Εκλογές σήμερα στην Ρωσία, και όπως κυκλοφορεί σκωπτικά μεταξύ των Ρώσων «ο Πούτιν έχει μόνον ένα αντίπαλο, τον εαυτό του». Έχοντας αποκλείσει με μεθόδους που οφείλει στην διαπαιδαγώγησή του κατά την θητεία του στην KGB τον μοναδικό αντίπαλο που μπορούσε να βλάψει την παντοδυναμία του, τον Aλεξέι Ναβάλνι, ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς αναμένεται να λάβει περί το 70% των ψήφων ενός εκλογικού σώματος 110 εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Δεύτερος στις σχετικές προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, εμφανίζεται ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος φέρεται να συγκεντρώνει μόλις το... 7% των προτιμήσεων, που αντιστοιχεί μόλις στο 1/10 των ποσοστών του Πούτιν, ο οποίος με την επικράτησή του αυτή θα γίνει ο δεύτερος μακροβιότερος ηγέτης της χώρας μετά τον Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουκασβίλι, γνωστού σε όλους μας ως Στάλιν.
Η αψεγάδιαστη εικόνα της ρώσικης πολιτικής, που ο πρόεδρος της Ρωσίας θέλει να προβάλει διεθνώς σε απάντηση της πάγιας προπαγάνδας των δυτικών ΜΜΕ, ωστόσο, κρύβει πολλά κάτω από την επιφάνειά της, καθώς πολλά σύννεφα έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται πάνω από την οικονομία της χώρας, που βλέπει τον δυναμισμό της να συναντάει τα όριά του κλονισμένος από τα πάγια, δομικά προβλήματα της χώρας.
Και επειδή μιλάμε για μια κοινωνία που από την ίδια της την ιστορική πορεία, αυτοκρατορική, κομμουνιστική και μετα-κομμουνιστική ενοποιείται και συνέχεται γύρω απ′ το κράτος και σε αναφορά σε αυτό, αυτά ακριβώς τα δομικά προβλήματα της ρωσικής οικονομίας είναι πολιτικά προβλήματα, που καταλήγουν να αφορούν, και εν τέλει να χρεώνονται στον ίδιο τον Πούτιν.
Βρισκόμαστε πλέον μακριά από το success story της δεκαπενταετίας 2000-2014, όπου ο ισχυρός άνδρας της Ρωσίας θα καταφέρει διαδοχικά, εκμεταλλευόμενος την εκτόξευση των εσόδων από την πώληση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, να συμμαζέψει το κράτος και τα δημόσια οικονομικά (...προπληρώνοντας μάλιστα το δημόσιο χρέους στους ξένους οργανισμούς), να κατισχύσει πάνω στους Ρώσους ολιγάρχες που δρούσαν διαλυτικά για την ενότητα της Ρωσίας και έπαιζαν ρόλο δούρειου ίππου της ξένης επέμβασης μέσα σε αυτήν, να ανορθώσει την ρώσικη πολεμική βιομηχανία, αλλά και να θέσει τις διπλωματικές βάσεις για μια πολυπολική στρατηγική αμφισβήτησης της δυτικής παντοδυναμίας.
Όλα αυτά θα βρουν αντανάκλαση σε ένα πρωτοφανές για την υστεροσοβιετική και μετασοβιετική Ρωσία κλίμα οικονομικής σταθερότητας, προϊόν των περίφημων «πουτινομικών», τα οποία επέτυχαν αργά αλλά σταθερά την αναβάθμιση του εγχώριου βιοτικού επιπέδου. Η συνταγή ήταν απλή όσο και οικονομικά ετερόδοξη: Συγκράτηση των συντάξεων σε υψηλά επίπεδα, καταπολέμηση της ανεργίας μέσω της μείωσης των μισθών, ακόμα κι αν θυσιάζονται πιο γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης.
