Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το σύμπαν – ή έστω οι μετεωρολογικές συνθήκες – διέπονταν από άκρως ειρωνική διάθεση το βράδυ της πρώτης εκ των δύο συναυλιών των Waterboys στο «Piraeus 117 Academy» καθώς ήταν η στιγμή που εκδηλώθηκε η πρώτη αληθινά καταρρακτώδης βροχή του εφετινού φθινοπώρου/χειμώνα. Η ειρωνεία βέβαια έγκειται ακριβώς στο ότι ένα συγκρότημα με το όνομα Waterboys εμφανιζόταν στην Αθήνα ένα βράδυ που η πρωτεύουσα κυριολεκτικά...κολυμπούσε στο νερό. Αν το καλοσκεφτόσουν όμως αναπόφευκτα κατέληγες σε δύο συμπεράσματα. Πρώτον ότι οι δυσκολίες και οι κάθε είδους «κακοτοπιές» ποτέ δεν φόβισαν ή πολύ περισσότερο πτόησαν τους Waterboys, αντίθετα πάντα έβγαιναν δυνατότεροι από αυτές. Δεύτερον και σημαντικότερο ότι εντέλει δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι πήραν από το υγρό στοιχείο το όνομα τους καθώς αποτελεί και την υλική έκφραση – ή έστω απεικόνιση – της ίδιας της φιλοσοφίας τους, ίσως ακόμα και του λόγου ύπαρξης τους.
Οι Waterboys σχηματίστηκαν το 1983 στο Εδιμβούργο από τον Σκότο (αλλά...Ιρλανδό στην ψυχή!) τραγουδοποιό, κιθαρίστα, ενίοτε πιανίστα και τραγουδιστή Mike Scott. Το έτερο βασικό μέλος της ιδρυτικής σύνθεσης τους ήταν ο κιμπορντίστας και επίσης συνθέτης μερικών τραγουδιών τους Karl Wallinger απεχώρησε μόλις δύο χρόνια αργότερα για να ηγηθεί – ως και τραγουδιστής πλέον – του δικού του γκρουπ, των World Party, αφήνοντας τον Mike Scott αποκλειστικό πια δημιουργό των τραγουδιών τους και τυπικά επίσης πλέον ηγέτη τους καθώς επί της ουσίας εξαρχής αυτός ήταν οι Waterboys και αντίστοιχα οι τελευταίοι δεν είναι παρά η υλοποίηση του μουσικού – και ίσως όχι μόνον...- οράματος του. Η αποχώρηση του Wallinger σηματοδότησε και μιαν ατέρμονα...παρέλαση μουσικών με τον Mike Scott – προφανώς μόνον εναπομείναντα της ιδρυτικής σύνθεσης και σταθερό μέλος μέχρι σήμερα – να δηλώνει χιουμοριστικά ότι μάλλον κατέχον το ρεκόρ των περισσοτέρων μελών που πέρασαν ποτέ από rock μπάντα, ισχυρισμός που, αν λάβουμε υπόψη ότι τα ονόματα των πρώην μελών καταλαμβάνουν τουλάχιστον μια σελίδα Α4, δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πραγματικότητα!
Στο ξεκίνημα τους ο Scott περιέγραφε αυτό που έκαναν ως «big music», εννοώντας μια μουσική που ο ήχος αλλά και η συνολική αίσθηση της ήταν και έδιναν την εντύπωση ενός συνόλου πολύ μεγαλύτερου ως προς τις φυσικές και μη διαστάσεις του από το άθροισμα όλων των – ων ουκ έστιν αριθμός...- επιμέρους στοιχείων του. Οσο παράδοξο και αν φαίνεται όμως αυτής η απλοϊκή, ίσως ολίγον αφελής, ακόμα και ακατανόητη σε ένα βαθμό περιγραφή έμελλε να γίνει μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Πολύ σύντομα η μουσική των Waterboys ανταποκρινόταν πλήρως σε αυτήν, όντως έγινε big music! Οι περισσότεροι θεωρούν καλύτερη περίοδο του γκρουπ εκείνη της αρχικής τριάδας των δίσκων τους, μερικοί προσθέτουν και τον τέταρτο, το «Fisherman’s Blues» του ’88. Οπως και αν έχει όμως και όλοι οι υπόλοιποι που κυκλοφόρησαν στη συνέχεα, κατά μέσο όρο ένας ανά τριετία, συνολικά δέκα πέντε (δύο από αυτούς ως προσωπικοί του Mike Scott και όχι σαν Waterboys) και με πιο πρόσφατο το εφετινό «Where The Action Is» είναι το λιγότερο ευπρεπέστατοι και καθένας τους περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα – δύο πολύ καλά τραγούδια.
