1. Εμείς και τα Μνημόνια
Οι πανηγυρικοί λόγοι για την επικείμενη λήξη των Μνημονίων και παράλληλα η έντονη κριτική της Αντιπολίτευσης για την Συμφωνία της 21.06.2018, προκαλούν κατ’ αρχήν μια απορία: πώς είναι δυνατόν να απουσιάζει μια κοινά αποδεκτή ανάγνωση συγκεκριμένων γεγονότων, και συνεπώς, συγκλίνουσες προβλέψεις για το μέλλον;
Η εξέταση του ερωτήματος δεν αποτελεί θεωρητικό εγχείρημα, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την κατανόηση του παρόντος και την διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων για το μέλλον.
2. Ιστορικό μιας αποτυχημένης διαχείρισης
Η υπογραφή των Μνημονίων ανέδειξε τις χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού σκηνικού και ήρθε σε συνέχεια της οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής παρακμιακής πορείας αρκετών δεκαετιών. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι από το 1980 έως το 2000, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε από το 28,6% στο 106,2% του ΑΕΠ, ενώ η ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του Ευρώ, την 01.01.2001, έγινε χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι προοπτικές μιας ισχυρής και ανταγωνιστικής οικονομίας. Αντίθετα, ο υψηλός πληθωρισμός, η απουσία επενδύσεων και η μη αύξηση της παραγωγικότητας υπονόμευσαν περαιτέρω την πορεία της οικονομίας. Η (κατά δήλωση του Γ. Παπανδρέου) πίεση από τους άλλους Πρωθυπουργούς, να αποφασίσει εντός 10 λεπτών την υπογραφή Μνημονίου, προκειμένου να «μην έχουμε πανωλεθρία στην παγκόσμια οικονομία», σηματοδοτεί το τέλος της αθωότητας και την αρχή μιας νέας εποχής εντεινόμενων δυσκολιών, που συνδέονται με την επιβολή και εφαρμογή των Μνημονίων.
Αντιπαρερχόμενοι τον πειρασμό μιας αναλυτικής εξιστόρησης των γεγονότων που ακολούθησαν (που εξάλλου είναι αρκετά γνωστά), επιγραμματικά σημειώνουμε την κατάρτιση της Προκαταρκτικής Έκθεσης της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους της Ελληνικής Βουλής, αλλά και της συμπληρωματικής Έκθεσης, που αναφερόταν στο τρίτο Μνημόνιο.
Αν και το σκεπτικό των παραπάνω Εκθέσεων είναι συγκροτημένο και συνεκτικό (συνοπτικά, «Η Ελλάδα έχει δικαίωμα να ζήσει»), η διαχείριση του όλου θέματος έγινε χωρίς ρεαλισμό και πολιτική οξυδέρκεια, αφού αγνοήθηκαν σημαντικές παράμετροί του. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η προοπτική μονομερούς κατάργησης των Συμφωνιών ή και σημαντικής απομείωσης του Δημόσιου χρέους φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα διεκδίκησης μιας καλύτερης Συμφωνίας από αυτήν της 21.06.2018 και αν ναι, πώς και από ποιους μπορεί να κινηθεί μια τέτοια διαδικασία;
3. Οι όροι της μετα-μνημονιακής Συμφωνίας
Ας ξεκινήσουμε από την εξέταση αυτής καθαυτής της Συμφωνίας, όπως αποτυπώθηκε στο σχετικό Ανακοινωθέν, διερευνώντας κατά πόσο αυτή εγγυάται ένα βιώσιμο μέλλον για την Ελλάδα.
Το βασικότερο σημείο της κριτικής εστιάζεται στην ανάγκη τήρησης υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% από το 2023 μέχρι το 2060. Προβληματισμοί, σε ότι αφορά την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, επισημάνθηκαν εκτενώς από την αντιπολίτευση, από διεθνείς Τράπεζες, ακόμα και από το ΔΝΤ, ενώ η σχετική Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας προτιμά να εστιαστεί στην (εκτιμώμενη ως θετική) βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Άλλες Εκθέσεις, όπως του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), παρουσιάζουν τις δυσκολίες για μια ουσιαστική ανάπτυξη για την Ελλάδα, που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση και για την βραχυπρόθεσμη τήρηση των όρων του Μνημονίου.
