Του Μιχάλη Μαθιουλάκη, Αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ για θέματα ενέργειας.
Μετά από μια ανάπαυλα των τελευταίων δύο μηνών, ο Απρίλιος ξεκίνησε για τα ενεργειακά θέματα με ανανεωμένο άγχος όσον αφορά αφενός τις τιμές πετρελαίου και αφετέρου την αποφυγή backout στην ηλεκτροδότηση της χώρας.
Μπορεί να κρατήσει ψηλά τις τιμές ο ΟΠΕΚ;
Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα οδήγησε σε ένα μίνι πανικό και έσπρωξε τις τιμές αρκετά ψηλότερα μέσα στο Σαββατοκύριακο. Η άποψη μου είναι πως και αυτή η προσπάθεια του ΟΠΕΚ θα έχει βραχύβια ανοδική επίδραση στις τιμές. Η λόγος είναι πολύ απλός: Ο ΟΠΕΚ δεν ελέγχει την παγκόσμια αγορά πετρελαίου όπως παλιά.
Η διαφορά εδώ και μία δεκαετία είναι πως πλέον στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου έχουν μπει δυναμικά οι ΗΠΑ με το σχιστολιθικό πετρέλαιο και αυτό έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Ενώ το 2010 οι ΗΠΑ είχαν παραγωγή περί τα 7 εκ. βαρέλια/μέρα με παγκόσμια κατανάλωση στα 80 εκ. βαρέλια, φτάσαμε το 2020 οι ΗΠΑ να έχουν 18 εκ. βαρέλια με την παγκόσμια κατανάλωση στα 95 εκ. βαρέλια.
Ενώ λοιπόν η παγκόσμια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 18%, η παραγωγή των ΗΠΑ εκτοξεύθηκε κατά 150%, οδηγώντας τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση παραγωγών πετρελαίου, πολύ ψηλότερα από τη Σαουδική Αραβία και από τη Ρωσία. Πλέον λοιπόν, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όσο ο ΟΠΕΚ μειώνει την παραγωγή, οδηγεί σε πρόσκαιρη αύξηση των τιμών η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής από τις ΗΠΑ η οποία τελικά επαναφέρει τις τιμές χαμηλότερα.
Το βασικό ζητούμενο όμως θα ήταν να αποτυπώσουμε τους λόγους που οδήγησαν τον ΟΠΕΚ να ανακοινώσει μια τόσο ξαφνική και μεγάλη μείωση της παραγωγής του.
Η άποψη μου είναι πως ο λόγος αυτός είναι η παγίωση της εκτίμησης από τον ΟΠΕΚ ότι η παγκόσμια οικονομική ύφεση είναι αναπόφευκτη και συνεπώς, εξίσου αναπόφευκτη είναι η μείωση της ζήτησης. Η δε μεγάλη μείωση της παραγωγής, είναι ενδεικτική του μεγέθους της ύφεσης που αναμένει ο ΟΠΕΚ.
Κινδυνεύουμε από blackout στην ηλεκτροδότηση;
Καθώς μπαίνουμε στον Απρίλιο, οι -βάσιμοι- φόβοι της αγοράς στην Ελλάδα είναι πως δημιουργούνται συνθήκες για πιθανά blackout στην ηλεκτροδότηση. Ο κίνδυνος είναι όντως υπαρκτός.
Ο λόγος είναι πως η μειωμένη ζήτηση ρεύματος, μαζί με την αυξημένη παραγωγή από ΑΠΕ οδηγούν σε συνθήκες που βγάζουν εκτός παραγωγής τις μονάδες φυσικού αερίου, οπότε σε μια πρόσκαιρη πτώση της παραγωγής των ηλιακών ή των ανεμογεννητριών, μπορεί να έχουμε πρόσκαιρες διακοπές ηλεκτροδότησης. Το πρόβλημα λοιπόν είναι υπαρκτό και αρκετά πιθανό.
Αυτό που οφείλουμε να καταλάβουμε είναι ότι στην ουσία, αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε γενικά στην Ελλάδα και την Ευρώπη όσο οι ΑΠΕ θα αυξάνονται πάνω από τα υφιστάμενα μερίδια του 35-40%. Όπως έχω πει πολλές φορές, ακόμα δεν έχουμε τις τεχνολογίες αποθήκευσης που μας εξασφαλίζουν την ασφάλεια του συστήματος για διείσδυση ΑΠΕ πάνω από 50% στο σύνολο της παραγωγής όλων των χωρών της Ευρώπης.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, το να έχεις blackout και να πρέπει να τα αποδώσεις στις πολλές ΑΠΕ, είναι κάτι που θα φέρει σε δύσκολη θέση πολύ κόσμο. Το πρόβλημα είναι λοιπόν, πως η άτσαλη προώθηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, μπορεί να καταλήξει τελικά να ζημιώσει την εικόνα των ΑΠΕ στους καταναλωτές.
Τι γίνεται με το φυσικό αέριο και τον λιγνίτη;
Αν θέλουμε λοιπόν να προστατεύσουμε τις ΑΠΕ, οι οποίες είναι απαραίτητες και δεδομένες για την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, πρέπει να πάμε με μέτρο και σίγουρα με περισσότερο φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή από όσο λογαριάζει η Κομισιόν, και η Ελληνική πολιτεία, έως τώρα.
Το ότι ο ρόλος του φυσικού αερίου θα αναβαθμιστεί αντί να μειωθεί τα επόμενα χρόνια, είναι κάτι που θα μπορούσε να είναι προς συμφέρον της Ελλάδας και οι κυβερνήσεις της χώρας μας οφείλουν να κάνουν τους σχεδιασμούς τους με βάση αυτά τα δεδομένα.
Εν τω μεταξύ, ενώ στην Ευρώπη η αύξηση του πετρελαίου οδήγησε σε αύξηση και στις τιμές των συμβολαίων TTF φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας, στις ΗΠΑ τα αντίστοιχα συμβόλαια του δείκτη φυσικού αερίου Henry Hub παρουσιάζουν αισθητή μείωση.
Όσον αφορά στα θέματα ηλεκτρισμού, τα δεδομένα των τελευταίων εβδομάδων, δείχνουν πως ο λιγνίτης παγιώνεται πλέον εκ νέου ως το πιο ακριβό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, και το ίδιο γίνεται σιγά σιγά σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως πλέον οι τιμές του ρεύματος θα προσδιορίζονται από τις τιμές του λιγνίτη αντί για αυτές του φυσικού αερίου. Το πρόβλημα όμως είναι πως μετά τις αποφάσεις της Κομισιόν κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η διαθεσιμότητα ποσοτήτων λιγνίτη είναι αρκετά πιο περιορισμένη ενώ και οι τιμές CO2 έχουν εκτοξευθεί. Έχουμε λοιπόν αρκετά προβλήματα για το μέλλον σε αυτό το θέμα.
Τα προβλήματα λοιπόν του ενεργειακού κλάδου και οι ανησυχίες που τα συνοδεύουν, δείχνουν να ανανεώνονται μέσα στην άνοιξη. Παρόλα αυτά, η συνολικότερη μείωση της ζήτησης, στον βαθμό που αυτή συνδέεται με τους φόβους -βάσιμους ή αβάσιμους- γύρω από την παγκόσμια οικονομική ύφεση δείχνει να είναι ο πλέον ισχυρός παράγοντας που δημιουργεί εξελίξεις και στα ενεργειακά δρώμενα λόγω του οποίου η όποια γενικότερη αύξηση των ενεργειακών τιμών θα πρέπει να θεωρείται πρόσκαιρη.