Ένα τσοπανόπουλο με φτερά αετού (πραγματικό παραμύθι).

Από τη μετεμφυλιακή ορεινή Ήπειρο σε πανεπιστήμιο στην Αμερική, και από τον κομμουνισμό στον φιλελευθερισμό και τον αγγλοσαξονικό τρόπο σκέψης.
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
John C Magee via Getty Images

Της Φωτεινής Μαλτέζου

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ψηλό βουνό στην Ήπειρο με έλατα αλλά και πολλά βοσκοτόπια, ζούσε μια οικογένεια με 8 παιδιά,15 γίδια και 30 πρόβατα. Το χωριό τους, το Γιαννιώτι Άρτας, όπως και ολόκληρη η Ήπειρος άργησε να απελευθερωθεί από τους Τούρκους και, όπως ήταν λογικό, οι κάτοικοι τους είχαν δαιμονοποιήσει. «Τούρκε!» φώναζε η βάβω (γιαγιά) στα εγγόνια της όταν ήθελε να τα επιπλήξει.

Τα παιδιά μεγάλωναν ακούγοντας συναρπαστικές ιστορίες από τους γεροντότερους, όπως για κλέφτες και αρματολούς που σκοτώθηκαν σε μπλόκα με τους Τούρκους, αλλά και για τον παλιό κόσμο του Βυζαντίου, τους ακρίτες και την Πόλη. Μα ο κορυφαίος ήρωάς τους ήταν ο Καραϊσκάκης για τον οποίο μιλούσαν ακόμη και οι πέτρες αφού άλλωστε είχε γεννηθεί εκεί!

Ο σκανδαλιάρης και εκ φύσεως περίεργος Δημήτρης, ένα από τα παιδιά της οικογένειας, κατακλυζόταν από δυνατά συναισθήματα με αυτές τις ιστορίες που δεν έπαυαν να τον απασχολούν καθώς βοσκούσε το κοπάδι του. Όμως, και η φύση γύρω του τον γοήτευε. Απολάμβανε το μεγαλείο των βουνών, τα χρώματα και τα αρώματα της φύσης, το πυκνό ελατόδασος, τον ήχο από τα κουδούνια των αιγοπροβάτων, αλλά και το υπερήφανο και αποφασιστικό πέταγμα του αετού. Συχνά άφηνε το βλέμμα του να χαθεί μακριά στον ορίζοντα και έπλαθε ιστορίες για κόσμους μακρινούς.

Παιδικά χρόνια στο χωριό
Παιδικά χρόνια στο χωριό
Από το αρχείο του Δημήτρη Παπακοσμά

Σχολείο δεν υπήρχε στο χωριό και έτσι μετανάστευσε για πρώτη φορά στο χωριό Χώσιανα (σημερινό ‘Φωτεινό’ του Νομού Άρτας), φιλοξενούμενος στο σπίτι μιας συγγενικής οικογένειας, της χήρας θεια-Κώστενας με τα πέντε παιδιά της. Εκεί πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια του δημοτικού σχολείου ζώντας αρμονικά μαζί τους. Το μόνο που σκίαζε την καθημερινότητά του τα χρόνια εκείνα ήταν η αίσθηση ότι τα βράδια κάποιοι ερχόταν έξω από το σπίτι της θειάς και παρακολουθούσαν μη τυχόν και υπάρξει κάποια κίνηση από τους ενοίκους του μέσα στη νύχτα. Τα παιδιά ήξεραν ότι αυτό συνέβαινε λόγω των αριστερών πεποιθήσεων του Βαγγέλη και του Φάνη που ήταν τα μεγαλύτερα αγόρια της οικογένειας, και πρόσεχαν να μην δίνουν αφορμές. Αστυνομία δεν υπήρχε στο χωριό. Υπήρχαν όμως μερικοί ντόπιοι που έπαιζαν ρόλο εθνοφρουρού. Το βράδυ περιπολούσαν οπλισμένοι για να βεβαιωθούν ότι οι άντρες του χωριού ήταν όντως κλεισμένοι στα σπίτια τους και ότι δεν συμμετείχαν σε κάποια νυχτερινή εκστρατεία ανεφοδιασμού των αριστερών ανταρτών που κινούνταν στις παρυφές του χωριού.

