Στο τέλος κάθε χρονιάς (άτομα, κοινωνίες, κυβερνήσεις, διάφορα κέντρα και μελλοντολόγοι) προβαίνουν σε έναν απολογισμό του χρόνου που έφυγε και σε έναν σχεδιασμό ή επανασχεδιασμό της επόμενης χρονιάς ή και του μέλλοντος χρόνου. Η συνήθεια αυτή ή αναγκαιότητα για άλλους επιβάλλεται από την ταχύτητα των αλλαγών, των ευρέων ανακατατάξεων και του κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επικρατεί στο παγκόσμιο σύστημα.
Στο κλίμα αυτό των ημερών και των παραδοσιακών ανασκοπήσεων θα επιχειρηθεί μία καταγραφή εκείνων των τομέων στους οποίους θα εστιαστεί το ενδιαφέρον μας για αλλαγές αλλά και του δικού μας ρόλου και ευθυνών-ως ατόμων και λαού-απέναντι στις προκλήσεις και απαιτήσεις της εποχής.
Κοινή είναι η αίσθηση όλων μας ότι σε παγκόσμιο επίπεδο κυοφορείται κάτι νέο. Η σύγχρονη πραγματικότητα – οικονομική, κοινωνική, πολιτική – αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που επιτάσσουν ριζικές αλλαγές και αναδιαρθρώσεις σε όλα τα επίπεδα. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες εγκλωβισμένες σε απόλυτα ερμηνευτικά πλαίσια δυσχεραίνουν τόσο την κατανόηση του καινούριου που έρχεται όσο και την αφύπνιση των μαζών. Χρειάζονται, λοιπόν, νέες ιδέες, πολιτικές και δράσεις έτσι ώστε να υπερβούμε τα σύγχρονα προβλήματα, να αλλάξουμε τις δομές του συστήματος και να σχεδιάσουμε τα μελλούμενα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η απότοκη ενεργειακή κρίση – με ό,τι αυτά συνεπάγονται – καθιστούν αναγκαίες κάποιες αναθεωρήσεις και αναδομήσεις των παραδοσιακών θεμελίων του παγκόσμιου οικοδομήματος. Μπορεί να μην δικαιώθηκε ο Φουκουγιάμα για το «Τέλος της Ιστορίας» και των Ιδεολογιών, ούτε ο Χάντιγκτον για την «Σύγκρουση των Πολιτισμών», ωστόσο οι συνέπειες του πολέμου προκαλούν προβληματισμό για την «ηθική» του πολιτισμού μας και την «ευστάθειά» του. Πολλοί μιλούν για το τέλος μιας εποχής και των απότοκων ψευδαισθήσεων και άλλοι για την αρχή της νέας εποχής και για την αναγκαιότητα – ευκαιρία να ξαναδούμε τι πρέπει – μπορούμε να αλλάξουμε και προς ποια κατεύθυνση.
«Έστιν η λίαν δυσπραξία λίαν διδούσα μεταβολάς»
(Οι πολύ δύσκολες καταστάσεις φέρνουν και μεγάλες αλλαγές, Ευριπίδης)
Η οικονομία
Αρχικά οι αλλαγές θα πρέπει να έχουν ως αφετηριακό σημείο το ζωτικό χώρο της οικονομίας. Η παραδοσιακή αντίληψη για την οικονομική ανάπτυξη συσσώρευσε πολλά αδιέξοδα στον πλανήτη.
Η άνιση κατανομή του πλούτου, η ανεργία, η εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου και οι συνεχείς χρηματιστηριακές κρίσεις δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας και ρευστότητας. Απαιτείται μία επαναξιολόγηση του ρόλου του οικονομικού παράγοντας στη ζωή των ανθρώπων με στόχο τη δημιουργία ευτυχισμένων ατόμων και όχι υλικά πλουσίων.
Οι απρόσωποι νόμοι της αγοράς να μην οδηγούν στη βαρβαρότητα του υλικού κέρδους αλλά στην εξασφάλιση ενός ελαχίστου ορίου υλικής διαβίωσης για όλους με ποιότητα ζωής. Ο άνθρωπος, δηλαδή, στη νέα κοινωνία να μην αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα αδηφάγο καταναλωτικό ον αλλά ως ένα παραγωγικό ον χρήσιμων πραγμάτων.
Το οικοσύστημα
Εξίσου, όμως, ριζικές θα πρέπει να είναι και οι αλλαγές στον τομέα της προστασίας του οικοσυστήματος. Ο τεχνικός πολιτισμός, το καταναλωτικό πνεύμα και γενικότερα η υλιστική θεώρηση της ζωής ευθύνονται για την υπέρμετρη και αλόγιστη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τη φύση και ο εκφυλισμός της φυσικής ισορροπίας οδήγησαν την επιβίωση του πλανήτη στα όρια.
