Δύο σχετικά νέοι πολιτικοί επιστήμονες, καθηγητές σε αμερικάνικα πανεπιστήμια, ο Henry Farrell και ο Abraham Newman έχουν εισάγει πρόσφατα τον όρο «αλυσοδεμένη παγκοσμιοποίηση» (Chained to Globalization: Why It’s Too Late to Decouple).
Αναφέρονται σε μια δυναμική κατάσταση όπου πολλές χώρες αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται δεμένες αναμεταξύ τους με κρίκους αλυσίδων πληροφορίας, χρήματος και εφοδιασμού, που τους προσφέρουν, ταυτόχρονα, οικονομικό όφελος αλλά και ευαλωτότητα κρίσιμων για τη συνολική τους ασφάλεια τομέων, οδηγώντας πλέον σε κύρια επιδίωξη της κρατικής πολιτικής τη διατήρηση της επισφαλούς ισορροπίας ανάμεσα σε αυτές τις αντιτιθέμενες συνθήκες.
Η αλήθεια είναι ότι οι δύο συγγραφείς με δυσκολία κρύβουν την προτίμησή τους στη φιλελεύθερη αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις, που προκρίνει την αλληλεξάρτηση και τη συνεργασία προς αμοιβαίο όφελος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αντιλαμβάνονται λάθος το μεγάλο βαθμό αλληλεξάρτησης μεταξύ των εθνικών οικονομιών που έχει πλέον επιτευχθεί εξαιτίας της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Διαβάζοντας, λοιπόν, τη σχετική ανάλυση, δεν βρήκα καλύτερο παράδειγμα από εκείνο της Αυστραλίας, η οποία, με την πρόσφατη στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ και τη Μεγ. Βρετανία (AUKUS), αναδεικνύεται στο προκεχωρημένο επιθετικό φυλάκιο του δυτικού (αγγλοσαξωνικού) κόσμου στη Ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, απέναντι στην αναδυόμενη δύναμη της Κίνας, και ταυτόχρονα, μετατρέπεται σε μήλον της έριδος μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας για τα σχετικά εξοπλιστικά της προγράμματα.
Εντούτοις, η οικονομία της εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις σχέσεις της με την Κίνα. Για παράδειγμα, η συγκεκριμένη χώρα είχε το 2018 πλεόνασμα ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα ύψους 58,26 δισ. δολαρίων Αυστραλίας, όταν το συνολικό της εμπορικό πλεόνασμα είναι 23,23 δισ. δολάρια.
Το τεράστιο αυτό πλεόνασμα, χωρίς το οποίο η Αυστραλία θα ήταν εμπορικά ελλειμματική, διαμορφώνεται από την ακόρεστη ανάγκη της Κίνας για αυστραλιανό σιδηρομετάλλευμα, άνθρακα και γεωργικά προϊόντα (κυρίως μαλλί και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα).
Παράλληλα, οι Κινέζοι τουρίστες βρίσκονται στην κορυφή των αλλοδαπών επισκεπτών στην Αυστραλία (1,44 εκατ. Κινέζοι τουρίστες το 2019 ξόδεψαν 12 δισ. δολάρια Αυστραλίας, μακράν περισσότερα κατά κεφαλήν από τους Γερμανούς, Αμερικάνους ή Γιαπωνέζους τουρίστες), ενώ οι Κινέζοι φοιτητές αποτελούν το 38% όλων των ξένων φοιτητών στην Αυστραλία, εισφέροντας μόνοι τους το 23% των συνολικών εσόδων των πανεπιστημίων της χώρας.
Είναι φανερό ότι η Αυστραλία μόνο αν διαφοροποιήσει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τους εμπορικούς της εταίρους, ιδιαίτερα για τα κύρια εξαγωγικά της προϊόντα, μπορεί να αποφύγει μια οικονομική καταστροφή από την επιδείνωση των σχέσεων με την Κίνα και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Σε αντίθεση με την Κίνα, που η αντίστοιχη διαφοροποίηση σε επίπεδο προμηθευτών μπορεί να γίνει σύντομα με κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες θα συντονίζουν τις μεγάλες κινέζικες επιχειρήσεις σε μια κατεύθυνση διεθνούς αναπροσανατολισμού και απαγκίστρωσης από την αγορά πρώτων υλών της Αυστραλίας (έστω και με κάποιο αυξημένο κόστος για ένα διάστημα). H Αυστραλία εξαρτάται από την «ελεύθερη αγορά» και τους θεσμούς της (διεθνοποιημένες επιχειρήσεις) για να βρει νέους πελάτες για τα προϊόντα της και να αποφύγει ένα πιθανό τεράστιο εμπορικό έλλειμμα.
Και αυτή είναι μια μακρόσυρτη και αβέβαιη διαδικασία. Εκτός και αν οι ΗΠΑ στηρίξουν και οικονομικά τη σύμμαχό τους, και όχι μόνο στρατιωτικά, ώστε να αποφύγει τον επικίνδυνο σκόπελο, έτσι όπως έκαναν με στρατηγικές συμμάχους στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτό, όμως, έρχεται σε σύγκρουση και ανατρέπει την πρόσφατη στρατηγική των ΗΠΑ να μετακυλούν μέρος του κόστους διατήρησης της διεθνούς ασφάλειας (sic) στους συμμάχους τους!
Ένας όμορφος, αλυσοδεμένος κόσμος, σε συνεχή διακινδύνευση των εύθραυστων ισορροπιών…
Αναμένοντας, λοιπόν, της αντίδραση της Κίνας απέναντι στην Αυστραλία και κατά συνέπεια τα μέτρα ανακούφισης(;) των ΗΠΑ, αν υπάρξει αυτή η αντίδραση.