Αν υπάρχει ένα πλοίο που εκτελούσε την γραμμή στο Νότιο Αιγαίο και αγαπήθηκε ενώ ταυτόχρονα μισήθηκε περισσότερο από όλα, αυτό δεν είναι άλλο από το ΑΝΔΡΟΣ.
Όλα τα πλοία, ειδικά εκείνα της ακτοπλοΐας, αφήνουν το χνάρι τους στα λιμάνια των νησιών, κάποια τα βαφτίζουν καλοτάξιδα κι άλλα φαίνονται κάπως πιο στριφνά, δυσκίνητα και δύστροπα, αφού, ξύλα και σίδερα, εκτός από τις θάλασσες και τα στενά κι ανάποδα λιμάνια, παίρνουν τα χούγια των εφοπλιστών, του καπετάνιου και του πληρώματος που τα κυβερνά.
Συνηθίζουμε λοιπόν να μνημονεύουν κάποια πλεούμενα όταν αυτά έχουν χαθεί βίαια και νωρίς. Κι όμως, για εκείνα που τα κατάφεραν, σκάρωσαν πελώρια γεφύρια κι ένωσαν απίθανα μακρινές στεριές, κάποτε φθάνει μια στιγμή που το κορμί τους, λες κι ήταν καμωμένο από μαλακές ανθρώπινες σάρκες, σταφιδιάζει, γεμίζει από σημάδια και πληγές.
Τότε λοιπόν αυτά τα πλοία τραβούν όρθια για τον πιο άδοξο θάνατο, την πιο σκληρή ευθανασία. Το ΑΝΔΡΟΣ είναι από εκείνα τα βαπόρια που είχαν νικήσει το χρόνο, μα έπρεπε να τα άφηναν ζωντανό να μας χαζεύει, να μας κοροϊδεύει από μια άκρη του πειραιώτικου λιμανιού.
Δούλεψε 57 χρόνια, γνώρισε ένα νταμάρι δυσκολίες, έζησε αναποδιές, αλλά στάθηκε άξια, σα να ταν παλικάρι κι όμως στις αρχές της δεκαετίας 1960 του είπαν πως γέρασε, ξόφλησε, πως δεν κάνει πια για μπάρκα κι έτσι οδηγήθηκε για κόψιμο και καταστροφή.
Από την αρχή του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα τουλάχιστον 50 βαπόρια της ακτοπλοίας έχουν πραγματοποιήσει από ένα δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της κασοκαρπαθίας. Πρόκειται για μικρά και μεγάλα πλοία που κάποτε ξεκινούσαν από τη Σμύρνη, τη Γένοβα ή το Μπάρι, αυτά για τις γραμμές των ιταλικών πλοίων και βέβαια από τη Ρόδο και τον Πειραιά. Μαζί με αυτά άλλα τόσα θαρραλέα μικρά ξύλινα πλεούμενα, καΐκια με πανί ή έφτανε μια μικρούλα μηχανή, φόρτωναν κόσμο ανακατεμένο με εμπορεύματα κι έκαναν αμέτρητα δρομολόγια από νησί σε νησί.
Το ΑΝΔΡΟΣ, του εφοπλιστή Νικολάου Διαπούλη, μπήκε στη γραμμή όταν η Κάρπαθος πάλευε να αναστηθεί. Είχε περάσει μόλις μια πενταετία από την ενσωμάτωση, οι μόνιμοι κάτοικοι ίσα που ξεπερνούσαν τις 7.000 ψυχές κι ακόμη μετρούσαν τις πληγές από τον πόλεμο, έβλεπαν στον ύπνο τους κουρσάρους και κατακτητές.
Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό, ούτε δίκτυο ύδρευσης, η επικοινωνία με τον έξω κόσμο γινόταν μόνο με ταχυδρομικές επιστολές, στα δύσκολα δούλευε ο τηλέγραφος, ακόμη και τα ραδιόφωνα ήθελαν γραπτή άδεια από την αστυνομία για ν’ ανάψουν!