Όταν το 1949 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά δημοτικό σχολείο στη Σκουληκαριά, πιο κοντά στο Γιαννιώτι, ο Δημήτρης επέστρεψε στο χωριό του. Αν και έπρεπε να διανύει καθημερινά μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων με τα πόδια για το σχολείο, ενίοτε μέσα από το παγωμένο δάσος, ήταν ευχαριστημένος που στον ελεύθερο χρόνο του μπορούσε να βοηθάει την οικογένειά του με τα ‘ζωντανά’ στο βουνό.

Τόσο η εμπειρία του στα Χώσιανα αλλά και κάποιες συζητήσεις στο σπίτι είχαν ήδη εγγράψει πλευρές μιας πρωτόλειας αριστερής ιδεολογίας στο μυαλό του, που λειτουργούσαν σαν ανοιχτή υπόσχεση δυναμισμού και ως λαχτάρα συμμετοχής σε γεγονότα με δράση!

Όταν μάλιστα έφτασαν οι καθοδηγητές του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΕΠΟΝ) στο χωριό, θεώρησε ότι αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να ακούσει και να μάθει κάτι καινούργιο, κάτι ‘ψαγμένο’ όπως θα λέγαμε σήμερα. Σε μια λάκα (χωράφι) μαζευόταν καμιά δεκαριά παιδιά του χωριού με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο, ενίοτε και μερικοί μεγάλοι θυμάται, για να ακούσουν τα μηνύματα μιας καλά οργανωμένης κομμουνιστικής προπαγάνδας. Έβλεπε με θαυμασμό αυτούς τους μυημένους επισκέπτες - κήρυκες του κομμουνισμού, η δε συμμετοχή του σε τοπικές συναθροίσεις και εκδηλώσεις τον έκανε να νοιώθει ‘ψαγμένος’ και ο ίδιος.

Που να φανταζόταν ότι μόλις λίγους μήνες μετά, τον περίμενε μια νέας μορφής αντι-κατήχηση, που σκοπό είχε την «αναμόρφωσιν» των ανηλίκων ανταρτών» ή και των συμπαθούντων απλώς εφήβων. Τον Αύγουστο του 1950, το παιδί από το Γιαννιώτι με το κοντό παντελονάκι και ένα σακούλι με λίγο ψωμί στον ώμο, πέρασε πόρτα - πόρτα από όλα τα σπίτια του χωριού αποχαιρετώντας τους συντοπίτες του. «Φεύγω, πάω στη Λέρο» τους έλεγε. Εκεί βρισκόταν οι λεγόμενες βασιλικές τεχνικές σχολές Λέρου, το μόνο που γνώριζε.

Εκείνη τη στιγμή προφανώς δεν είχε συνειδητοποιήσει τις προκλήσεις που ανοιγόταν μπροστά του στον μεγάλο δρόμο της ζωής. Έβλεπε μόνο ένα μικρό σκέλος, αρχικά αυτό του ταξιδιού του μέχρι τα Γιάννενα όπου τον περίμενε ο άνθρωπος που θα γινόταν ο πρώτος ανυστερόβουλος μέντοράς του. Ήταν ο πρόεδρος πρωτοδικών Ιωαννίνων, ο σπουδαίος, ευφυής και αυτοδημιούργητος Κωνσταντίνος Ζαχαρής, στο σπίτι του οποίου δούλευε ως οικιακή βοηθός η αδερφή του Δημήτρη. Αυτός, πριν τον βάλει στο λεωφορείο για την Αθήνα, του έδωσε μερικές σημαντικές συμβουλές και του υπέδειξε να διαλέξει κατεύθυνση ηλεκτρολόγου. Ο Δημήτρης συμφώνησε παρότι δεν ήξερε τι σημαίνει ηλεκτρολόγος, αφού δεν υπήρχε καν ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό.

Στην Αθήνα λοιπόν, παιδιά από πολλά χωριά της Ελλάδας συγκεντρώθηκαν στον Πύργο της Βασιλίσσης για να χωριστούν ανά ειδικότητα πριν αναχωρήσουν για τις τεχνικές σχολές Λέρου. Τον Δημήτρη προσπάθησαν να τον πείσουν να γίνει ξυλουργός. Αυτός, πιστός στις συμβουλές του μέντορά του στήλωσε τα πόδια, είπε ότι θέλει να γίνει ηλεκτρολόγος και στο τέλος πέρασε το δικό του.