Οι υποστηρικτές της Συμφωνίας θεωρούν ότι οι όροι της ήταν το βέλτιστο που θα μπορούσε να υπερψηφίσει η Γερμανική Βουλή. Το ερώτημα όμως είναι αν αυτό αρκεί, αφού η «κανονικότητα» στην οποία παραπέμπει η Συμφωνία, μάλλον αφορά την μη απότομη και δραματική επιδείνωση ενός δυσμενούς παρόντος, παρά την διασφάλιση των όρων ενός καλύτερου μέλλοντος.
4. Η (όχι εντελώς απρόβλεπτη) Ελληνική και διεθνής οικονομία
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τους παράγοντες, που αναμένεται να επηρεάσουν την Ελληνική και την παγκόσμια οικονομία, τόσο στο προσεχές, όσο και στο απώτερο μέλλον:
- το τελευταίο διάστημα, σημάδια ανησυχίας ή και επιδείνωσης παρουσιάζονται στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου (ΗΠΑ εναντίον Κίνας και Ευρωπαϊκής Ένωσης), με τις μικρότερες, εξαρτημένες και περισσότερο εκτεθειμένες οικονομίες, να αναμένεται να πληγούν περισσότερο.
- η τάση αύξησης, στις παγκόσμιες αγορές, των επιτοκίων των Τραπεζών αλλά και των ομολόγων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (παράλληλα με τις εξελίξεις στην γειτονική Ιταλία) αλλά και η συνεχιζόμενη άνοδος της τιμής του πετρελαίου αναμένεται να έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά αλλά και την τσέπη των πολιτών της Ελλάδας, μιας χώρας που επιβαρύνεται με δυσβάστακτα τοκοχρεωλύσια και θα χρειαστεί ακόμα πολλά χρόνια μέχρις ότου ανακαλύψει και αναπτύξει τα δικά της κοιτάσματα υδρογονανθράκων.
- οι αρνητικές προοπτικές από το δημογραφικό, λόγω της μείωσης των γεννήσεων και της μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό, από το προσφυγικό, όπου κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα εκατομμύρια που αφειδώς διατίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συχνά σε λάθος τσέπες, αλλά και από την επιθετική πολιτική της Τουρκίας, που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αύξηση των αμυντικών δαπανών, δεδομένου ότι η αλληλεγγύη της Ε.Ε. δεν καλύπτει …δανεισμό στρατιωτικών δυνάμεων σε περίπτωση κρίσης, αργά ή γρήγορα αναμένεται να επηρεάσουν την εκπλήρωση των πιο πάνω (υπερ)αισιόδοξων στόχων για τα πλεονάσματα.
Μικρό σωσίβιο στα πιο πάνω, αποτελεί το όριο του 15% του ΑΕΠ που θα αποδίδεται στην εξυπηρέτηση των δανείων (GFN), το (θεωρητικό) ενδεχόμενο ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η προοπτική επανεξέτασης της κατάστασης το 2032 ή εφόσον παρουσιαστεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας προκύπτουν από τα δεδομένα για τις κατασχέσεις, την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και την μη αξιοποίηση Ευρωπαϊκών πόρων, λόγω μη δυνατότητας ίδιας χρηματοδότησης ή δανεισμού, στοιχεία που σιγά σιγά στραγγίζουν τους όποιους διαθέσιμους πόρους και τις δυνάμεις των Ελλήνων.
5. Παράθυρο στον ορίζοντα
Στα πιο πάνω ολοένα και πιο ασφυκτικά πλαίσια, υπάρχει ένα παράθυρο στον ορίζοντα, που λέγεται προσφυγή στους γνήσιους (όχι κατ’ επίφαση) θεσμούς, από την πραγματική (και όχι πελατειακή) Κοινωνία των Πολιτών.