Η υπέρβαση όλων των παραπάνω οικολογικών προβλημάτων προϋποθέτει ένα νέο πρότυπο σχέσεων ανθρώπου και φύσης που να δομείται στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Από την ανθρωποκεντρική, δηλαδή, θεώρηση να περάσουμε σε μια φυσιοκεντρική θεώρηση της οικονομίας.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο σχέσεων ανθρώπου και φύσης ο άνθρωπος της αειφορίας είναι ο άνθρωπος με συνείδηση της φύσης του και της φύσης στην αναζήτηση ενός πολιτισμού του μέτρου και του «κατά φύσιν ζην». Είμαστε ένοικοι του πλανήτη και όχι ιδιοκτήτες.
Η παιδεία
Σαφές, επίσης, είναι πως σε μια εποχή που συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές η παιδεία δεν μπορεί να παραμείνει ίδια. Η σύγχρονη παιδεία αυτοεγκλωβίζεται σε έναν άγονο εγκυκλοπαιδισμό ή σε ένα μηχανισμό κοινωνικοποίησης για την υποταγή – προσαρμογή του ατόμου στις επιταγές της κοινωνίας και των απρόσωπων νόμων της αγοράς.
Η παιδεία του μέλλοντος οφείλει να καλλιεργεί τη γνώση στην ενότητά της, να είναι ολιστική, ενιαία και αδιαίρετη. Οι γνώσεις, δηλαδή, και οι δεξιότητες θα πρέπει να σμιλεύονται στην ενότητά τους, να καλλιεργούνται με σκοπό την αναζήτηση της προσωπικής ολοκλήρωσης και να συνεισφέρουν στην κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία.
Αυτό σημαίνει σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, της τεχνικής με τη θεωρητική κατάρτιση, του λόγου με τη δράση. Πρέπει, δηλαδή, η μάθηση να επανασυνδεθεί με το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρό της. Η παιδεία του μέλλοντος δεν θα κλείσει φοβικά τα μάτια της στις νέες προκλήσεις αλλά και ούτε θα αποκόπτεται από τις ρίζες των πνευματικών και δημοκρατικών καταβολών της.
Η δημοκρατία
Σε πολιτικό επίπεδο αναγκαία κρίνεται και η ανανέωση του πνεύματος της δημοκρατίας. Το ανέσπερο φως της δημοκρατίας σήμερα σκιάζεται από φαινόμενα τηλεοπτικής αποχαύνωσης που προάγουν και συντηρούν την «κοινωνία των ιδιωτών». Σημειώνεται μία μετάλλαξη της έννοιας του πολίτη, που από πρωταγωνιστής και υποκείμενο των πολιτικών εξελίξεων κατέστη εργαλείο εξυπηρέτησης αλλότριων συμφερόντων.
Επειδή, όμως, η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα «εν τω γίγνεσθαι» με φοβερή δύναμη προσαρμοστικότητας στα νέα δεδομένα επιβάλλεται να αντιδράσει στις νέες πολιτικές προκλήσεις και να δώσει νέο περιεχόμενο στην πολιτική και στην έννοια του πολίτη.
Ο ασύνορος κόσμος και οι νέες επικοινωνιακές δυνατότητες καθιστούν αναγκαία την ενεργοποίηση των ατόμων με στόχο την άμεση συμμετοχή στα κοινά και στη λήψη αποφάσεων.
Η αυτοβουλία και η αυτονομία των πολιτών έναντι των απρόσωπων μηχανισμών πολιτικής και ιδεολογικής ποδηγέτησης συνιστά τον αναγκαίο όρο για την επιβίωση και τον εμπλουτισμό της δημοκρατίας. Η δημοκρατία του μέλλοντος χρειάζεται πολίτες με γνώση και άποψη και όχι οπαδούς ιδεολογιών.
Νέο δίκτυο συνεργασίας των λαών
Τέλος, σημαντικός κρίνεται ο επανασχεδιασμός της επικοινωνίας των λαών σε διεθνές επίπεδο και η θεμελίωση νέων δικτύων συνεργασίας. Στις μέρες μας και παρά την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, προϊόντων και ιδεών σε διεθνές επίπεδο λόγω της παγκοσμιοποίησης κυριαρχεί και υποβόσκει μία δυσπιστία και αντιπαλότητα μεταξύ λαών και εθνών.
Μπορούμε, όμως, ως παγκόσμια κοινότητα να εδραιώσουμε ένα κλίμα κατανόησης και ειρηνικής συνύπαρξης των λαών πάνω στις αρχές του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και του σεβασμού της διαφορετικότητας. Οι εθνικές διαφορές, οι θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, οι πολιτιστικές αντιθέσεις και οι ιδεολογικές αντιπαλότητες θα πρέπει να οδηγούν σε γόνιμες συνθέσεις και όχι σε άγονες και βίαιες ή και πολεμικές ρήξεις.