Το πως αλλάζει και εξελίσσεται η μουσική των Waterboys συνδέεται άρρηκτα με τις αλλαγές στη ζωή του Scott που μόνο λίγες δεν είναι καθώς μιλάμε για έναν όχι και τόσο συνηθισμένο τύπο ανθρώπου. Στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 ο Scott δεν δίστασε να εγκαταλείψει την γενέτειρα του Σκοτία για να εγκατασταθεί στο Δουβλίνο και πολύ σύντομα περισσότερο να...υιοθετήσει την Ιρλανδία σαν τόπο του παρά να πολιτογραφηθεί Ιρλανδός! Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της μετοίκησης ήταν το «Fisherman’s Blues» αλλά και μια μόνιμη έκτοτε επίδραση της ιρλανδικής folk στην μουσική του. Αργότερα έζησε για κάποια χρόνια στη Νέα Υόρκη με συνέπεια μια στροφή του ήχου του γκρουπ στο πιο «καθαρό» rock αλλά αργότερα επέστρεψε στην αγαπημένη του Ιρλανδία η οποία από τότε αποτελεί την λίγο – πολύ μόνιμη βάση του.
Παράλληλα όμως με αυτά έκανε και πολλά ταξίδια και δεν εννοώ περιοδείες αλά προσωπικά, ως άνθρωπος, για τουρισμό και...εξερεύνηση, εφ’ όλης της ύλης μάλιστα. Αρκετά από αυτά έγιναν στην Ελλάδα, έχει διασχίσει, συνήθως μόνος του και με οτοστόπ ή και με τα πόδια, το μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας μας. Μια διανυκτέρευση του δίπλα στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνος στην Αρκαδία έγινε πηγή έμπνευσης για το τραγούδι «The Pan Within» («Ο Παν Εντός Μου»!) που περιλαμβανόταν στο τρίτο album του γκρουπ, το «This Is The Sea» του ’85, με προφανές θέμα και σόλο στο κλαρινέτο του δεξιοτέχνη της παραδοσιακής μουσική μας Γιώργου Μάγκα, αν και, όταν τον είχα ρωτήσει πολλά χρόνια αργότερα σε μία συνέντευξη, δεν θυμόταν καν το όνομα Waterboys, πόσο μάλλον να έχει ηχογραφήσει μαζί τους! Οπως και αν έχει πάντως ο Mike Scott είναι ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη από αυτό ακριβώς που έλεγε ο τίτλος ενός άλλου δίσκου των Waterboys, του «Room To Roam», δηλαδή «χώρο για να περιπλανάται» - και να αναζητά...- εξωτερικά αλλά παράλληλα και, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, εσωτερικά.
Παρόλες όμως όλες αυτές τις ευνοϊκές προϋποθέσεις υπάρχουν δύο γεγονότα, πρώτον ότι σε λιγότερο από τρία χρόνια οι Waterboys θα συμπληρώσουν αισίως μαι τεσσαρακονταετία (!) ύπαρξης και δεύτερον ότι είχαν πολλά χρόνια να εμφανιστούν στην χώρα μας, που υποχρεωτικά έθεταν το ερώτημα του πόσο καλοί θα μπορούσαν να είναι επί σκηνής. Καλύτεροι από ό,τι τους ανέμενα και στο ύψος και αντάξιοι όχι του μύθου αλλά της μακρόχρονης Ιστορίας τους, είναι η συνοπτική και απολύτως ειλικρινής απάντηση. Πριν από όλα ο Mike Scott, παρότι τον Δεκέμβριο θα συμπληρώσει τα εξήντα ένα χρόνια του, έχει χάσει πραγματικά ελάχιστα από την έκταση της φωνής του αλλά και από το κέφι και την κίνηση του στη σκηνή.
Η μπάντα σαφώς πιο ολιγομελής από το παρελθόν αλλά εξαιρετική, επί της ουσίας ένα τυπικό rock κουαρτέτο με τον ίδιο βέβαια στις κιθάρες, κιμπορντίστα, μπασίστα και ντράμερ, ενισχυμένο όμως με έναν δεξιοτέχνη του βιολιού με εντονότατη παρουσία, κάτι που δείχνει ότι αν έμεινε ένα και μόνο σταθερό πράγμα στην μουσική τους επί τόσα χρόνια είναι το στοιχείο της ιρλανδικής folk. Τέλος οι δύο ικανότατες ερμηνεύτριες στα φωνητικά όχι μόνο «γέμιζαν» τον ήχο του γκρουπ, υποκαθιστώντας υπό μια έννοια τα όργανα που λείπουν πλέον, αλλά και του προσέδιδαν μιαν ευπρόσδεκτη ποικιλία.