Στο μακρύ ταξίδι για τη Λέρο με το πολεμικό πλοίο ’Μαχητής’, σαπιοκάραβο κατά τα άλλα, έπεσαν σε φουρτούνα και αναγκάστηκαν να δέσουν και σε προηγούμενο λιμάνι με αποτέλεσμα το ταξίδι να διαρκέσει 36 ώρες. Χλωμό από το φόβο και την ταλαιπωρία έφτασε στη Λέρο το καημένο το Ηπειρωτόπουλο. Τι ήταν αυτά τα πελώρια κύματα που ορμούσαν να καταπιούν το καράβι μαζί με το πλήρωμα και τα παιδιά! Τα περισσότερα, όπως και ο Δημήτρης που προερχόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα, ούτε φανταζόταν ότι θα περνούσαν τέτοιες τρομάρες.

″Βασιλικαί Τεχνικαί Σχολαί Λέρου”

.
.
.

Σίγουρα η πινακίδα αυτή στην πρόσοψη των σχολών είναι χαραγμένη με έντονα γράμματα και στη μνήμη του 88χρονου σήμερα Δημήτρη Παπακοσμά.

Αυτές οι παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Ιταλών άνοιξαν το 1948, αρχικά για να στεγάσουν ανήλικους μαχητές του δημοκρατικού στρατού. Σταδιακά φιλοξενούσαν και άλλα παιδιά άπορων οικογενειών που ήθελαν απλά να μάθουν μια τέχνη, με τον αριθμό τους να ξεπερνάει τα 1200. Με αυτές τις δεύτερες φουρνιές κατάφερε να φτάσει οικειοθελώς στη Λέρο και ο Δημήτρης, βοηθούντος και του κυρίου Ζαχαρή.

Ομολογουμένως, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Δημήτρης αισθάνθηκε να σφίγγεται κάπως το στομάχι του στο πλαίσιο ενός επαναλαμβανόμενου «εθνικού λουτρού». Ο ίδιος εντούτοις θεωρεί σήμερα ότι δεν επρόκειτο περί ωμής προπαγάνδας. Μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο Κομμουνισμός αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του ατόμου, αφού δεν δέχεται την προσωπική ιδιοκτησία, έφτασε να το ενστερνιστεί και ο ίδιος αργότερα όταν εντάχθηκε στο αστικό σύστημα.

Στο νέο περιβάλλον της Λέρου βρήκε γρήγορα τα πατήματά του. Ενώ ξεκίνησε τη σχολή του ηλεκτρολόγου παράλληλα έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην πρώτη τάξη του γυμνασίου Λέρου. Τελειώνοντας τον πρώτο χρόνο κανονικά θα έπρεπε μα επιστρέψει στο χωριό του ως διπλωματούχος ηλεκτρολόγος πλέον! Όλοι όμως οι καθηγητές έβλεπαν με συμπάθεια την πρόοδό του και τον υποστήριξαν να παραμείνει για να τελειώσει το γυμνάσιο. Ο Κωνσταντίνος Ζαχαρής, συνέχισε να του γράφει και να του δίνει συμβουλές σε όλη την διάρκεια των έξι ετών στη Λέρο. Ο Δημήτρης όταν έπαιρνε το γράμμα στα χέρια του ρουφούσε την κάθε του λέξη πριν γράψει μια απάντηση ο ίδιος.

Στην ερώτηση «πως ήταν να περιμένεις ένα γράμμα τότε»;

o Δημήτρης Παπακοσμάς σχολιάζει:

«Το γράμμα τότε μπορεί να αργούσε λίγο να φτάσει αλλά συνιστούσε μια ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Καμία σχέση με τις σημερινές online φευγαλέες συνομιλίες στα ψηφιακά μέσα. Αλλά και στις σχέσεις μας με φίλους και δασκάλους, που ήταν εξ’ ορισμού offline, δίναμε ιδιαίτερη βαρύτητα “time well spent”, θέλοντας να τους ακούσουμε και να ακουστούμε. Σήμερα το online όλο και περισσότερο ροκανίζει το offline..

Από τα χρόνια των σπουδών στη Λέρο
Από τα χρόνια των σπουδών στη Λέρο
Από το αρχείο του Δημήτρη Παπακοσμά

Ο Δημήτρης στη Λέρο έκανε ενδιαφέρουσες συζητήσεις και απέκτησε και νέους μέντορες, όπως τον γυμνασιάρχη Ζαΐρη, έναν φωτισμένο άνθρωπο, τον καθηγητή μαθηματικών Μελλά και τον φιλόλογο Σεραφετινίδη.

