Ενα τραγούδι του δρόμου

Μια γενναία αντίσταση στην αδιαφορία την εποχή της πανδημίας.
NurPhoto via Getty Images

Νομίζω πως δεν εκτιμώ τίποτα όσο τη μουσική του δρόμου.

Μπορεί να μπει από ένα ανοιχτό παράθυρο στο σπίτι σου ή εκεί που δουλεύεις και να νιώσεις για μια στιγμή πως κάτι απόκοσμο συμβαίνει εκεί έξω, πως η ζωή δεν επιτρέπεται να ακούγεται σαν ανία. Ή καθώς περπατάς σε έναν πεζόδρομο βυθισμένος στις σκέψεις σου ξαφνικά όλα αρχίζουν να κυλούν πιο όμορφα γύρω σου.

Η γκρίζα πόλη γίνεται λιγότερο ενοχλητική και οι μελαγχολικοί άνθρωποι που περπατούν γίνονται μέρος κάποιας περίεργης ροής.

Αυτή η ροή εκφράζεται μέσα από μια κιθάρα ή ένα βιολί ή ένα ακορντεόν ή μια λατέρνα που με κάποιο θαυμαστό τρόπο έχει επιζήσει. Ή μέσα από τη φωνή κάποιου που τολμάει να τραγουδάει δυνατά, αν και φαίνεται πως κανείς γύρω του δεν τον ακούει.

Ο Joshua Bell, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου, πριν από αρκετά χρόνια έπαιξε βιολί σε έναν σταθμό του μετρό στην Ουάσιγκτον και εισέπραξε μόνο 35 δολάρια.

Ήταν ώρα αιχμής και υπολογίστηκε πως χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από εκεί.

Δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα κανένας. Αρκετά παιδιά έδειξαν πως ήθελαν να τον ακούσουν μα οι μητέρες τους τα έσπρωξαν για να προχωρήσουν.

Την επόμενη ημέρα έδωσε sold out συναυλία και το εισιτήριο κόστιζε 100 δολάρια.

Φαντάζομαι πως όσοι πήγαν θα φόρεσαν τα καλά τους και θα χειροκρότησαν με πάθος στο τέλος.

Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που διάβασα για αυτό το κοινωνικό πείραμα που διοργάνωσε η Washington Post το 2007. Επέδειξε καταφανώς την ανθρώπινη υποκρισία.

Η μουσική του δρόμου πάντα μου προκαλεί ένα είδος δέους. Είναι γιατί εκφράζει μια γενναία αντίσταση στην αδιαφορία.

Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να αντικρίσεις την αδιαφορία από το κέντρο μιας μεγαλούπολης.

Εκεί όλοι προσπερνάμε μητέρες με παιδιά ή ηλικιωμένους που ζητιανεύουν.

Προσπερνάμε τον διπλανό μας σαν να είναι ένα περιφερόμενο τίποτα, προσπερνάμε τελικά τον ίδιο μας τον εαυτό.

Σαν αγχωμένα μυρμήγκια περπατάμε μιλώντας στα κινητά μας ή κοιτάζουμε τα ρολόγια μας και επιταχύνουμε το βήμα για να προλάβουμε κάποιο ραντεβού.

Μας ενοχλεί ο θόρυβος, τα αυτοκίνητα, όσοι χωρίς λόγο τσακώνονται μεταξύ τους ή κοιτάζουμε τις βιτρίνες λαχταρώντας κάτι που δεν θα μας δώσει ποτέ αυτό που λείπει.

Όταν μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα αδιαφορίας κάποιος βρίσκει τη δύναμη να τραγουδήσει, αυτό είναι σπουδαίο κι ωστόσο στα μάτια των περισσότερων είναι απλώς ένα είδος επαιτείας με τη συνοδεία μουσικής.

Δεν είναι τυχαίο που για τον Joshua Bell ενδιαφέρθηκαν μόνο τα μικρά παιδιά. Τα παιδιά ενστικτωδώς ενδιαφέρονται για ό,τι αξίζει σε αυτόν τον κόσμο.

Κι εμείς βιαζόμαστε να τα επαναφέρουμε στους γρήγορους ρυθμούς μας, σε αυτά που θεωρούμε εμείς σημαντικά. Ή μάλλον σε αυτά που μας έχουν πείσει πως αξίζουν. Σκοτώνουμε έτσι σιγά-σιγά την περιέργειά τους, την ικανότητά τους για επιθυμία και την αγάπη τους για το αληθινά όμορφο.

Αυτά σκέφτηκα ακούγοντας έναν άντρα να παίζει κιθάρα σε έναν πεζόδρομο την προηγούμενη εβδομάδα.

Οι περαστικοί ήταν καλά κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους, παντού έβλεπα μάτια γεμάτα άγχος και δυστυχία και η αδιαφορία έλουζε κι εκείνη τη μέρα την πόλη.

Η αδιαφορία είναι παντού γύρω μας, παντού μέσα μας ειδικά αυτήν την περίοδο της πανδημίας.

Όσοι δεν τηρούν τα μέτρα τη βροντοφωνάζουν κι όσοι τα τηρούν πλησιάζουν όλο και πιο πολύ σε ένα νέο είδος κατάθλιψης.

Δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε σχέδια ή όνειρα και ούτε καν σκεφτόμαστε με νοσταλγία ό,τι για εμάς είχε πριν ενδιαφέρον.

Σιγά-σιγά ξεχνάμε το ενδιαφέρον, τις όμορφες στιγμές και η ζωή μοιάζει σαν να ήταν πάντα σε καραντίνα.

Είναι σαν πάντα να φοβόμασταν τόσο, σαν πάντα οι φίλοι να ήταν τόσο μακριά, σαν πάντα να μη δίναμε τα χέρια.

Δεν ξέρω αν ποτέ κανείς εκτιμά αληθινά το θάρρος ενός ανθρώπου που παίζει μουσική ή τραγουδάει στον δρόμο.

Κι όμως εκείνη τη στιγμή που σας περιγράφω αυτός ο νεαρός άντρας είχε τη γενναιότητα να τραγουδήσει μέσα σε αυτή τη μαζική, θλιβερή απάθεια της άνοιξης του 2021.

Κανείς δεν στάθηκε να τον ακούσει και όσοι λίγοι έριχναν κέρματα στο καπέλο του απομακρύνονταν βιαστικά. Η φωνή του ήταν σαν κάτι θαμπό μα πολύχρωμο μέσα σε ένα γκρίζο που δεν τελειώνει.