Η Τουρκία δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν έναν ηττημένο, ο οποίος οφείλει να πάρει πίσω ό,τι του στέρησαν οι «δυτικοί». Τι οφείλει να κάνει η Ελλάδα.
Anadolu Agency via Getty Images

Ένας αιώνας συμπληρώνεται φέτος από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, αλλά όσο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ότι χρειάζεται «επικαιροποίηση», αυτή εξακολουθεί να είναι ενεργή. Ένας αιώνας μετά τη δημιουργία του διεθνοδικαιϊκού πλαισίου των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και του νεοσύστατου και εκ των άνω δημιουργηθέντος εθνοκράτους της Τουρκίας, αν και όσο περνούν οι δεκαετίες η ιδιοσυστασία της κατασκευής ολοένα και χάνει τη σημασία της κατά την ανάλυση των τρέχουσας συμπεριφοράς. Άλλωστε, όπως έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Ισχύς και Απόφαση»: «Πρακτικά αδιάφορο αν το αίσθημα της ταυτότητας εδράζεται ή όχι σε μια πλασματική κατασκευή. Ακόμα κι αν συμβαίνει το πρώτο, καθοριστική σημασία έχει το ότι η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης χρειάζεται μια τέτοια πλασματική κατασκευή».

Στη Συνθήκη της Λοζάνης αποτυπώνεται το αποτέλεσμα της τελευταίας μείζονος ανακατανομής ισχύος, παρά τις νεοοθωμανικές κραυγές για την αναθεώρηση μιας συνθήκης, η οποία είχε προηγουμένως αναθεωρήσει τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη της Λοζάνης ήταν η πρώτη – και δυστυχώς για την Ελλάδα επιτυχής – αναθεώρηση των όρων, που επιβλήθηκαν στους ηττημένους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συνιστά τη διεθνοδικαιϊκή αποτύπωση της ισορροπίας σε επίπεδο ελληνοτουρκικών σχέσεων μεταξύ 1923-2023, αν και δεν κατάφερε να «αποσοβήσει» οικτρές παραβιάσεις, όπως τον διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και τη μη εφαρμογή του προβλεπόμενου καθεστώτος μερικής αυτονομίας των δύο νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά και τη σύγχρονη συνολική υπονόμευσή της από την τουρκική πλευρά. Η επιχειρηματολογία του Ερντογάν είναι εξόχως δηλωτική ηγεμονικής συμπεριφοράς, αλλά συνιστά και μια σύνοψη του τι εκκολαπτόταν ή, για την ακρίβεια, τι υπέβοσκε από την πρώτη στιγμή της υπογραφής της Συνθήκης της Λοζάνης.

Την ούτω διακηρυχθείσα «συγκρατημένη πολιτική» της Α΄ Τουρκικής Δημοκρατίας, ο Νταβούτογλου την επικρότησε αναφέροντας ότι ήταν ρεαλιστική δεδομένης αδυναμίας της Τουρκίας, κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της. Βέβαια, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «ουδετερότητας», η Τουρκία προσάρτησε την Αλεξανδρέττα ενώ, μέσω του Φόρου Περιουσίας το 1942, πραγματοποίησε τους πρώτους – μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους – μαζικούς διωγμούς Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Διωγμοί, οι οποίοι έφθαναν έως την εξόντωση. Εν συνεχεία, ολοκλήρωσε το πογκρόμ με τα γεγονότα του 1955, αλλά και του 1964, ενώ το 1974 εισέβαλε και κατέχει έως και σήμερα το 1/3 του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Παράλληλα, έχει καταστήσει τη Συνθήκη της Λοζάνης «κουρελόχαρτο» εισβάλλοντας, όποτε το επιθυμεί, στο Βόρειο Ιράκ και στη Βόρεια Συρία… γιατί μπορεί. Και εδώ βρίσκεται το «κλειδί» ερμηνείας της συμπεριφοράς της.