Το τέλος αυτής της «ευτυχούς» πουτινικής περιόδου έρχεται με το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Η σκληρή αντίδραση της Μόσχας που θα ακολουθήσει θα συγκαλύψει το γεγονός ότι, αρχικώς, ο «πολύς» τσάρος, και ο υπερδραστήριος, όσο και λόγιος υπουργός εξωτερικών του θα «πιαστούν στον ύπνο» αποτυγχάνοντας να διαγνώσουν έγκαιρα την δυτική μεθόδευση στο μαλακό υπογάστριο της χώρας: Το ξέσπασμα της «ευρωμαϊντάν» θα τους βρει να γιορτάζουν στο Σότσι με μια επιδεικτική μεγαλοπρέπεια τους πιο ακριβούς χειμερινούς ολυμπιακούς της ιστορίας, γεγονός που αποτέλεσε και την πρώτη ένδειξη ότι η νέα ρώσικη αυτοπεποίθηση μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε αλαζονεία – που, ως γνωστόν, τυφλώνει.
Η περιπέτεια του Ουκρανικού, θα κοστίσει λόγω των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλει η Δύση στην Ρωσία, μια πρώτη ανάσχεση της δυναμικής ανασυγκρότησής της: Η χώρα θα «στεγνώσει» από ξένες επενδύσεις, την ίδια στιγμή που δοκιμάζεται από την πτώση των εσόδων της πετροπροσόδου, καθώς το αντίπαλο πετρελαϊκό μπλοκ επιδιώκει και συγκρατεί χαμηλά τις τιμές του πετρελαίου, ώστε να δημιουργήσει πρόβλημα στις εξαγωγές της Ρωσίας, (αλλά και του Ιράν καθώς και της Βενεζουέλας). Ενδεικτικό το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν κατά την διετία 2014-2016 από τα 110$ στα 30$ το βαρέλι –για να ξαναπάρει την ανιούσα στις αρχές του 2017.
“Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 34% των νοικοκυριών της χώρας αναγκάζονται να δωροδοκήσουν ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στις βασικές κρατικές παροχές και υπηρεσίες”
Η διετία 2014-2016, θα είναι περίοδος επώδυνης διόρθωσης για τους Ρώσους. Ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε, αν και οι αρχές κατάφεραν εν τέλει να τον τιθασεύσουν, οι μέσοι μισθοί έπεσαν από τα 867$ του 2013, στα 553$ το 2017, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε μέσα σε 3 χρόνια σχεδόν κατά 50% σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, από τα 15.543,68$ το 2013, στα 8.748,36 το 2016. Η μεσαία τάξη έχασε την πρόσβαση στο επίπεδο της ευημερίας που μόλις είχε αρχίσει να απολαμβάνει, ενώ οι φτωχοί έγιναν ακόμα φτωχότεροι: Τα επίπεδα της φτώχειας, ανήλθαν για πρώτη φορά κατά την μακρά περίοδο διακυβέρνησης του Πούτιν κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (2013-2016), γεγονός που ανάγκασε και τον ίδιο να καταγγείλει ως «απαράδεκτο» το γεγονός ότι 20 εκατομμύρια πολίτες του ζουν κάτω από το σχετικό όριο, κατά την διάρκεια της φετινής ετήσιας ομιλίας του προς το έθνος, την οποία ο ίδιος μεθόδευσε με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιαστεί σαν κεντρικό προεκλογικό γεγονός.
Βέβαια από την άλλη, την ίδια περίοδο, οι ρωσικές τράπεζες μείωσαν την έκθεσή τους στο ξένο χρέος, και το εμπάργκο της Δύσης έσπρωξε περισσότερο την Ρωσία προς την Ανατολή και την Κίνα. Η πτώση της πετροπροσόδου, ανάγκασε το Κρεμλίνο επί τέλους να συνειδητοποιήσει ότι για να μπορέσει να ξεφύγει από την «παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος», δηλαδή από το στάτους της εσαεί αναπτυσσόμενης οικονομίας, θα πρέπει να υπερβεί τον εξορυκτισμό και την εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές των ενεργειακών της πόρων: Έτσι, τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου πέραν του 40ου δολαρίου ανά βαρέλι, εκταμιεύονται σε λογαριασμούς που τους διαχειρίζεται ένα ειδικό ταμείο μακροχρόνιων επενδύσεων με σκοπό την αναβάθμιση της δευτερογενούς παραγωγής και των νέων τεχνολογιών. Ο ίδιος ο Πούτιν, θα δηλώσει εξάλλου τον Σεπτέμβριο του 2017, ότι ο μελλοντικός κυρίαρχος του πλανήτη θα είναι εκείνος που θα σημειώσει την ουσιαστικότερη πρόοδο στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης.
