Ένας ενδιάμεσος απολογισμός

Με κλειστά τα σύνορα και τις δυσκολίες ομαλοποίησης των διεθνών συναλλαγών η εσωτερική αγορά αποκτά ένα ιδιαίτερο βάρος, κάτι που θα έπρεπε να εκμεταλλευτούμε
(AP Photo/Petros Giannakouris)
(AP Photo/Petros Giannakouris)
ASSOCIATED PRESS

Το τελευταίο εξάμηνο ήταν πλούσιο από γεγονότα που είναι βέβαιο ότι θα σημαδέψουν την πορεία μας ως κοινωνία, ως οικονομία, αλλά και ως συγκάτοικοι ενός πλανήτη που συνταράχθηκε συθέμελα από μια βάρβαρη και ύπουλη αρρώστια. Αρχικά εκτιμώντας ή ελπίζοντας ότι το φαινόμενο θα περιοριστεί στον ασιατικό χώρο, δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία ώστε να γίνει η κατάλληλη προετοιμασία από τις χώρες της Ευρώπης, αλλά και τις ΗΠΑ. Στον καθησυχασμό συνέβαλλαν εξάλλου και οι αλλεπάλληλες δηλώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ότι πρόκειται περί επιδημίας και όχι πανδημίας. Τα γεγονότα όμως διέψευσαν τις αρχικές μετριοπαθείς προβλέψεις και τη θέση τους πήραν τα πιο μαύρα σενάρια που έχουν διατυπωθεί ποτέ. Τόσο για τη θανατηφόρο εξέλιξη της πανδημίας όσο και για τις καταστροφικές επιπτώσεις της στις οικονομίες.

“Κάθε μονάδα μικρότερης ύφεσης, για τη χώρα μας για παράδειγμα, σημαίνει τη σωτηρία περί των 50.000 θέσεων εργασίας καθώς και δεκάδων χιλιάδων λιγότερων λουκέτων.”

Σήμερα, χωρίς να έχουν ακόμη καταγραφεί οι απώλειες εξαιτίας της πανδημίας, οι εκτιμήσεις από όλους τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς αναθεωρούνται προς το χειρότερο. Για τη μεγαλύτερη ύφεση από την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-31 κάνει λόγο το ΔΝΤ, ενώ η παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας για το 2020 της τάξεως του 5%. Όλες οι μεγάλες οικονομίες θα εμφανίσουν αρνητικές μεταβολές στο ΑΕΠ μεταξύ 5 και 9%. Με εξαίρεση μόνο την Κίνα, η οποία θα παρουσιάσει θετικό πρόσημο, μακριά όμως από τις επιδόσεις του παρελθόντος.

Για τη χώρα μας προβλέπεται από την πιο έγκυρη πηγή, την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η ύφεση θα προσεγγίσει το 10%, υψηλότερη από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.

Αναφέρει δε δύο λόγους για την αρνητική εξέλιξη. Πρώτον τη μεγάλη συμμετοχή στο ΑΕΠ του τουρισμού, που προβλέπεται βύθιση, καθώς και του κατακερματισμού της παραγωγικής δραστηριότητας σε πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν τις προϋποθέσεις για να αντέξουν στις επιπτώσεις της κρίσης. Όμως, χωρίς αμφιβολία, το μέγεθος της ύφεσης δεν εξαρτάται μόνο από τις δύο παραπάνω παραμέτρους, αλλά και από την αποτελεσματικότητα της αντίδρασης της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Αυτή η αναγκαιότητα φάνηκε άλλωστε και από την κινητοποίηση όλων των χωρών αμέσως με την εμφάνιση του κινδύνου του κορωνοϊού στην Ευρώπη από τις αρχές Μαρτίου. Όλες οι χώρες, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία και βεβαίως η Γερμανία, έδρασαν αντικυκλικά στη μειούμενη ζήτηση από τα νοικοκυριά για κατανάλωση και των επιχειρήσεων για επενδύσεις, αναπληρώνοντας διαδοχικά με εθνικούς πόρους ένα μέρος των απωλειών. Όλη η προσπάθεια γίνεται βέβαια όχι για να αποφευχθεί η ύφεση, αλλά για να μετριαστεί η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ας σημειωθεί, ότι κάθε μονάδα μικρότερης ύφεσης, για τη χώρα μας για παράδειγμα, σημαίνει τη σωτηρία περί των 50.000 θέσεων εργασίας καθώς και δεκάδων χιλιάδων λιγότερων λουκέτων.

