Ένοχος μεν Αθώος δε: Το Σκάνδαλο Μπάιντεν και η Δίκη του Ντόναλντ Τραμπ

Και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Τραμπ, ενώ θα αναμενόταν να παρουσιάζει πτώση στις δημοσκοπήσεις έχει αυξηθεί στο 49%
Sarah Silbiger via Getty Images

Στις 12 Αυγούστου 2019 ένας ανώνυμος αξιωματούχος της CIA καταγγέλει ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κ. Ντόναλντ Τράμπ προσπάθησε να εκμαιεύσει εκ μέρους της Ουκρανικής και άλλων ξένων Κυβερνήσεων αφηγήματα που θα έπλητταν το κύρος και την αξιοπιστία του προεδρικού υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος για τις Προεδρικές Εκλογές του 2020 Τζο Μπάιντεν.

Οι πολλαπλές επαφές του Λευκού Οίκου με την Ουκρανική Κυβέρνηση και η δέσμευση από τον αμερικανικό προϋπολογισμό ενός πακέτου ύψους 400 εκ δολαρίων το οποίο προοριζόταν για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία πριν την καταγγελία και το οποίο τελικά απελευθερώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου -κάτω από έντονο πολιτικό παρασκήνιο- συνθέτουν το τοπίο εντός του οποίου μια καταγγελία εννέα σελίδων, ένας τεράστιος όγκος καταθέσεων και δημοσίων ακροάσεων ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών διερεύνησης του Κονγκρέσου, οδήγησαν τελικά στην παραπομπή του αμερικανού Προέδρου ενώπιον της δικαιοσύνης για αδικήματα εγκληματικού χαρακτήρα ήτοι «Κατάχρηση των Εξουσιών» και «Παρακώλυση της Δικαιοσύνης».

Η καταγραφή και απομαγνητοφώνηση της τηλεφωνικής συνομιλίας της 25ης Ιουλίου μεταξύ του Ντόναλντ Τράμπ και του Βολοντίμιρ Ζελένσκυ την οποία επιβεβαίωσε ο Λευκός Οίκος, καθώς επίσης το τηλεφώνημα προς τον αμερικανό Πρεσβευτή στην Ουκρανία Μπιλ Τέιλορ από το Γραφείο Διαχείρισης Προϋπολογισμού για το πάγωμα του σχετικού κονδυλίου στρατιωτικής βοήθειας, μέχρι την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Ουκρανική Προεδρία στο ζήτημα του Μπάιντεν, η κατάθεση του ιδίου όπως επίσης και αυτή του Πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση Γκόρντον Σόντλαντ ότι συνεργάστηκε με τον προσωπικό νομικό σύμβουλο του Τραμπ υπό «ρητή εντολή» να διοργανώσει ένα «quid pro quo» με την κυβέρνηση της Ουκρανίας, ελάχιστα περιθώρια αμφισβήτησης του αξιόποινου επιτρέπουν. Παρά ταύτα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ σύμφωνα με την ψήφο των Γερουσιαστών απαλλάχθηκε από τα δύο κατηγορητήρια την 5η Φεβρουαρίου. Για το αδίκημα περί «Κατάχρησης Εξουσίας» απαλλάχθηκε με 52 έναντι 48 ψήφους ενώ για την «Παρακώλυση της Δικαιοσύνης» με 53 έναντι 47.

Πρόκειται για τον τρίτο κατά σειρά Πρόεδρο στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ που παραπέμπεται σε Δίκη της Γερουσίας για «υψηλά εγκλήματα και παραπτώματα». Πριν από αυτόν είχαν παραπεμφθεί πρώτος ο Άντριου Τζόνσον το 1968 και ακολούθως ο Μπίλ Κλίντον το 1998. Σύμφωνα, με τα όσα προβλέπονται από το αμερικανικό Σύνταγμα απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στο Σώμα της Γερουσίας για την λήψη καταδικαστικής απόφασης και αυτό συμβαίνει επειδή κατά την ίδρυση του (1787) δεν υπήρχαν κομματικές εντάξεις και οι Γερουσιαστές ήταν ανεξάρτητοι. Λόγω όμως του δικομματισμού που εγκαταστάθηκε μετέπειτα η απαίτηση πλειοψηφίας δύο τρίτων έχει ως αποτέλεσμα σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, όπως και στην περίπτωση του Τραμπ, η τελική απόφαση να είναι άμεσα εξαρτώμενη από την κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων.