Η κατασκευή του λιμανιού ήταν η πρώτη άμεση ανάγκη, ενώ κάποιοι, αληθινά τολμηροί, έκαναν λόγο για την επιδιόρθωση του κατεστραμμένου στρατιωτικού αεροδρομίου, στην περιοχή του Αφιάρτη.
Εκείνα τα χρόνια η ισχυρότατη παροικία των Καρπαθιών της Αττικής, κυρίως μέσω των τοπικών συλλόγων, πάλευε για να πετύχει τη σταθερή ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Προπολεμικά πλοία όπως το ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ, το ΚΑΣΟΣ, το ΙΟΝΙΟ, το ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ, το ΥΔΡΑ, το ΚΥΚΛΑΔΕΣ και το ΕΛΣΗ, εκτελούσαν όπως-όπως τη γραμμή, το ταξίδι αρκετές φορές ξεπερνούσε τις 50 ώρες και το κυριότερο δεν υπήρχε συνέπεια, ούτε συνέχεια. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Ανδριώτης εφοπλιστής Νικόλαος Διαπούλης και στο τέλος του Αυγούστου 1953 το ΑΝΔΡΟΣ ξεκίνησε τα ταξίδια.
Ο Διαπούλης, όπως και αρκετοί ακόμη ακτοπλόοι εκείνης της εποχής, δίκαια πρέπει να χαρακτηριστούν πρωτοπόροι αγωνιστές του Αιγαίου. Σκέφτηκαν έξυπνα και δούλεψαν μεθοδικά, αγόρασαν παλιές βρετανικές θαλαμηγούς ή ταλαίπωρα πολεμικά πλοία και τα μετασκεύασαν σε επιβατηγά. Με αυτόν τον τρόπο στην ουσία άνοιξαν το δρόμο στα νησιά που πνίγονταν στην μεταπολεμική φτώχεια και την απομόνωση.
Το ΑΝΔΡΟΣ ήταν μια όμορφη θαλαμηγός που ναυπηγήθηκε το 1908 στα ναυπηγεία Camper & Nicholsons. Ο πρώτος ιδιοκτήτης της, ο Γάλλος Δούκας De Velancay, την ονόμασε SAGITTA (δλδ Σαΐτα, το βέλος στα λατινικά) και με αυτή γύρισε όλο τον κόσμο. Μάλιστα στις γαλλικές εφημερίδες της εποχής αναφέρεται συχνά η ξεχωριστή ομορφιά της ΣΑΙΤΑΣ του Δούκα. Υπήρξαν βέβαια και ζόρικες στιγμές, όπως την πρωταπριλιά του 1913, ενώ η SAGITTA ταξίδευε τους εκλεκτούς καλεσμένους, όταν κάπου έξω από τη Σιγκαπούρη σκαρφάλωσε σε έναν ύφαλο, ένα επεισόδιο που γρήγορα ξεχάστηκε.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1948, αγορασμένο από τους εφοπλιστές Ι. Τόγια και τον Ε. Τσέπα και αρχικά ονομάστηκε ΣΟΦΙΑ ΤΟΓΙΑ.
Λίγο αργότερα η ιδιοκτησία πέρασε στον Αιγυπτιώτη Τσέπα, τότε το πλοίο έγινε το ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΣΕΠΑ. Και το 1950 το πλοίο αγοράστηκε από τον Νικόλαο Διαπούλη και από τότε έγινε το γνωστό μας ΑΝΔΡΟΣ.
Αγέρωχο και επιβλητικό σκαρί, από μακριά ξεχώριζε η κάθετη πλώρη του, είχε μήκος 60 μέτρων, με μια προπέλα και παλινδρομική ατμομηχανή, έλεγαν πως δεν ήταν εύκολο, αλλά στον καπετάνιο του, τον Αλέξανδρο Παππά φαίνεται πως έκανε όλα τα χατήρια.
