Με τη γενιά του 30 θα ολοκληρωθεί ο εικαστικός ιστορικός κύκλος που είχε ανοίξει στην... Κρήτη κατά τον 15 αιώνα. Ένας κύκλος που θα οδηγήσει, πέντε αιώνες αργότερα, από την ιερή ζωγραφική, την αγιογραφία, σε μια κοσμική ζωγραφική –αλλά και αγιογραφία– που αποτελεί, διακηρυγμένα, συνέχεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης.
Η ανάλογη μετάβαση, στην καθολική και προτεσταντική Δύση, θα πραγματοποιηθεί κατά πολύ ταχύτερα και «φυσικά», ήδη από την εποχή του Τρετσέντο, καθώς η ιερή ζωγραφική (ιδιαίτερα επηρεασμένη από το Βυζάντιο) μεταβάλλεται στη θρησκευτική αναπαραστατική ζωγραφική του Τζιότο και πολύ σύντομα θα περάσει στην κοσμική θεματική του Τσινκουετσέντο, του Μποτιτσέλι και των Φλαμανδών ζωγράφων. Η δυτική ζωγραφική θα μεταβεί σχετικά ομαλά από την αγιογραφία στη θεματική εκκοσμίκευση, χωρίς ουσιαστικά ρήξη της ιστορικής συνέχειας – παρά μόνο με αλλαγές στην τεχνοτροπία, τις σχολές και τις μετατοπίσεις του καλλιτεχνικού κέντρου βάρους από τη μια περιοχή της Ευρώπης σε άλλη.
Αυτός ο ιστορικός κύκλος υπήρξε ιδιαίτερα μακροχρόνιος, επίπονος και σκολιός στην περίπτωση της Ελλάδας, εξαιτίας του σκότους στο οποίο βυθίστηκε ο ελληνικός κόσμος κατά τους μακρούς αιώνες της κατοχής. Άλλωστε, η κατοχή από αλλόθρησκους κατακτητές ενίσχυσε τις τάσεις εμμονής στην θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων και την άρνηση όποιας μεταρρύθμισης θα αγνοούσε την ορθόδοξη ιδιοπροσωπία των Ελλήνων. Ο μέγας μεταρρυθμιστής πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, σε επιστολή προς τον προτεστάντη θεολόγο Uyttenbogaert (30.5.1612), είχε προσπαθήσει να διευκρινίσει τις αιτίες της εμμονής των Ελλήνων στην παράδοση:
Ο Λαός μας αρκείται στην γυμνή πίστη του στον Ιησού Χριστό, την οποία προσέλαβε από τους Αποστόλους και τους προγόνους του· μένει ακλόνητος σε αυτή ακόμα και αν χρειαστεί να χύσει το ίδιο του το αίμα και δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτε, ...διατηρεί και συντηρεί ακέραια και αμετάβλητη την Ορθή Δόξα της Θρησκείας του. ...είναι πολύ δύσκολο να εισαγάγετε σε αυτή την περιοχή οποιοδήποτε νεωτερισμό στην Εκκλησία ή στα άρθρα της Πίστεως.
Ένας λαός που επιστρατεύει την πίστη του ως το αποφασιστικότερο όπλο ενάντια στους δυνάστες του πολύ δύσκολα μπορεί να επιχειρήσει οποιαδήποτε αλλοίωση της παράδοσης – ήδη από την εποχή του Γρηγορίου Παλαμά και του ησυχασμού. Ο εφημέριος της αγγλικής πρεσβείας στην Πόλη Τόμας Σμιθ (1668-1671) θα γράψει με εκπληκτική οξυδέρκεια:
Αποδίδω τη διάσωση του Χριστιανισμού εδώ,... στην αυστηρή και απαρέγκλιτη τήρηση των Εορτών και των Νηστειών της Εκκλησίας... Και ενώ εορτάζουν τα βάσανα και τα μαρτύρια των Αποστόλων, του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και των άλλων μεγάλων αγίων..., παίρνουν κουράγιο από τέτοια λαμπρά παραδείγματα, και γίνονται εκείνοι που μπορούν να αντέξουν με τα λιγότερα προβλήματα και τη μικρότερη αποθάρρυνση τις δυστυχίες και τις κακουχίες που καθημερινά αντιμετωπίζουν.
Έτσι, και στον χώρο της ιερής ζωγραφικής, επιδίωξη των καλλιτεχνών θα είναι η απαρέγκλιτη εμμονή στη βυζαντινή παράδοση και η αναπαραγωγή –ή δυνατόν ab aeterno– των ίδιων ιερών μορφών. Συναφώς, η οποιαδήποτε σταδιακή αλλοίωσή τους εμφανίζεται ως υποχώρηση απέναντι στη δυτική ζωγραφική, όπως θα συμβεί από τον Δαμασκηνό και στο εξής. Και μόνο ο Θεοτοκόπουλος θα κατορθώσει να επιτύχει τη σύνθεση που θα αναζητεί ο Παρθένης και ο Γκίκας αιώνες μετά. Αλλά θα την επιτύχει σε ξένο τόπο και με ξένο χρωστήρα.
Τελικώς, με αποκορύφωμα την κατακυριάρχηση της ναζαρηνής τεχνοτροπίας στον χώρο της αγιογραφίας και της δυτικής ζωγραφικής κατά τις απαρχές του νεώτερου ελληνικού κράτους, μοιάζει ως εάν η εξέλιξη της ζωγραφικής τέχνης –κατά τον 18 αιώνα στην Επτάνησο και κατά τον 19 σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο– να αποτελούσε μια διαρκή πορεία αλλοτρίωσης της εγχώριας εικαστικής παράδοσης: Εάν στη Δύση η κοσμική ζωγραφική θα αποτελέσει τη συνέχεια της δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής, στην Ελλάδα η ζωγραφική του 19 αιώνα, και στις δύο εκφάνσεις της, εμφανίζεται ως ρήξη με τον ελληνικό βυζαντινό τρόπο και ως υπαγωγή στο πνεύμα της Εσπερίας.
Σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, και ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα χαθεί το κρητικό κέντρο μετά την τουρκική κατάκτηση, η εγχώρια παράδοση θα καταδυθεί στη λαϊκή κοσμική ζωγραφική και αγιογραφία και σε όλες τις μορφές της λαϊκής τέχνης, στα υφαντά, τις κασέλες, την ξυλογλυπτική. Όπως το δημοτικό τραγούδι διέσωζε τη μεγάλη ποιητική και μουσική κληρονομιά του ελληνισμού, όταν η λόγια παραγωγή είχε χαθεί σχεδόν ολοσχερώς, έτσι και οι ταπεινοί Ηπειρώτες και «Ντηνιακοί» καλλιτέχνες συντηρούσαν, έστω και στην πιο απλή μορφή της, την εγχώρια ζωγραφική και καλλιτεχνική παράδοση. Έσχατη μορφή, ή ίσως και προανάκρουσμα των μελλούμενων, θα αποτελέσει το έργο της οικογενειακής συνοδείας των Ζωγράφων στη συνάντησή της με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη.
Στο τέλος του 19 αιώνα και στις απαρχές του 20, ενώ έχει ήδη χωνευτεί τεχνικά το μάθημα της Δύσης –προς το «εφάμιλλον του ευρωπαϊκού» (Γύζης, Λύτρας, Χαλεπάς)– και ο ελληνικός κόσμος ετοιμάζεται για το τελευταίο άλμα του προς τη Μεγάλη Ιδέα, οι λόγιοι (Παρθένης) αλλά και οι λαϊκοί (Θεόφιλος) εικαστικοί καλλιτέχνες κατευθύνονται προς τη συνάντηση με τη γηγενή παράδοση της ζωγραφικής, προς έναν «ελληνικό ελληνισμό». Το χάσμα των πέντε αιώνων έμοιαζε να κλείνει επί τέλους. Ο θριαμβεύων βενιζελισμός θα συναντήσει την εικαστική του έκφραση στον Ευαγγελισμό του Παρθένη και, ανεπίγνωστα, στον Μέγα Αλέξανδρο του Θεόφιλου.
Το αιφνίδιο τέλος του ονείρου, το 1922, δεν θα οδηγήσει στην ανακοπή της πορείας, αλλά αντίθετα στην εμβάθυνσή της: σκάβοντας βαθύτερα στην παράδοση της ελληνικής διαχρονίας, για να απαντηθεί η ανεπανόρθωτη ιστορική απώλεια, ορθώνοντάς την ώστε να καταστεί εφικτή η ισότιμη συνομιλία με τη Δύση – συμμετέχοντας στη δημιουργία των νέων ρευμάτων από την ελληνική σκοπιά, και όχι μιμούμενοι, θα πει ο Κριστιάν Ζερβός.
Ο κύκλος, από το τέλος του Βυζαντίου έως τη γενιά του 30, θα ολοκληρωθεί – ο δε ελληνικός δρόμος είχε διαγραφεί ήδη με ενάργεια στις τοιχογραφίες του Κόντογλου στο Δημαρχείο της Αθήνας. Όμως, το κόστος των αιώνων της καθυστέρησης υπήρξε τεράστιο για το γένος, και πάντως θα βαραίνει ασήκωτο πάνω στους ώμους των ελίτ και μιας ανελλήνιστης λογιοσύνης που θα ’θελε να χαθεί στις performances μιας Δύσης σε παρακμή –προφανώς όχι εκείνης του Πικάσο– και να διαγράψει, ει δυνατόν, ολόκληρη την ελληνική διαχρονία.
Άραγε, θα υπάρξει μια επόμενη ευκαιρία για τον ελληνικό δρόμο; Το κλείσιμο αυτού του ιστορικού κεφαλαίου θα αποτελέσει την απαρχή ενός νέου ενάρετου κύκλου ή, μήπως, σε μια άλλη, τραγική, νοηματοδότηση του κύκλου, το πανάρχαιο δράμα θα λάβει τέλος;
Μήπως, αντίθετα, οι νεώτεροι Έλληνες καλλιτέχνες, ή τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, όσοι δεν βυθίζονται στις ανούσιες μόδες, συνεχίζουν ή θα συνεχίσουν δημιουργικά από εκεί που σταμάτησε ο Εγγονόπουλος και ο Μόραλης; ¿Quién sabe? Πάντως υπάρχουν κάποιες θετικές ενδείξεις. καθώς η ιστορία δεν είναι πειραματική επιστήμη για να προβλέπει με ακρίβεια το μέλλον, και υπάρχει πάντοτε μια μισάνοιχτη πόρτα που μπορεί να κλείσει, ή ίσως και να ανοίξει.
[Από τον επίλογο του νέου βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά: Από τη Μεταβυζαντινή ζωγραφική στη Γενιά του 30. Μια πολιτική Ιστορία που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις στις 12 Δεκεμβρίου].
Jean Aymon, Monuments authentiques de la religion des Grecs, et de la fausseté de plusieurs confessions de foi des chrétiens orientaux; produites contre les théologiens réformez, par les prélats de France & les docteurs de Port-Roial, dans leur fameux ouvrage de la perpétuité de la foi de l’église catholique..., Χάγη 1708, σσ. 130-131.