Η Τουρκία δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν έναν ηττημένο, ο οποίος οφείλει να πάρει πίσω ό,τι του στέρησαν οι «δυτικοί». Ωστόσο, παράλληλα, λειτουργεί και κινείται υπό το βάρος του ορθολογικού κριτηρίου και κατ’ επέκταση, εκδηλώνει διάθεση υλοποίησης των προθέσεών της ενόσω εκτιμά ότι έχει αποκτήσει το συγκριτικό στρατηγικό πλεονέκτημα στην περιφέρεια. Με άλλα λόγια, η εκτίμησης της ιθύνουσας τουρκικής ελίτ ότι η ισορροπία ισχύος έχει μεταβληθεί υπέρ της, την ωθεί σε αυτή την ιστορική συγκυρία να θέσει επί τάπητος την αναθεωρητική ατζέντα της.

Τα λεγόμενα του Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό Βάθος» είναι και πάλι χαρακτηριστικά, όταν τονίζει ότι «επικρατούν σταθερές πολιτικές σχέσεις σε περιοχές και σε περιόδους στις οποίες τα πολιτικά σύνορα καθορίζονται σε συμφωνία με τα γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά προωθημένα όρια», αναφέροντας το παράδειγμα των συνόρων Τουρκίας-Ιράν, τα οποία παραμένουν ίδια από το 1639. Κατά τον Νταβούτογλου, όπου διαπιστώνεται ταύτιση «συνόρων» και «γεωπολιτικών ορίων», εμπεδώνεται η σταθερότητα και το αντίστροφο. Όμως, ποιος ορίζει τα «γεωπολιτικά όρια» και με ποιον τρόπο; Προφανώς… το τουρκικό εθνικό συμφέρον ή ακριβέστερα η τουρκική ηγεμονική φιλοδοξία.

Όπου η Τουρκία δεν εκτιμά ότι ταυτίζονται τα σύνορα με τα γεωπολιτικά όρια, θα προκαλείται αστάθεια προκειμένου να λάβει αυτά, που θεωρεί ότι δικαιούται. Είναι προφανές ότι το «θύμα» της εν λόγω αντίληψης είναι η Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία περιορίζει την εκτύλιξη της νεοοθωμανικής ατζέντας. Εντούτοις, ο βασικός περιοριστικός παράγοντας οφείλει αναγκαστικά να είναι μια συντεταγμένη ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, η οποία να αποδεικνύει σε όλα τα επίπεδα (επιχειρησιακό, πολιτικής ηγεσίας, γραφειοκρατικής οργάνωσης, φρονήματος της κοινωνίας κ.ο.κ.) ότι η τουρκική αντίληψη είναι λανθασμένη, με αναφορές και με εργαλείο το νομικό κεκτημένο.

Η εν Ελλάδι αντίληψη ότι υπάρχει κάποιου είδους «στρατηγική συνταγή διά πάσαν νόσον» συνιστά αναμφίβολα φενάκη. Η αποτροπή αποτελεί ένα αενάως ασκούμενο άθλημα καθώς, αν έπρεπε να οριστεί η διάρκεια της ανάγκης και υποχρέωσης άσκησής της, αυτή θα ταυτιζόταν με τη διάρκεια της θέλησης της κοινωνίας να παραμένει ελεύθερη και αυτόβουλη.

Το αίτημα καθίσταται ιδιαίτερα επιτακτικό, ενόσω αποδεικνύεται ότι η Τουρκία αποτελεί δομικά μια δύναμη τείνουσα να επανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι υπό την έννοια της αυτοκρατορικής εσωτερικής δομής ούτε καν υπό απολύτως ταυτόσημους εδαφικούς όρους, αλλά υπό το πρίσμα μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης, η οποία θα αντλεί την ισχύ της από την υποταγή, την αφαίμαξη και τη φινλανδοποίηση των γειτόνων της.

Δημοφιλή