Με αφορμή την γυναικοκτονία που σημειώθηκε στις 22/5 στο Μενίδι, και καθώς οι “μεμονωμένες” ιστορίες γυναικοκτονιών αθροίζονται, έχει σημασία να αφιερωθεί ουσιαστικός χρόνος για προβληματισμό σχετικά με ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Η ενδοοικογενειακή βία που στις ακραίες τις μορφές παίρνει την μορφή των γυναικοκτονιών, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια απόδειξη ότι καμία έμφυλη ισότητα δεν έχει επιτευχθεί, παρά τις αισιόδοξες διακηρύξεις πολιτικών φωνών. Είναι σημαντικό να προσπεράσουμε το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αποτελούν μεμονωμένες ιστορίες που ανήκουν στην ιδιωτική σφαίρα. Κάθε ξεχωριστή ιστορία αποτελεί το προϊόν της δομής στην οποία υπάρχουμε και στην οποία εκπαιδευόμαστε να σχετιζόμαστε με όρους και προσδοκίες εξουσίας. Παρακάτω, θα αναρωτηθούμε για τα ουσιαστικά αίτια της ενδοοικογενειακής βίας προσπαθώντας να αποφύγουμε κοινοτοπίες αλλά και την αναπαραγωγή στερεοτύπων.
Ορισμοί και στατιστικά
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των εννοιών, έχει σημασία να παραθέσουμε βασικούς ορισμούς της ενδοοικογενειακής βίας. Οι επικρατέστεροι ορισμοί τίθενται ως εξής: Ενδοοικογενειακή βία ορίζουμε ως το επαναλαμβανόμενο μοτίβο άσκησης βίας με στόχο την διατήρηση του ελέγχου και της εξουσίας. Βασικό στοιχείο της ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί ότι ο δράστης ή οι δράστες αποτελούν πρόσωπα από το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος. Η ύπαρξη γάμου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μιλήσουμε για ενδοοικογενειακή βία (Garcia-Moreno, C., Jansen, H. A., Ellsberg, M., Heise, L., & Watts, C. 2006)..
Παρότι ο τρόπος που περιγράφεται η ενδοοικογενειακή βία στη σύγχρονη βιβλιογραφία αφαιρεί τον παράγοντα του φύλου από τις ταυτότητες του θύματος και του δράστη, έχει σημασία να συγκεκριμενοποιήσουμε την κυρίαρχη εμπειρία. Τα καταγεγραμμένα έως τώρα στατιστικά αναδεικνύουν ότι οι γυναίκες είναι συχνότερα θύματα ενδοοικογενειακής βίας από τους άντρες. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης μία στις τέσσερις Ευρωπαίες βιώνει ή θα βιώσει ενδοοικογενειακή βία κάποια στιγμή στη ζωή της, ενώ κάθε χρόνο 6% έως 10% των γυναικών υφίστανται ενδοοικογενειακή βία (Lyon, E.2002).
Προκειμένου να καταστήσουμε σαφή την υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε εμπειρίες θυματοποίησης, θα είχε σημασία να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας το εξής :
Από τί πεθαίνουν οι γυναίκες τον 21ο αιώνα;
Αυτοάνοσες παθήσεις ή αυτοκινητιστικά ατυχήματα θα ήταν σίγουρα δύο βασικές αιτίες που θα συναντήσουμε στα κυρίαρχα στατιστικά. Ωστόσο, ίσως να εκπλαγούμε στην πληροφορία ότι σύμφωνα με το UNODC , το 2021, περίπου το 58% των θανάτων που αφορούν στο γυναικείο πληθυσμό, προκύπτει από δολοφονίες από στενούς συντρόφους ή μέλη της οικογένειας.
Τα παραπάνω στατιστικά έχουν σημασία , γιατί συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με φωνές οι οποίες τείνουν να αποπροσωποποιούν την βία λέγοντας ότι αυτή συμβαίνει χωρίς ο παράγοντας του φύλου, της τάξης ή της εθνικότητας να παίζει ρόλο. Επιστημονικά αλλά και για λόγους κοινωνικής προάσπισης των θυμάτων, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε ποιες κοινωνικές ταυτότητες είναι εκείνες οι οποίες βρίσκονται συχνότερα σε κίνδυνο, αντί να μιλάμε γενικά λέγοντας ότι “ο καθένας είναι εν δυνάμει θύμα”.