Στην αρχή ήταν βαμμένο μαύρο, εύκολα ξεχώριζε η κίτρινη τσιμινιέρα με το μεγάλο γράμμα Δ (Διαπούλης) στο κέντρο της. Το ΑΝΔΡΟΣ κυριολεκτικά όργωσε τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τα Επτάνησα, μάλιστα το 1953, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η βοήθεια του στους σεισμοπαθείς της Ζακύνθου κι αυτή ήταν η αιτία να αγαπηθεί από τους ντόπιους.
Φθινόπωρο 1953, επιτέλους υπήρξε συμφωνία, κάθε Δευτέρα θα αναχωρούσε για Δωδεκάνησα (Αστυπάλαια, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Σύμη, Ρόδο, Κάρπαθο και Κάσο) το πλοίο θα προσέγγιζε την Κάρπαθο μια φορά κάθε 15 μέρες και σύμφωνα με τη σύμβαση, που υπογράφηκε με το υπουργείο Εμπ. Ναυτιλίας, ο Διαπούλης θα εισέπραττε 25.000 δραχμές για κάθε δρομολόγιο.
Ανδριώτης ο πλοιοκτήτης, γνώριζε πολύ καλά τους καημούς και τις φουρτούνες των Καρπάθιων. Η πρώτη του κίνηση ήταν να θεσπίσει τρία δωρεάν εισιτήρια σε άπορους Καρπάθιους σε κάθε δρομολόγιο! Και δεν ήταν μόνον αυτό, ασχολήθηκε πολύ προσεκτικά με τους χρόνους του δρομολογίου, πάλεψε για την ακρίβεια αναχώρησης από τον Πειραιά.
Εννιά χειμώνες κι άλλα τόσα καλοκαίρια το ΑΝΔΡΟΣ θα εξυπηρετήσει τη γραμμή Κάσου-Καρπάθου, ακούραστο, φιλικό κι άλλο τόσο μαχητικό, πολλές φορές έμπαινε στο ακόμη ανύπαρκτο λιμάνι.
Το πλοίο ξεκινούσε κάθε Δευτέρα στις 12.00, μπορεί να υπήρχαν αρκετές στάσεις και οι 40 ώρες να γίνονταν ανυπόφορες, να κούραζαν τους ταξιδιώτες, όμως ο σοφός καπετάνιος Αλέξανδρος Παππάς, σπάνια άφηνε λιμάνι από κακοκαιρία, ακόμη κι όταν το ακρομώλιο πνιγόταν στη θάλασσα, εκείνος διάλεγε ένα κοντινό απάγκιο, έπαιρνε ρίσκο και ξεφόρτωνε σε βάρκες τους επιβάτες. Αυτό ήταν που μετρούσε πιο πολύ από όλα, γιατί τότε δεν έφτανε να ανέβεις στο πλοίο, μα και να κατέβεις στον προορισμό σου.
Όμως δεν έμεινε στη μνήμη για όλα ετούτα τα καλά, ούτε καν για τη λάτζα, το πλεούμενο που χάρισε ο Νικ. Διαπούλης για να βοηθήσει τους Καρπάθιους, ούτε για τις προσπάθειες του να κόψει λιμάνια και να μειώσει το χρόνο του δρομολογίου.
Αμφιβάλλω αν κάποιος θυμάται το επεισόδιο μιας Παρασκευής, στις 6/5/1955, όταν ερχόμενο από Δωδεκάνησα, με 170 επιβάτες, προσάραξε λόγω ομίχλης στη νησίδα Φλέβες. Ακόμη μια φορά, ήταν Φλεβάρης του 1957, στη μέση μιας πολύ άσχημης θαλασσοταραχής ο καπετάνιος του ΑΝΔΡΟΣ δεν κατάφερε να πιάσει το λιμάνι της Κάσου και τράβηξε για τη Ρόδο. Οι 16 επιβάτες, που είχαν προορισμό το νησί, διαμαρτυρήθηκαν και πρότειναν να τους αφήσει σε ένα κοντινό ερημονήσι (μόλις 2 χλμ. βορείως της Κάσου), πάνω στα Αρμάθια. Νησάκι πλούσιο σε κοιτάσματα γύψου, ενώ στην απογραφή του 1951 καταγράφηκαν 8 κάτοικοι!