Κι όμως, όλα δείχνουν πως οι εξαγγελίες αυτές θα παραμείνουν εξαγγελίες καθώς οι παράγοντες που λειτουργούν ανασχετικά προς την απαιτούμενη αλλαγή πορείας, όχι μόνον είναι δομικοί αλλά συνδέονται με το ίδιο το καθεστώς που ο Πούτιν οικοδόμησε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την διαφθορά, που εκπληρώνει ταυτόχρονα πολλαπλές πολιτικές λειτουργίες: Συντηρεί, μέσω της αύξησης των εισοδημάτων της γραφειοκρατίας, την αφοσίωση ενός στρατού κρατικών αξιωματούχων στο πρόσωπό του, ξεκινώντας από την κορυφή και φτάνοντας στις κατώτερες θέσεις του κράτους. Ενώ το ίδιο συμβαίνει με την διαπλοκή σε ό,τι έχει να κάνει με τον αναιμικό ιδιωτικό τομέα, και ιδίως τους μεγάλους επιχειρηματίες.
Την ίδια στιγμή, όμως, το φαινόμενο εξελίσσεται σε εφιάλτη για τους μη-προνομιούχους, ιδίως τους φτωχότερους όπως έδειχνε και η αριστουργηματική ταινία του Γιούρι Μπίκοφ «Ο Ηλίθιος». Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 34% των νοικοκυριών της χώρας αναγκάζονται να δωροδοκήσουν ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στις βασικές κρατικές παροχές και υπηρεσίες, γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο την συμμετοχή τους στην πολυπόθητη «νέα ευημερία».
Το παζλ της ευνοιοκρατίας, βέβαια, δεν εξαντλείται μόνο στους κρατικούς αξιωματούχους και τους επιχειρηματίες που χαίρουν την αποδοχή του προεδρικού περιβάλλοντος. Περιλαμβάνει και «πελάτες» χαμηλότερων εισοδημάτων, και κυρίως τους συνταξιούχους απέναντι στους οποίους ο πρόεδρος εμφανίζεται ιδιαιτέρως γαλαντόμος, την ίδια στιγμή που οι προοπτικές για τις νέες γενιές Ρώσων γίνονται ακόμα πιο σκοτεινές.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που πριν από έναν χρόνο, τον Μάρτιο του 2017 ξέσπασε η πρώτη μαζική κοινωνικο-πολιτική κινητοποίηση στην Ρωσία, καθώς πάνω από 60.000 άνθρωποι, ιδίως των νεώτερων ηλικιών – της γενιάς, μάλιστα που μεγάλωσε κατά την χρυσή εποχή του Πουτινισμού – βγήκαν στους δρόμους σε όλες τις περιφέρειες της Ρωσίας για να καταγγείλουν, τι άλλο; την διαφθορά και την ευνοιοκρατία. Ως χαρακτηριστική φιγούρα του κινήματος, αναδείχτηκε ο υπ αριθμόν ένα αντίπαλος του Πούτιν, Αλεξέι Ναβάλνι, γεγονός που θα του κοστίσει αργότερα την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο η ίδια η απαγόρευση της καθόδου του, δείχνει ότι ο Πούτιν φοβάται την απήχηση της ατζέντας του. Παρ όλη την ρητορική ότι πρόκειται απλώς για μια νέα φιγούρα του φιλελεύθερου δούρειου ίππου της Δύσης, αν και ο ίδιος ο Νόβαλνι δηλώνει «δημοκράτης εθνικιστής», κάτι που έχει τρομάξει και απογοητεύσει τους παραδοσιακούς πόλους της δυτικής προπαγάνδας, η απήχησή του στην περιφέρεια της Ρωσίας, έξω δηλαδή από τα παραδοσιακά προπύργια του ισχνού φιλελεύθερου, φιλοδυτικού στρατοπέδου είναι το γεγονός που έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα το Κρεμλίνο, εξωθώντας το καθεστώς να επιλέξει πλάγιες μεθόδους που θα τον βγάλουν από την μέση.