Η απεξάρτηση από εθνικιστικά στερεότυπα, ρατσιστικές προκαταλήψεις και ιστορικές ιδεολογίες μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στην οικοδόμηση ενός νέου διεθνιστικού πνεύματος, ικανού να ενώσει τις καρδιές των λαών και να παγιώσει την παγκόσμια ειρήνη.
Η αμφιθυμία απέναντι στις αλλαγές
«Δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα, αν αλλάξουν. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν»
(Γκεόργκ Λάϊχτενμπεργκ)
Σε αυτόν, λοιπόν, τον ωκεανό των αλλαγών και μετασχηματισμών η ανθρωπότητα στέκεται αμφίθυμα. Ο αρχικός ενθουσιασμός μπροστά στο αναγκαίο και επερχόμενο νέο υποχωρεί κάτω από το βάρος και το φόβο ενός ενδεχόμενου εθνικού και προσωπικού ισοπεδωτισμού. Ως λαός και άτομα οφείλουμε τις προκλήσεις της εποχής να τις μετασχηματίσουμε σε ευκαιρίες για ατομική πρόοδο και εθνική επιβίωση και ανάπτυξη.
Η εθνική αυτογνωσία και ταυτότητα
Αρχικά η ευθύνη και ο ρόλος όλων μας συνίσταται στη διατήρηση της ταυτότητάς μας, τόσο της ατομικής όσο και της εθνικής. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την αταλάντευτη απόφασή μας να παραμείνουμε ως λαός και άτομα με ξεχωριστή ιδιοπροσωπία. Κι αυτό όχι από μία άγονη προσκόλληση στο εθνικό στοιχείο αλλά γιατί γνωρίζουμε πως η εθνική και προσωπική ετερότητα συμβάλλει δημιουργικά στον εμπλουτισμό του παγκόσμιου πολιτισμού. Η εθνική αυτογνωσία που πηγάζει από τη γνώση των αυθεντικών στοιχείων της παράδοσης και των εθνικών ιδιαιτεροτήτων μπορεί να διασώσει τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς μας.
Αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια μπορεί να σταθεί και η ιστοριογνωσία που σμιλεύει το εθνικό φρόνημα και καλλιεργεί την εθνική συνείδηση. Απέναντι, επίσης, στον κίνδυνο μιας οικουμενικής ομοιογενοποίησης μπορούμε ως λαός και άτομα να αντιταχθούμε με όπλο τη γλώσσα μας που δεν συνιστά μόνο πυρηνικό στοιχείο της ταυτότητάς μας αλλά και εργαλείο για την ατομική και εθνική αφύπνιση. Στοχεύουμε, δηλαδή, στη διάσωση του «προσώπου» και όχι στην αποδοχή του «προσωπείου».
Πατριωτισμός και κοσμοπολιτισμός
Στην άμυνά μας απέναντι στη διαβρωτική λειτουργία των κοσμογονικών αλλαγών που επιτελούνται μπορεί να βοηθήσει και η κριτική μας στάση απέναντι στον άγονο κοσμοπολιτισμό και την ξενομανία. Επιβάλλεται, δηλαδή, ως άτομα και ως έθνος μέσα από τη γνώση της ιστορίας μας να ενδυναμώσουμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση. Ο δείκτης ατομικής και εθνικής αυτοεκτίμησης πάντα βοηθά στην ενίσχυση και εμπλουτισμό των αντισωμάτων μας απέναντι σε ό,τι απειλεί την εθνική μας ιδιαιτερότητα.
Η διαφύλαξη όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα μπορεί να πραγματωθεί, επίσης, μέσα από την καλλιέργεια ενός υγιούς πατριωτισμού που δεν θα οδηγεί σε εθνικιστικές υπερβολές και απόρριψη κάθε ξενικού στοιχείου. Ο υγιής, δηλαδή, πατριωτισμός μπορεί να συνυπάρξει με το διεθνιστικό πνεύμα μέσα από το σεβασμό του «ξένου» και της γόνιμης αφομοίωσης κάθε νεωτερικού και δημιουργικού στοιχείου.
«Είναι σπουδαίο να αγαπάς τον τόπο σου, τον πολιτισμό, το κλίμα, την ιστορία του∙ αλλά είναι μεγαλύτερο δείγμα πατριωτισμού το να αντιπαρατίθεσαι στους δικούς σου όταν νομίζεις ότι έχουν άδικο»
(Αμικάι, Εβραίος ποιητής)
Πρωτοβουλίες και δράσεις
Ως άτομα, όμως, και ως λαός – έθνος δεν θα πρέπει να επιλέξουμε την οχύρωσή μας στα στενά όρια του έθνους αλλά να αναλάβουμε πρωτοβουλίες και δράσεις που θα μας καταστήσουν πρωταγωνιστές στον παγκόσμιο χώρο.