Θεωρίες εξήγησης των αιτιών της ενδοοικογενειακής βίας
Πριν βιαστούμε να μιλήσουμε για “λύσεις”, χρειάζεται να αναζητήσουμε με ψυχραιμία τις επιστημονικές κοινωνικές θεωρίες που αποπειρώνται να ερμηνεύσουν τα συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα. Οι επικρατούσες φεμινιστικές θεωρίες αναγάγουν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στην δομή των κοινωνιών μας. Ιστορικά, οι γυναίκες, ως ταυτότητα, έχουν υποστεί χρόνιες ανισότητες και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Από την ύπαρξη του πολιτισμού, με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, οι κοινωνίες δομήθηκαν ως πατριαρχικές και καταπιεστικές για τις γυναίκες. Ο πολιτισμός καθώς και ο κυρίαρχος λόγος διαμορφώνει μορφές ιεραρχίας, καθώς και συστήματα καταπίεσης. Ενδεχομένως, κάποιος να πει “Μα, ζούμε στον 21ο αιώνα! Τι νόημα έχουν αυτά τα ιστορικά στοιχεία;”. Οι κοινωνίες, ωστόσο, δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη, και κατάλοιπα προηγούμενων μορφών κοινωνιών συνεχίζουν να εμφανίζονται. Η ιδέα της “ιδιοκτησίας” είναι κυρίαρχη σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Ως στόχος της βίας (είτε λεκτικής, σωματικής ή οικονομικής) τίθεται ο έλεγχος και η εξουσία (Goodman, L. A., Smyth, K. F., Borges, A. M., & Singer, R.2009). Επομένως, οι πεποιθήσεις σχετικά τους έμφυλους ρόλους και με την ανδρική εξουσία είναι βασικοί παράγοντες σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Ένα ψύχραιμο επιχείρημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το εξής:
“Αν η βία κατά των γυναικών είναι αποτέλεσμα μιας κυρίαρχης ιδεολογίας, γιατί δεν συμβαίνει σε μεγαλύτερη έκταση από αυτή που καταγράφεται;”.
Εδώ υπάρχουν δύο απαντήσεις. Πρώτον, τα ποσοστά καταγραφής της επίσημης βίας κατά των γυναικών δεν προσεγγίζουν στο ελάχιστο της πραγματικές διαστάσεις του φαινομένου. Δεύτερον, οι κοινωνίες δεν εξελίσσονται ομοιόμορφα. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως οι κοινωνικοί αγώνες και έχουν αποτέλεσμα σε ένα μέρος της κοινωνίας και στις πεποιθήσεις της, αλλά υπάρχουν και τμήματα της κοινωνίας που δεν απαντούν με τον ίδιο τρόπο και με τον ίδιο ρυθμό σε κοινωνικές εξελίξεις.
Βασική συμβολή στους παραπάνω προβληματισμούς μπορεί να προσφέρει και η θεωρία της μίμησης προτύπων. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο, η εμπειρία θυματοποίησης σε παιδική ηλικία συνεπάγεται αυξημένες πιθανότητες είτε εκ νέου θυματοποίησης σε ενήλικη ηλικία είτε την μετακίνηση του ατόμου σε θέση θύτη. Όσον αφορά στις γυναίκες οι οποίες υφίστανται εμπειρίες βίας σε μικρή ηλικία, φαίνεται να έχουν αυξημένες πιθανότητες να θυματοποιηθούν ως ενήλικες. Όσον αφορά στους άντρες που θυματοποιήθηκαν σε παιδική ηλικία, φαίνεται ότι έχουν αυξημένες πιθανότητες να προβούν σε βίαιες συμπεριφορές. Ουσιαστικά, η παραπάνω θεωρία αναδεικνύει τον ρόλο του “οικείου”, δηλαδή της μάθησης μέσα από την εμπειρία ως παράγοντα που συμβάλλει σε φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας.