Στον ελεύθερο χρόνο συμμετείχε επίσης σε μια σειρά από δραστηριότητες και εργασίες. Έκανε μαθήματα κατηχητικού στα μικρότερα παιδιά την Κυριακή, έγινε διανομέας του χριστιανικού περιοδικού «Η ζωή του παιδιού» σε όλες τις σχολές της Λέρου, αλλά και βοηθός αποθηκάριου το Καλοκαίρι όταν έκλεινε το σχολείο. Κάποια στιγμή μάλιστα κατάφερε να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή. Φωτογραφίζοντας τα άλλα παιδιά σε ποικίλες εκδηλώσεις και εκδρομές στο νησί κέρδιζε λίγα χρήματα και σιγά–σιγά έφτειαξε ένα μικρό κομπόδεμα. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσει τη Λέρο και να δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο είχε συγκεντρώσει, όχι μόνο μια σειρά από πρωτιές, αλλά και το ποσό που χρειαζόταν για να παρακολουθήσει καλοκαιρινά μαθήματα στο φροντιστήριο Γκιζελή στην Αθήνα για εισαγωγή στην ΑΣΟΕΕ, θυμάται χαρακτηριστικά.

Φοιτητής στην Αθήνα πλέον, επισκέπτεται τους γονείς του το Καλοκαίρι στο Γιαννιώτι.
Φοιτητής στην Αθήνα πλέον, επισκέπτεται τους γονείς του το Καλοκαίρι στο Γιαννιώτι.
Από το αρχείο του Δημήτρη Παπακοσμά

Πάντως κάποια ψήγματα κομμουνιστικής ιδεολογίας υπήρχαν ακόμη μέσα του. Ως αριστούχος φοιτητής στην Ανωτάτη Εμπορική συνέχισε να υποστηρίζει τους συμφοιτητές του, που είχαν αριστερή πολιτική δράση, όταν αισθανόταν ότι διωκόταν άδικα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει και ό ίδιος ‘φάκελο’ στην Αστυνομία.

Κάποτε (μισό αιώνα πριν) στην Αμερική

Ο επόμενος σταθμός (1968) ήταν το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. Είχε ήδη γίνει δεκτός και εκκρεμούσε η έκδοση βίζας από την Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση την οποία ο ίδιος ερμήνευσε ότι οφειλόταν στο φακέλωμα της αστυνομίας. Εντούτοις, οι συστατικές επιστολές και οι μαρτυρίες ανθρώπων κύρους (παλιοί και νέοι μέντορες) της Αθηναϊκής Κοινωνίας παρέκαμψαν γρήγορα τα όποια εμπόδια και άνοιξε ο δρόμος για την Αμερική.

Οι μεταπτυχιακές σπουδές (Managerial Economics and decision making) του άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο γνώσεων και εμπειριών. Με την υποτροφία που έλαβε από το Πανεπιστήμιο αισθάνθηκε ότι πατάει στα πόδια του και μπορεί να ακολουθήσει όλα τα στάδια κατάρτισης και εξειδίκευσής του. Ο νέος Αγγλοσαξονικός τρόπος σκέψης και λειτουργίας τον εντυπωσίασε και άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο σημαντική είναι η ελευθερία στην ανάπτυξη του ατόμου.

Στην Αμερική με τη σκέψη πάντα στην Ελλάδα
Στην Αμερική με τη σκέψη πάντα στην Ελλάδα
Από το αρχείο του Δημήτρη Παπακοσμά

Τον εντυπωσίασε επίσης το γεγονός ότι η Αμερικανική κοινωνία είναι μυημένη στον εθελοντισμό και την αλληλοβοήθεια. Χαρακτηριστική περίπτωση θυμάται ήταν οι οικογένειες που ερχόταν σε επαφή με το πανεπιστήμιο για να προσκαλέσουν στο σπίτι τους φοιτητές από ξένες χώρες. Κάποτε, όταν είχε πρωτοπάει στην Αμερική, προσκλήθηκε και ο ίδιος σε γεύμα με γαλοπούλα στο σπίτι μιας Αμερικανικής οικογένειας την ημέρα των Ευχαριστιών (Thanks giving). Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο η γαλοπούλα εμπίπτει στις προτιμήσεις των Ελλήνων και αν την τρώμε, εκείνος εξέλαβε το turkey (γαλοπούλα) ως Turkey, ή Turks (Τουρκία ή Τούρκοι) και απάντησε: «Τους μισούμε ..αλλά δεν τους τρώμε κιόλας!».