Τι άλλο θα μπορούσε να σημάνει αυτό, πέραν από μια υπέρτατη ένδειξη αδυναμίας;
“Η εικόνα που θέλει να προβάλει το Κρεμλίνο και ο ίδιος ο Πούτιν για το καθεστώς του δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα – τουλάχιστον όχι τόσο όσο αντιστοιχούσε πριν το 2014”
Ωστόσο, η διαφθορά και η ευνοιοκρατία δεν είναι τα μόνα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η Ρωσία. Σε σχέση με το περιβάλλον του νέου οικονομικού ανταγωνισμού, έτσι όπως καθοδηγείται από δυνάμεις όπως η Κίνα και η Γερμανία – με την έμφαση που δίνουν στην περίφημη «βιομηχανία 4.0», δηλαδή στην ρομποτοποίηση και την ψηφιοποίηση του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα – η Ρωσία υστερεί θεαματικά, καθώς το βραδυκίνητο κρατικιστικό μοντέλο αδυνατεί να παρακολουθήσει την αλματώδη πρόοδο της τεχνικής σε Δύση και Ανατολή [που συντελείται μέσω δυο αρκετά διαφορετικών παραλλαγών μιας υβριδικής κοπής κρατικοϊδιωτικής, ωστόσο, συνεργασίας].
Και τέλος, είναι και η κατάσταση των υποδομών κάθε είδους, από τις μεταφορές μέχρι εκείνες των πόλεων που χρήζουν άμεσης αναβάθμισης, καθώς σε αυτό το πεδίο η μετα-σοβιετική κατάρρευση μάλλον συνεχίζεται.
Απόρροια όλων αυτών, είναι το γεγονός ότι η Ρωσία παραμένει ένα περιβάλλον μάλλον εχθρικό για την πραγματοποίηση επενδύσεων, ξένων ή εγχώριων. Κι εδώ υπάρχει ένα αδιάσειστο τεκμήριο, καθώς η αναζήτησή τους παραμένει ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο αφού για την παρουσίαση της εσωτερικής κατάστασης της χώρας συγκρούονται δυο προπαγάνδες, η ρωσική και εκείνη της Δύσης. Τι άλλο όμως να σημαίνει πέρα από την επιβεβαίωση όλων των παραπάνω το γεγονός ότι ακόμα και οι επιχειρηματίες και οι πλούσιοι που ανήκουν στο μπλοκ του κατεστημένου επιλέγουν να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους έξω από την χώρα, ιδίως στην αγορά ακινήτων του Λονδίνου; Είναι κι αυτοί βέβαια υπέρ του «ραντιέρηδες», στερούνται δηλαδή της εφευρετικής αλλά και τυχοδιωκτικής έφεσης των Αμερικάνων και των Κινέζων ομολόγων τους, πράγμα που αποτελεί απόρροια μιας μακράς ιστορικής παράδοσης στην Ρωσία, όπου η αστική τάξη κατασκευάζεται ή/και παραμένει παρακολούθημα της κρατικής εξουσίας.