Τέλος, έχει σημασία να αναφέρουμε ότι υπάρχουν παράγοντες οι οποία καθιστούν μια γυναίκα-θύμα ενδοοικογενειακής βίας σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Η ανεργία, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος καθώς και η απουσία οικονομικών πόρων αυξάνουν τον κίνδυνο μακροχρόνιας θυματοποίησης και μειώνουν τις πιθανότητες διαφυγής (Adams, A. E., Tolman, R. M., Bybee, D., Sullivan, C. M., & Kennedy, A. C.2012).
Ποιές είναι οι “λύσεις”;
Οι λύσεις στις οποίες σκοπεύουμε να καταλήξουμε, θα πρέπει να πληρούν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, χρειάζεται να παράγονται ως αιτήματα από τα ίδια τα φεμινιστικά κινήματα. Είναι, δηλαδή, σημαντικό να εισακουστούν οι προτάσεις των ίδιων των υποκειμένων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεύτερον, οι προτάσεις χρειάζεται να προκύπτουν από τα αίτια που εντοπίζει η σύγχρονη βιβλιογραφία. Αυτό σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις πρέπει να αφορούν, την εξάλειψη των πολιτισμικών προτύπων που θέτουν την γυναίκα ως αντικείμενο, την έγκαιρη αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης η οποία φαίνεται να αναπαράγει διαγενεακά μοντέλα βίαιης συμπεριφοράς, και ,τέλος, την ενδυνάμωση των γυναικών μέσα από πολιτικές πρόνοιας οι οποίες θα δρουν στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των εμπειριών ανισότητας. Το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να θεωρηθεί πρόβλημα πολιτικής, και κατ’ επέκταση , χρειάζονται πολιτικές λύσεις.
Η συγκρότηση ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας, το οποίο θα εμπλέκεται ουσιαστικά στην πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε περιπτώσεις κακοποίησης είναι ζωτικής σημασίας για το συγκεκριμένο θέμα. Για παράδειγμα, προγράμματα παρέμβασης σε σχολεία και δήμους, τα οποία θα έχουν στόχο την υποστήριξη των οικογενειών αλλά και τον εντοπισμό πιθανών θυμάτων θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θα είχαν αποτέλεσμα στην εξάλειψη της διαγενεακής αναπαραγωγής της ενδοοικογενειακής βίας. Επίσης, πολιτικές υποστήριξης θυμάτων, όπως η έγκαιρη ενδυνάμωση μέσα από την κάλυψη οικονομικών και πρακτικών εμποδίων είναι αναγκαίο συστατικό οποιασδήποτε αντίστοιχης παρέμβασης. Τέλος, έχει σημασία να ειπωθεί ότι η ενδοοικογενειακή βία προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας πατριαρχικής κοινωνικής δομής, η οποία αλλάζει μεν, αλλά δεν έχει ξεπεραστεί. Χρειάζεται, επομένως, μια ολοκληρωμένη μετάβαση σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης η οποία να έχει ξεπεράσει τις άνισες δομές του παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
Adams, A. E., Tolman, R. M., Bybee, D., Sullivan, C. M., & Kennedy, A. C. (2012). “The Impact of Intimate Partner Violence on Low-Income Women’s Economic Well-Being: The Mediating Role of Job Stability.” Violence Against Women, 18(12), 1345-1367.
Goodman, L. A., Smyth, K. F., Borges, A. M., & Singer, R. (2009). “When Crises Collide: How Intimate Partner Violence and Poverty Intersect to Shape Women’s Mental Health and Coping?” Trauma, Violence, & Abuse, 10(4), 306-329.
Lyon, E. (2002). “Welfare, Poverty, and Abused Women: New Research and Its Implications.” Policy and Practice Paper.
Garcia-Moreno, C., Jansen, H. A., Ellsberg, M., Heise, L., & Watts, C. (2006). “Prevalence of intimate partner violence: findings from the WHO multi-country study on women’s health and domestic violence.”