Μπορούμε, δηλαδή, ως λαός – έθνος με πανοπλία το πολιτιστικό μας παρελθόν (γράμματα – τέχνες) να ενισχύσουμε τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των λαών σε θέματα πολιτισμού.
Ο πολιτιστικός συγκρητισμός της εποχής μας μπορεί να μας βρει σύμμαχους χωρίς το ξενοφοβικό σύνδρομο. Να προπαγανδίσουμε την ειρήνη ως μία δυναμική προοπτική και όχι απλά ως απουσία πολέμου. Να γίνουμε φορείς μιας πλανητικής συνείδησης και πρεσβευτές του οικουμενικού πνεύματος προβάλλοντας με σθένος την αυταξία του ανθρώπου και την ανάγκη ενός νέου πολιτισμού που θα «δοξάζει» τον άνθρωπο.
Η αρετή της ανεκτικότητας και ο σεβασμός της διαφορετικότητας (εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής) μπορούν να καταστούν ο προνομιακός χώρος για την εθνική μας δράση.
Οι νέοι κώδικες ερμηνείας
Τέλος, στο επίπεδο των πρωτοβουλιών σκόπιμο θεωρείται να επανεξετάσουμε ως άτομα και λαός – έθνος τη θέση μας στις παγκόσμιες εξελίξεις – προοπτικές και να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι σε παραδοσιακές αξίες, πρότυπα και ιδεολογικά στερεότυπα. Δεν ωφελεί η άγονη προσκόλληση στο παρελθόν όσο κι αν αυτό ακόμη εμπνέει και διδάσκει.
Η εξέλιξη και η πρόοδος συνιστούν φυσική – ιστορική νομοτέλεια και γι’ αυτό επιβάλλεται η ανίχνευση νέων κωδίκων ερμηνείας, επικοινωνίας και προσαρμογής με το καινούριο. Ως άτομα και λαός – έθνος, όμως, δεν πρέπει και να αφεθούμε στη φορά των κατακλυσμικών αλλαγών που συντελούνται.
Πρέπει εμείς να ορίσουμε τους κανόνες προσαρμογής δημιουργώντας και καλλιεργώντας νέες αξίες, πρότυπα, ιδανικά και στάσεις ζωής. Μόνον, έτσι, θα επιβιώσουμε και θα φανούμε χρήσιμοι στον εαυτό μας και στο νέο κόσμο που γεννιέται. Το «καινούριο» που έρχεται δεν χρειάζεται περιπατητές και «οπαδούς» αλλά «σκεπτόμενους δρομείς».
Επιμύθιον
Η θέση, λοιπόν, και η πορεία μας (ως άτομα και ως λαός – έθνος) δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Σε έναν κόσμο άτακτα μεταβαλλόμενο και αβέβαιο οφείλουμε ως άτομα και λαός – έθνος να ισορροπήσουμε πάνω στην ανάγκη να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας αλλά και να βαδίζουμε παράλληλα με το ξένο και το διαφορετικό. Μπορεί ως άτομα και λαός – έθνος να μην έχουμε τη δύναμη να καθορίσουμε την πορεία του κόσμου∙ μπορούμε, όμως, με συνείδηση και αποφασιστικότητα να αρνηθούμε τη λύση της πολιτιστικής πολτοποίησης και εθνικής αφυδάτωσης και να διακηρύξουμε την πίστη μας σε μια κοινωνία – κόσμο όπου θα κυριαρχεί η ανεκτικότητα, η ελευθερία, η κοινωνική αλληλεγγύη, η δημοκρατία και το δίκαιο. Δηλαδή ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Επειδή ως άτομα, λαός και κράτος δεν είμαστε μόνοι στο σύμπαν αλλά συνυπάρχουμε, ανάγκη είναι να έχουμε ως οδηγό τις παρακάτω θέσεις για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μας.
α. «Ο μόνος τρόπος να επιτύχεις την ανωτερότητα όταν συναλλασσεσαι με τους ανθρώπους, είναι να αφήσεις να φανεί ότι δεν εξαρτάσαι απ’ αυτούς». (Γιάλομ)
β. «Ποτέ μην βρεθείς σε μια θέση από την οποία δεν θα μπορείς να προχωρήσεις χωρίς καταστροφικές επιπτώσεις και δεν θα μπορείς να υποχωρήσεις χωρίς ταπεινωτική απώλεια κύρους». (H. Morgenthau)