Η κακοκαιρία δεν έλεγε να κόψει και έτσι η είδηση για τους οκτώ πεινασμένους ναυαγούς έκανε το γύρο της Ελλάδας, μέχρι που ένα πολεμικό αεροπλάνο πέταξε πάνω από τα Αρμάθια και τους άφησε τρόφιμα!
Όλα αυτά είναι πρόχειρες κοντές μνήμες, που οι επόμενες γενιές τις σβήνουν στα βιαστικά.
Όμως το ΑΝΔΡΟΣ συνέπεσε με την περίοδο της μεταπολεμικής εξόδου των Καρπαθιών.
Το μεταναστευτικό́ ρεύμα είχε ξεκινήσει πολύ πριν τον πόλεμο, με την Αίγυπτο, την Αβησσυνία, το Σουδάν, την Περσία, αλλά και την Αμερική να είναι από τις πρώτες επιλογές. Μετά την ενσωμάτωση, μέσα στη δεκαετία του 1950, άνοιξαν και πάλι οι πόρτες της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας, έτσι ένα σημαντικό ποσοστό, ειδικά νέων ανδρών, που έβλεπαν ότι το μέλλον στο νησί δεν θα ήταν εύκολο, διάλεξαν να φύγουν και να παλέψουν για το ριζικό τους.
Με τη σταθερή παρουσία και τη συνέπεια αυτό το πλοίο δέθηκε με την έννοια του θαλάσσιου δρόμου. Ήταν εκεί, με μπουνάτσα ή φουρτούνα, ακόμη κι όταν αργούσε είχε έναν σοβαρό λόγο και στους νησιώτες είναι γνωστό ότι μόλις επιβιβαστείς ξεχνάς τις στεριανές ταλαιπωρίες. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, για πρώτη φορά έπαψε να είναι θέμα η μετακίνηση προς τον Πειραιά.
Όταν έφτανε καλοκαίρι και το ΑΝΔΡΟΣ έμπαινε στο λιμάνι των Πηγαδιών στηνόταν ένα μικρό πανηγύρι, με κάθε δρομολόγιο έφερνε κι από μια παρέα μεταναστών, μα τότε το πλοίο ήταν σίγουρα ευλογημένο. Λίγους μήνες αργότερα, στα πρώτα δρομολόγια του Σεπτέμβρη, η έξοδος γινόταν βαριά, ήταν η εποχή του αποχωρισμού.
Το ΑΝΔΡΟΣ σήκωνε αγόγγυστα κι αυτό το πικρό φορτίο, έπαιρνε τους αγαπημένους μακριά κι όσοι έμεναν πίσω, δεμένοι πάνω στη στεριά, κρατούσαν σα φυλαχτό την εικόνα του, καθώς εκείνο ξεμάκραινε και το κατάπινε ο ορίζοντας. Η πρώτη κι η τελευταία ματιά στη θάλασσα, αυτή ήταν που δίπλωνε βαθιά μέσα στη μνήμη, ήταν αυτό το πλοίο και μια ανείπωτη προσμονή, αυτό που λέμε λαχτάρα, να ξανάρθει, φορτωμένο με ψυχές κι αν είναι δυνατόν, να φέρει πίσω τα χαμένα χρόνια!
Τον Οκτώβριο του 1961 πραγματοποίησε το τελευταίο δρομολόγιο για την Κάρπαθο, μόλις λίγους μήνες νωρίτερα ο μώλος είχε επεκταθεί κατά 24 μέτρα κι νησιώτες καμάρωναν για το νέο λιμάνι. Το ΑΝΔΡΟΣ ανεβοκατέβασε επιβάτες κι ύστερα έκαμε τρεις αργούς κύκλους γύρω από το Δεσποτικό, μια μικρή βραχονησίδα, ενώ η μπουρού του δε σταματούσε να σφυρά και να αποχαιρετά το τόπο και τους ανθρώπους που τόσο φιλότιμα υπηρέτησε.