“Η διατήρηση της οικονομίας σε καταστολή για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να θεωρηθεί ως υπεραντίδραση.”

Το ερώτημα τώρα που τίθεται είναι: Αντιδράσαμε σωστά ως χώρα για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις της μεγάλης πανδημίας; Πήραμε εξαρχής τα σωστά μέτρα ή ακόμη μήπως υπεραντιδράσαμε; Σε ότι αφορά το υγειονομικό κομμάτι δεν υπάρχει αμφιβολία, εκ του αποτελέσματος άλλωστε, ότι η αντίδραση ήταν σωστή και έγκαιρη. Με αγαστή συνεργασία των ειδικών επιδημιολόγων, της πολιτείας αλλά και την αξιοθαύμαστη προσαρμογή της συμπεριφοράς των πολιτών στις νέες συνθήκες, περιορίστηκαν οι ανθρώπινες απώλειες σε ελάχιστες, χωρίς μάλιστα να δοκιμαστεί και το σύστημα υγείας μας. Τα μέτρα αποστασιοποίησης, αλλά και κυρίως το κλείσιμο των συνόρων, έδρασαν κατασταλτικά στην εξάπλωση του ιού στη χώρα μας, σε συνδυασμό βέβαια και με το μικρό μέγεθος των αρχικών εστιών (Αμαλιάδα και Καστοριά), οι οποίες περιχαρακώθηκαν και απομονώθηκαν έγκαιρα. Σε ότι αφορά το υγειονομικό κομμάτι στόχος θα πρέπει να είναι η άνετη διαχειρισιμότητα και όχι η πλήρης εξάλειψη του ιού ο οποίος μπορεί να εμφανίζεται κάθε τόσο. Το αυτό ισχύει και για την επερχόμενη τουριστική περίοδο, όπου η διαχειρισιμότητα θα εξαρτηθεί από την καλή προετοιμασία των υγειονομικών υποδομών των νησιών μας. Θα ήταν αδιανόητο εν μέσω τουριστικής περιόδου, επειδή πολύ πιθανόν θα παρουσιαστούν κάποια κρούσματα, να αναστείλουμε πτήσεις, λειτουργία ξενοδοχείων ή ακόμη και να θέσουμε σε καραντίνα κάποιες περιοχές. Άλλωστε, είχαμε αρκετό χρόνο για να προετοιμάσουμε μια ασφαλή υποδοχή και παραμονή.

Στον οικονομικό τομέα επίσης, απόλυτα δικαιολογημένη ήταν και η απόφαση να τεθεί σε καθεστώς Lockdown σχεδόν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Όταν πρέπει να λάβει κανείς αποφάσεις που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο δεν έχει την πολυτέλεια να επεξεργαστεί στρατηγικές που να προβλέπουν εξαιρέσεις, διαφοροποιήσεις ή μελέτες κόστους οφέλους. Αυτά σε ότι αφορά στο αρχικό στάδιο εμφάνισης και εισόδου του κορωνοϊού στη χώρα μας και τις πρώτες αντιδράσεις μας.

Στη συνέχεια όμως, η κατάσταση στο υγειονομικό κομμάτι έδειξε πολύ νωρίς ότι βρίσκεται υπό έλεγχο. Ο ημερήσιος αριθμός των κρουσμάτων, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις σε ειδικές δομές, δεν πήρε de facto ανησυχητικές διαστάσεις, ενώ τόσο η καμπύλη ανθρώπινων απωλειών, όσο και η πληρότητα των ΜΕΘ, έδειχναν ότι κινούνται με μικρά μεγέθη παράλληλα προς τον οριζόντιο άξονα που μετρά το χρόνο. Είχαμε συνεπώς την άνεση, όχι μόνο χρονικά, αλλά και από απόψεως πίεσης των γεγονότων να σχεδιάσουμε τη σταδιακή επαναφορά της οικονομίας στην ομαλότητα, λαμβάνοντας αυτονόητα υπόψη τους υγειονομικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι περιστάσεις.

“Το άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς για μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου η εσωτερική κατανάλωση ανέρχεται περ. στο 68% του ΑΕΠ, δηλαδή 125 δισ. Ευρώ, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά της ύφεσης με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ότι στη Γερμανία για παράδειγμα όπου η ιδιωτική κατανάλωση ανέρχεται μόνο στο 50%, λόγω της μεγάλης της εξωστρέφειας.”