Μεταξύ των θεσμών περιλαμβάνεται η Δικαιοσύνη, ένας από τους 3 πυλώνες της Δημοκρατίας. Αυτό αφορά κατ’ αρχήν την Ελληνική Δικαιοσύνη, που κατ’ επανάληψη, παρά τις πιέσεις, δεν ενέδωσε σε «επιθυμητές» αποφάσεις, σε περιπτώσεις όπως του Συμβουλίου της Επικρατείας για την μη μεταβίβαση του ελέγχου της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ, ενώ σε ότι αφορά το συνταξιοδοτικό, σύμφωνα με πληροφορίες, ύστερα από παλινδρομήσεις και διχογνωμίες και με οριακή πλειοψηφία 1 ψήφου, αναμένεται ότι οι περικοπές στις συντάξεις θα θεωρηθούν νόμιμες.
Στην προκείμενη περίπτωση, το θέμα αφορά την Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, χάρη σε αποφάσεις, όπως αυτή επί της προσφυγής Κυπρίων πολιτών κατά του κουρέματος των καταθέσεων στην Κύπρο, που, παρότι απορρίφθηκε, θεωρήθηκε ότι στο σκεπτικό της περιέχονταν αρκετά θετικά στοιχεία.
Μια τέτοια προσφυγή, κατά την γνώμη μας:
- Θα χρησιμοποιεί στοιχεία από Εκθέσεις σοβαρών οργανισμών (ενδεικτικά αναφέρουμε την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, με θέμα την αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τη διαχείριση του ζητήματος των Μνημονίων) ή σχετικές τοποθετήσεις πολιτικών, οικονομολόγων και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, που αποδεικνύουν το αδιέξοδο της προσωρινής λύσης που δόθηκε με την Συμφωνία.
- Θα επικαλεστεί την απώλεια της δημοκρατικής νομιμότητας, όπως ενδεικτικά είναι η απόφαση της 21.06.2018 (που προσβάλλει την Ελληνική δικαιοσύνη) ή οι Μνημονιακοί όροι για την ανάγκη σύμφωνης γνώμης των πιστωτών σε βασικές αποφάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης (που περιορίζει και καταργεί μερικά την ισχύ της).
- Θα καταλήγει σε ρεαλιστικά αιτήματα και ουσιαστικές αναπτυξιακές προτάσεις για την Ελλάδα και τους Έλληνες, ίσως κάτι ανάλογο ενός Σχεδίου Μάρσαλ, αφού με την υπάρχουσα δρομολόγηση, η επιδιωκόμενη ανάπτυξη φαίνεται δύσκολο να συμβεί, με τον επιπλέον κίνδυνο, σε περίπτωση αστοχίας, η ευθύνη να φορτωθεί στην Ελλάδα.
Η προσφυγή αυτή, κατά την γνώμη μας, θα πρέπει να κατατεθεί κατά των Ευρωπαϊκών Μερών που συνυπέγραψαν τα Μνημόνια, περιλαμβανομένης της Ελλάδας και των Ευρωπαίων πιστωτών («θεσμών»). Ως εκ τούτου, πολιτικές παρατάξεις που ελέγχουν ή αμφισβητούν την κυβερνητική εξουσία, δεν μπορούν να συμμετάσχουν. Ως πλέον κατάλληλοι, όντας ταυτόχρονα εκπρόσωποι της Κοινωνίας των Πολιτών αλλά και ιστορικά η πνευματική πρωτοπορία της Ελλάδας, εκτιμάται πως είναι οι επιμελητηριακοί φορείς: το Τεχνικό Επιμελητήριο, ο Δικηγορικός Σύλλογος, ο Ιατρικός Σύλλογος και το Οικονομικό Επιμελητήριο.
6. Οι πιθανότητες επιτυχίας
Υπάρχουν «κρυφοί άσοι» σε αυτήν την προσπάθεια:
- Ανέλπιστοι σύμμαχοι θα βρεθούν με βεβαιότητα, όχι μόνο αστοί και διανοούμενοι που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες της Κλασικής Ελλάδας ή Ευρωπαίοι αριστεροί που υπερασπίζονται την προτεραιότητα του ανθρώπου από το Κεφάλαιο, αλλά και όσοι πιστεύουν στην αλληλεγγύη των λαών και στο μέλλον της Ευρώπης ως ένωσης λαών και όχι ως αθροίσματος συμφερόντων.
