγουδιστές και μαγαζιά. Σήμερα τα άστρο τους έχει σβήσει, αλλά σε κάμποσα χρόνια, κάποιοι θα τα ανακαλύψουν, θα τα αναγνωρίσουν και θα τα λατρέψουν εκ νέου.

Δημοφιλή