Αντίθετα λοιπόν με τις αρχικές αντιδράσεις που υπήρξαν θετικές, τόσο στον υγειονομικό όσο και στον οικονομικό τομέα, η διατήρηση της οικονομίας σε καταστολή για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να θεωρηθεί ως υπεραντίδραση. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι όσο επεκτείνεται ο χρόνος της απραξίας τόσο περισσότερες επιχειρήσεις αποκτούν ανήκεστο βλάβη, που τις οδηγεί είτε στην παύση λειτουργίας, είτε σε μη αντιμετωπίσιμα προβλήματα, κάθε εβδομάδα ενωρίτερου ανοίγματος της αγοράς για τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι πολύ σημαντική. Ταυτόχρονα βέβαια μειώνεται και το κόστος που επωμίζεται το κράτος από την απώλεια εσόδων και τη μεγαλύτερη περίοδο αναστολής πληρωμών των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς τα ταμεία και την εφορία.

Ας σημειωθεί, ότι το άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς για μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου η εσωτερική κατανάλωση ανέρχεται περ. στο 68% του ΑΕΠ, δηλαδή 125 δις Ευρώ, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά της ύφεσης με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ότι στη Γερμανία για παράδειγμα όπου η ιδιωτική κατανάλωση ανέρχεται μόνο στο 50%, λόγω της μεγάλης της εξωστρέφειας. Με κλειστά τα σύνορα και τις δυσκολίες ομαλοποίησης των διεθνών συναλλαγών η εσωτερική αγορά αποκτά ένα ιδιαίτερο βάρος, κάτι που θα έπρεπε να εκμεταλλευτούμε. Η συντήρηση της εσωτερικής κατανάλωσης βέβαια σε υψηλά επίπεδα σε μια συγκυρία, όπου αυξάνεται η ανεργία, μειώνονται οι μισθοί και ο φόβος των πολιτών για το αύριο είναι διάχυτος, είναι δυνατή μόνο με την ενεργό παρέμβαση του κράτους ενισχύοντας τις κοινωνικές δαπάνες και αυξάνοντας τη δημόσια κατανάλωση. Εδώ, το ελληνικό κράτος υπήρξε διστακτικό, αφού τα ποσά που έχουν διατεθεί ως φρέσκο χρήμα στην αγορά που αυξάνουν την ενεργό ζήτηση, από αυτά τουλάχιστον που γνωρίζουμε, είναι ασήμαντα, ανίκανα να ανακόψουν την έντονα καθοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο γράφων, εκτός των επισημάνσεων για την επερχόμενη λαίλαπα στην οικονομία μας, τις οποίες έκανε ήδη με επανειλημμένες παρεμβάσεις του από τα τέλη Ιανουαρίου, με άρθρο του στις 5 Απριλίου στο sofokleousin.gr με τίτλο “Η στρατηγική για την επανεκκίνηση της οικονομίας”, επεσήμανε πολύ νωρίς την ανάγκη για την προετοιμασία ενός σχεδίου εξόδου της οικονομίας από την καραντίνα και της σταδιακής εφαρμογής του. Δύο μέρες αργότερα στις 6 Απριλίου δημοσιεύεται στα ΜΜΕ μελέτη του Πολυτεχνείου Κρήτης υπό τον επίκ. καθηγητή Ατσαλάκη, στην οποία προβλέπεται «με ακρίβεια προσέγγισης 90%, ότι η εξάπλωση του ιού θα έχει ολοκληρωθεί γύρω στα μέσα Μαίου». Ήδη η κορυφή της σιγμοειδούς καμπύλης είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα από τις 1 και 2 Απριλίου. Η απελευθέρωση της αγοράς δυστυχώς άργησε να εφαρμοστεί, η δε επίσπευση στην υλοποίηση του σχεδίου επιστροφής στην κανονικότητα, συχνά έγινε υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της «ανυπακοής» των πολιτών, οι οποίοι δεν δέχονταν πλέον εντολές ενάντια στην κοινή λογική.

Απολογισμός: Σωστή αντίδραση στον περιορισμό της πανδημίας, αναγκαία η αντίδραση μαζί με την καραντίνα να τεθεί η οικονομία σε καθεστώς lockdown, υπεραντίδραση στη διάρκειά του και υποτονική η δημοσιονομική απάντηση στην ανάσχεση της ύφεσης.

Του Χαράλαμπου Γκότση - Καθηγητής οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Δημοφιλή