- Σε συμβολικό επίπεδο, οι Γερμανόφωνοι που δηλώνουν την εννοιολογική συσχέτιση των λέξεων «χρέος» και «ένοχος», ερμηνεύοντάς την ότι είσαι ένοχος αν χρωστάς, θα έχουν ίσως την δυνατότητα να ανακαλύψουν μια διαφορετική της ερμηνεία, αν αυτοί θεωρηθούν (μερικώς) «ένοχοι» για τις εξελίξεις στο δικό μας χρέος.
- Ακόμα και σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, η πορεία μπορεί να συνεχιστεί με άλλα μέσα, πχ την συλλογή υπογραφών από 1.000.000 πολίτες, για την συζήτηση του θέματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που ήδη συνέβη στην περίπτωση της γλυφοσάτης, όπως ανέφερα σε παλαιότερο κείμενο.
- Το ταξίδι αξίζει περισσότερο από τον προορισμό, οι Έλληνες μπορούν να αποδείξουν ότι συνεργάζονται και οργανώνονται, μπροστά στην πρόκληση ενός εθνικού στόχου, ενώ ένας δημόσιος διάλογος για το θέμα, θα βοηθήσει σε συγκλίσεις και κοινές πρωτοβουλίες.
Και ένα τελευταίο σημείο, η εξέταση της «μηδενικής λύσης», δηλαδή τι θα γίνει αν δεν υποβληθεί αυτή η προσφυγή. Τα σχέδια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να πείσει τους «θεσμούς» να αποδεχθούν μικρότερα πλεονάσματα, θεωρούμε ότι θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες, για λόγους που σχετίζονται με την απροθυμία των εταίρων μας (σχετικά παραπέμπουμε στο Προσάρτημα του Ανακοινωθέντος για την Συμφωνία της 21.06.2018, που περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης για την υλοποίηση της Συμφωνίας), αλλά και διαδικαστικούς (θα απαιτηθεί μια μακρόχρονη επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας με τους εταίρους).
7. Δεοντολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα - Συμπέρασμα
Τα πιο πάνω, ασφαλώς αποτελούν μια λύση ανάγκης: η κλασική διάκριση των εξουσιών υποδηλώνει ότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική εξουσία, ούτε είναι εύκολο στους δικαστές να αποφασίσουν για το πως θα λυθεί το οικονομικό πρόβλημα μιας χώρας.
Για τον λόγο αυτό:
- Είναι καλύτερα τα προβλήματα να προλαμβάνονται στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπου η Ελληνική Κυβέρνηση θα (πρέπει να) ακολουθεί μια μακροπρόθεσμη πολιτική, υποστηρίζοντάς την με λογικά επιχειρήματα και τεκμηριωμένα στοιχεία.
- Μια ενδεχόμενα θετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν θα έλυνε αυτόματα το πρόβλημα, απλά θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην πολιτική ηγεσία για μερική επαναδιαπραγμάτευση, που θα αξιοποιηθεί, μόνο εφόσον υπάρχει η κατάλληλη προετοιμασία.
- Τα πιο πάνω, όσο κι αν είναι, πιστεύουμε, τεκμηριωμένα, ξεπερνούν τις αυτοτελείς (ως άτομα) δυνατότητές μας για περαιτέρω ανάλυση και προώθηση. Απαιτείται μια συντονισμένη και αποτελεσματική οργάνωση, με γνώση και εμπειρία και οδηγό τον κοινό νου, την επιθυμία και την ανάγκη.
Προς την κατεύθυνση αυτή και ως υπόμνηση της υποχρέωσης θετικής δράσης για το πρόβλημα, στο τέλος κάθε μήνα θα αναλύονται προτάσεις βιώσιμης ανάπτυξης, σε επί μέρους τομείς, βεβαίως ως αφετηρία προβληματισμού και όχι ως «έτοιμες λύσεις».