Έτσι, παρά τις επίπονες επικοινωνιακές προσπάθειες του ρώσικου κατεστημένου, τα μελανά σημεία της διακυβέρνησης Πούτιν πολλαπλασιάζονται στο εσωτερικό πεδίο, σε σημείο μάλιστα ώστε να εμφανίζονται σημάδια κόπωσης της δημοφιλίας του. Δεν είναι τυχαίο ότι το θετικό κλίμα που ακολούθησε την προσάρτηση της Κριμαίας, και της σκληρής απάντησης στην Δύση που ο ίδιος επιφύλασσε, ιδίως σε ό,τι αφορά στα μέτωπα της Ουκρανίας και της Συρίας, εξανεμίστηκε καθώς εκφράστηκε η δυσαρέσκεια ενός μεγάλου κομματιού της κοινής γνώμης για τις συνθήκες της εσωτερικής διακυβέρνησης και κατάστασης. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Πούτιν, αναγκάστηκε να παραδεχτεί πλευρές της στην ετήσια ομιλία του, ή ακόμα και το ότι αγγλόφωνες ιστοσελίδες που λειτουργούν ως την άτυπη «φωνή του Κρεμλίνου» στο παγκόσμιο διαδίκτυο (όπως η Russia Today) άρχισε να αναφέρεται στην διαφθορά, και να δημοσιοποιεί υποθέσεις καταδίκης ακόμα και πρώην υπουργών του Προέδρου αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Για την ώρα, βέβαια, η κρίση δεν είναι δυνατόν να εκδηλωθεί άμεσα. Ωστόσο, ακόμα και το ίδιο το κατεστημένο τρέχει να προλάβει ενδείξεις που ενδεχομένως να την προαναγγείλουν: Έπειτα από τον αποκλεισμό του από τις προεδρικές εκλογές, ο Ναβάλνι κάλεσε σε αποχή, δημιουργώντας στο Κρεμλίνο έναν επιπλέον πονοκέφαλο: Παρά την προφανή παντοδυναμία του Ρώσου προέδρου, θα πρέπει συν τοις άλλοις να αποδείξει με την συμμετοχή στις κάλπες ότι το έρεισμα της κοινωνικής, ακόμη, αντιπολίτευσης παραμένει αρκετά μειοψηφικό. Γι’ αυτό και ο πήχης έχει τεθεί από το ίδιο το κατεστημένο στο 70-70, να πάρει δηλαδή ο Πούτιν 70%, αλλά και να ξεπεράσει η συμμετοχή το 70% του εκλογικού σώματος.
Φυσικά και δεν έχει νόημα να προβεί κανείς σε οποιεσδήποτε προβλέψεις. Σημασία έχει, ωστόσο, να αντιληφθούμε ότι η εικόνα που θέλει να προβάλει το Κρεμλίνο και ο ίδιος ο Πούτιν για το καθεστώς του δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα – τουλάχιστον όχι τόσο όσο αντιστοιχούσε πριν το 2014.
“Το ποσοστό των μουσουλμάνων στην Ρωσία αγγίζει πλέον το 15%· με την προσέγγιση Πούτιν - Ερντογάν, ο πρώτος διασφαλίζει την «πειθάρχηση» όλων αυτών, ιδίως στην πολύ ευαίσθητη και ταραγμένη περιοχή της Τσετσενίας”
Και αυτό δεν αφορά μόνο στο εσωτερικό πεδίο, αλλά και στο εξωτερικό. Με την «ετερόδοξη» συμμαχία που έχει συνάψει στο πεδίο της συριακής αντιπαράθεσης με Τουρκία, η Ρωσία κινδυνεύει να χάσει το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» που διατηρούσε στις διεθνείς σχέσεις, ιδίως μέχρι το 2011, όταν είχε κάθε έρεισμα να μέμφεται τις ΗΠΑ και τους ακολούθους της στην δυτική μονοπολικότητα, ότι εκθρέφουν το χάος και την βαρβαρότητα με τον αποικιοκρατικό επεμβατισμό και την ασύμμετρη πολιτική «αλλαγής καθεστώτων».