Ο πόλεμος στο Βιετνάμ κυριαρχούσε στις ειδήσεις και ο ίδιος παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον το ρόλο της Αμερικής που ήθελε να επιβάλει μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Όμως, όταν έκανε τη σύγκριση για το ρόλο των δυο υπερδυνάμεων, κάπου διέκρινε την ευελιξία στη στρατηγική της Αμερικής έναντι της άκαμπτης στρατηγικής της Ρωσίας. Έβλεπε ότι η Αμερική μπορούσε να επιμένει, να αναθεωρεί ή να υποχωρεί από στόχους δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στον ρόλο της κοινής γνώμης.

Τελετή απονομής Μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας
Τελετή απονομής Μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας
Από το αρχείο του Δημήτρη Παπακοσμά

Στην Αμερική ο Δημήτρης Παπακοσμάς γνώρισε από κοντά μια νέα κοινωνικοπολιτική και εργασιακή κουλτούρα με εντυπωσιακές τεχνολογίες αιχμής. Η πρώτη του δουλειά, στην εταιρία Arthur D. Little, είχε σχέση με την αυτοματοποίηση της εργασίας και την οργάνωση ενός εύρους εταιρικών και βιομηχανικών κλάδων. Μια εξαιρετική ομάδα από την ίδια εταιρία, ανάμεσά τους και ο ίδιος αφότου επέστρεψε στην Ελλάδα, προώθησε τη μηχανογράφηση στις μεγάλες Ελληνικές Τράπεζες (σε 30 καταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας, Εθνική Τράπεζα, και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο που ως τότε είχε μόνο χειρόγραφο σύστημα με καρτέλες), όπως και σε μεγάλες εταιρίες όπως Παπαστράτος, Τιτάνας κλπ.

Η κοινή γνώμη, το δέντρο και το δάσος

Ο Δημήτρης Παπακοσμάς μεγαλώνοντας δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητάει μικρές και μεγάλες αλήθειες, μέσα από προσωπικές εμπειρίες, δημοκρατικές πεποιθήσεις και συνεχή ενημέρωση.

Καθώς θεωρεί ότι ο ρόλος της κοινής γνώμης είναι πολύ σημαντικός, με λύπη διαπιστώνει σήμερα ότι πολλοί συμπολίτες μας έχουν μάλλον παθητική στάση απέναντι στο σημαντικό ζήτημα της κλιματικής αλλαγής:

«Η κοινή γνώμη σωστά ασχολείται με τρέχοντα ζητήματα όπως η πανδημία, οι οικονομικές δυσκολίες και ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως τείνει να θυμάται την κλιματική κρίση μόνο όταν συμβαίνουν ακραία καιρικά φαινόμενα. Αυτός ο κοντόφθαλμος τρόπος σκέψης πάει πίσω στον πρωτόγονο άνθρωπο που κυνηγούσε για να επιβιώσει εδώ και τώρα. Με άλλα λόγια, ‘βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος’. Η σωστή εκπαίδευση είναι απαραίτητη ώστε όλοι να αποκτήσουν σαφή αντίληψη του φαινομένου. Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αντιστραφεί μέσα από ανθρωπογενείς λύσεις».

Το κασελάκι με τις αναμνήσεις: Γιαννιώτι, Λέρος, Αθήνα, Αμερική, Γερμανία ..
Το κασελάκι με τις αναμνήσεις: Γιαννιώτι, Λέρος, Αθήνα, Αμερική, Γερμανία ..
Φωτεινή Μαλτέζου

Δεν παραλείπει επίσης να τονίσει:

«Τα δασικά οικοσυστήματα είναι μια φυσική ασπίδα σε αυτόν τον ‘πόλεμο’. Το Φυσικό Κεφάλαιο, όπως το χρηματοοικονομικό, δίνει μερίσματα με τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, τον έλεγχο των ασθενειών κλπ., αλλά δυστυχώς στις μέρες μας έχουμε αρχίσει να ροκανίζουμε το ίδιο το Κεφάλαιο.

Είχα τη χαρά να απολαύσω σαν παιδί το δάσος που περιβάλει το χωριό μου στην πιο παρθένα του μορφή. Όταν θέλω να χαλαρώσω ξαναγυρίζω με τη σκέψη μου εκεί. Εύχομαι να διατηρηθεί για πάντα ανέγγιχτο, ώστε και οι επόμενες γενιές να απολαμβάνουν τις ευεργετικές του ιδιότητες. Θα είναι πολύ λυπηρό αν φτάσουμε κάποτε σε σημείο να λέμε παραμύθια του τύπου: Μια φορά και έναν καιρό εκεί υπήρχε ένα πυκνό δάσος..».

Δημοφιλή