Ακόμα και αυτά όμως δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τα τραγούδια, πολλά, πάρα πολλά τραγούδια, παλαιά και καινούρια, κανένα τους ασήμαντο, τα περισσότερα πολύ καλά, κάποια υπέροχα και αρκετά από τα παλαιότερα όχι απλώς γνωστά αλλά αγαπημένα του αθηναϊκού κοινού που, αψηφώντας την βροχή, είχε σχεδόν γεμίσει το «Piraeus 117 Academy». Τραγούδια που περιλαμβάνουν ένα ευρύτατο φάσμα αναφορών, από την ιρλανδική πρώτιστα και την σκοτική φυσικά folk και, διαμέσου αυτών, την αμερικανική μέχρι το blues, από την ακουστική παράδοση μέχρι το ηλεκτρικό παρόν, από το straight rock μέχρι κάποιες ως και progressive νύξεις, αναφορές που ενώνονται σε ένα αμάλγαμα το οποίο τυπικά δεν θα έπρεπε να λειτουργεί αλλά κατά σχεδόν σατανικό τρόπο ηχεί απολύτως ομοιογενές και επενδύει ιστορίες για αγχωτικά κορίτσια της πόλης όπως το «A Girl Called Johnny», ψαράδες, ανθρώπους της υπαίθρου, ξωτικά της Ιρλανδίας αλλά και κοσμολογικές ενατενίσεις υπό την μορφή λυρικών στοχασμών όπως το κλασικό «The Whole Of The Moon».
Και λίγο πριν το τέλος μια και μοναδική έκπληξη αλλά τόσο απρόσμενη που άγγιζε τα όρια του απίθανου/απίστευτου, οι Waterboys να διασκευάζουν το progressive rock/soul «Purple Rain» του αείμνηστου Prince! Απίστευτο αλλά και με τέτοιο σεβασμό και αγάπη για το πρωτότυπο και ταυτόχρονα τόσο άψογα παιγμένο ώστε δεν θα μπορούσε παρά να είναι αληθινό...
Οχι, η μουσική των Waterboys δεν είναι πια «big music» έτσι όπως την εννοούσε όταν ξεκινούσαν ο Mike Scott, θα ήταν αδύνατο άλλωστε με μόλις ένα κουιντέτο μουσικών. Εξακολουθεί όμως να είναι big music με έναν άλλο τρόπο, διαθέτοντας μια πολύ μεγάλη και γεμάτη ανθρωπιά καρδιά και μιαν ακόμα μεγαλύτερη ψυχή που, όσο και αν τα χρόνια περνούν, δεν σταματά να ονειρεύεται. Πώς διάβολο το καταφέρνει αυτό ο παράξενος, πεισματικά μακρυμάλλης...εξ αγχιστείας Ιρλανδός που γράφει για την φύση ενώ σχεδόν όλη του την ζωή κατοικεί σε πόλεις και, εκτός από την φύση της χώρας μας, λατρεύει τις αρχαιοελληνικές βακχικές θεότητες; Την απάντηση ίσως να την έχει δώσει μόνος του, δίχως καν να το ξέρει...
Τώρα ακούω ένα τρένο
Να έρχεται πάνω στις ράγες
Είναι το δικό σου αν βιαστείς
Εχεις ακόμα χρόνο
Και δεν χρειάζεσαι εισιτήριο
Και δεν πληρώνεις κόμιστρο
Οχι, δεν χρειάζεσαι εισιτήριο
Δεν πληρώνεις κόμιστρο
Γιατί εκείνο ήταν το ποτάμι
Και αυτή είναι η θάλασσα
Δώσε προσοχή στην θάλασσα!
(Απόσπασμα από το ομότιτλο τραγούδι του τρίτου και, πιθανότατα και κατά την προσωπική μου γνώμη, κορυφαίου album των Waterboys «This Is The Sea»)
Γιατί, στην μουσική αλλά και γενικότερα στη ζωή υπό μιαν έννοια οι πάντες και τα πάντα είμαστε και είναι μικρές σταγόνες, Ασήμαντες, σχεδόν ανύπαρκτες κάθε μια μόνη της αλλά όλες μαζί σχηματίζουν καθάριες πηγές, ορμητικά ποτάμια και εντέλει την απεραντοσύνη των ωκεανών, την δίχως αρχή, μέση και τέλος και συνεχώς κινούμενη θάλασσα. Ο Mike Scott και τα Παιδιά Των Υδάτων του γνώριζαν και γνωρίζουν πολύ καλά πως να συγκεντρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερες πολύτιμες σταγόνες αλλά και πως, στη συνέχεια, να κολυμπούν, ακόμα και να...ισορροπούν πάνω στο σύνολο τους χωρίς να πνίγονται. Long he/they may be roam…