Στ’ όνομα ενός ρεαλισμού, που δυστυχώς σε ότι αφορά τον ρωσοτουρκικό άξονα, καταντάει χυδαίος κυνισμός, είναι εκείνη πια και ο ηγέτης της, που χάριν του πολιτικού υπολογισμού κλείνει τα μάτια στους βομβαρδισμούς νοσοκομείων, στις δολοφονίες αμάχων και πολλών παιδιών που με ωμότητα και υπερηφάνεια διαπράττει η Τουρκία του Ερντογάν στο μαρτυρικό Αφρίν. Βέβαια πίσω από την ρωσοτουρκική προσέγγιση κρύβεται και άλλη μια υπόγεια υπόμνηση της εγχώριας αδυναμίας που το Κρεμλίνο θα ήθελε να παραμείνει κρυφή: Σύμφωνα με το Russia Today, το ποσοστό των μουσουλμάνων στην Ρωσία αγγίζει πλέον το 15%· με την προσέγγιση Πούτιν - Ερντογάν, ο πρώτος διασφαλίζει την «πειθάρχηση» όλων αυτών, ιδίως στην πολύ ευαίσθητη και ταραγμένη περιοχή της Τσετσενίας. Ένας παράγοντας, που δεν συζητείται όσο θα του άξιζε.
Εν πάσει περιπτώσει, όμως, η ρώσικη διπλωματία (ίσως εξαιτίας της τραχύτητας με την οποία εκδηλώνεται ιστορικά η εξουσία του ρωσικού κράτους στο εσωτερικό;) λίγο ενδιαφέρεται για την περίφημη «ήπια ισχύ» και τον ρόλο του ηθικού κύρους στην διεθνή σκακιέρα. Και αυτό κάτι είναι που υπερβαίνει την παρούσα περίοδο, χαρακτηρίζει τόσο την εποχή του σοβιετικού σοσιαλϊμπεριαλισμού, όσο και παλαιότερα: Κάτι ξέρουμε κι εμείς οι Έλληνες που επανειλημμένα κατά τους προηγούμενους αιώνες, έχουμε πέσει θύμα των ρωσικών υποσχέσεων, που συνήθως αποδεικνύονται τυχοδιωκτικού χαρακτήρα, για να χρησιμοποιηθεί η ειλικρινής μας φιλία και πολιτισμική εγγύτητα με τον ρώσικο λαό ως εργαλείο των υπολογισμών του μοσχοβίτικου κράτους…
Από όλα τα παραπάνω, τι άραγε μένει στο πηλίκο από την διενέργεια των ρωσικών εκλογών; Όπως λέχθηκε παραπάνω, ότι για τους Ρώσους η απόσταση μεταξύ της αυτοπεποίθησης και της αλαζονείας είναι πολύ μικρή, και ότι ενδεχομένως ο διεθνής ακτιβισμός του ρώσικου παράγοντα έχει θέσει τα πόδια της έξω απ’ το πάπλωμα: Εξ άλλου, η Ρωσία των 144 εκατομμυρίων διατηρεί ένα ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, 1,283 τρισ.$ το 2016, που μόλις και υπερβαίνει τα 1,232 τρισ.$ της βυθισμένης στην κρίση Ισπανίας των 46,5 εκατομμυρίων.
Υπό αυτήν την έννοια, ο Πούτιν υπερβάλλει όταν αναγγέλλει κατά την ετήσια ομιλία του προς το έθνος, την έλευση μιας νέας αυτοκρατορικής εποχής για την Ρωσία, δείχνοντας βίντεο και φωτογραφίες υπερσύγχρονων πυρηνικών όπλων. Ακόμα κι αν θέλει να αυτοπροβάλλεται ως Τσάρος, ενόψει μιας εκλογικής αναμέτρησης που μάλλον θα αποδειχθεί τυπική, η ίδια η πραγματικότητα τον διασκεδάζει σαν να είναι ένας παπουτσωμένος τσάρος.
Ας ελπίσουμε, ότι ο ρώσικος λαός που μόλις συνήλθε από την εφιαλτική μέθη της γιελτσινικής περιόδου, να μην κληθεί να πληρώσει στα χρόνια που έρχεται και την πουτινική μέθη της αλαζονείας…