Η πρόβλεψη αυτή, επομένως, του αμερικανικού συντάγματος μεταλλάσσει σημαντικά τη διαδικασία παραπομπής ώστε το τελικό ερώτημα να αφορά το μέτρο στο οποίο τα προφανέστατα αξιόποινα «εγκλήματα και παραπτώματα» δικαιολογούν την καθαίρεση του Προέδρου από το θεσμικό του αξίωμα. Αυτό καταφαίνεται άλλωστε στις δηλώσεις αρκετών Γερουσιαστών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι οποίοι αν και εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για τις πρακτικές που ακολούθησε ο Πρόεδρος θεωρούν ότι οι συνέπειες που προβλέπονται από το αμερικανικό σύνταγμα- ήτοι καθαίρεση από το αξίωμα και στέρηση του δικαιώματος επανεκλογής- είναι υπερβολικές για τα αδικήματα τα οποία διέπραξε εκφράζοντας παράλληλα την πεποίθηση ότι στο μέλλον θα είναι πιο προσεκτικός στους χειρισμούς του.

Στο σημείο αυτό αξίζει, ενδεχομένως, να αναφερθεί ότι από τα προεδρικά σκάνδαλα στην πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, το πλέον γνωστό ίσως είναι του Γουότεργκέιτ που αποτέλεσε την αιτία για την δρομολόγηση της διαδικασίας παραπομπής του Ρίτσαρντ Νίξον το 1974. Ο ίδιος ο Νίξον παραιτήθηκε την ημέρα που θα ψηφιζόταν στην ολομέλεια η παραπομπή του καθώς είχε βγει στην δημοσιότητα το περιεχόμενο των επίμαχων μαγνητοταινιών, διακόπτοντας οριστικά την όλη διαδικασία. Προέκυψε ωστόσο μετέπειτα η ποινική του δίωξη για την οποία χρειάστηκε να λάβει χάρη από τον διάδοχο του στον προεδρικό θώκο Τζέραλντ Φόρντ.

Ανεξάρτητα όμως από την ετυμηγορία της Γερουσίας και του τρόπου με τον οποίο αυτή τελικά διαμορφώνεται αυτό που έχει τεράστια σημασία και αποτελεί και κίνητρο ενδεχομένως για την διενέργεια της όλης διαδικασίας είναι ο αντίκτυπος που αυτή έχει για το κύρος του Προέδρου στην αμερικανική κοινή γνώμη. Καθώς ακόμα η αμερικανική κοινωνία συγκροτήθηκε στην βάση ενός κοινού θεσμικού πλαισίου και κατά συνέπεια διαπνέεται από έναν θεσμικό πατριωτισμό, μεγάλη μερίδα αμερικανών πολιτών αντιλαμβάνεται ως τραγικό το γεγονός ένας Πρόεδρος να έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε το 1998 από το βήμα ο Κρις Κάνον, πρώην ρεπουμπλικάνος και μέλος του Κονγκρέσου κατά την περίοδο παραπομπής του Κλίντον: «Αυτό που κάνουμε ...., θα θέσει το πρότυπο για το τι είναι αποδεκτό για αυτόν [εν. Τον Μπίλ Κλίντον] και τους μελλοντικούς προέδρους.....».

Αντιφατικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Τραμπ, ενώ θα αναμενόταν να παρουσιάζει πτώση στις δημοσκοπήσεις έχει αυξηθεί στο 49%, το υψηλότερο ποσοστό από την ανάληψη των καθηκόντων του. Παράλληλα η αμερικανική κοινή γνώμη σχετικά με το αποτέλεσμα της δίκης παρέμεινε σε μεγάλο μεγάλο βαθμό σταθερή και διαιρεμένη κατά μήκος των κομματικών γραμμών. Στο μόνο ερώτημα που φαίνεται να συμφωνούν οι αμερικανοί ψηφοφόροι και των δύο κομμάτων ήταν η αναγκαιότητα για την κλήτευση περισσότερων μαρτύρων και την προσκόμιση περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων. Πρίν ωστόσο την εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αμερικανός μέσος ψηφοφόρος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και αμερικανικής στρατηγικής.

Είθισται όταν δεν υπάρχουν συνθήκες διαιρετικών τομών λόγω εθνικού διχασμού ή εμφυλίου πολέμου είτε άλλων ανάλογων συνθηκών (πχ Υπόθεση Ντρέιφους) η στάση ενός ψηφοφόρου να διαμορφώνεται με βάση ζητήματα με τα οποία ο ίδιος σχετίζεται. Θεωρείται αδύνατο για τον μέσο αμερικανό να αντιληφθεί ότι η εργαλειοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και των σχέσεων των ΗΠΑ με άλλα κράτη εκ μέρους του ίδιου του Προέδρου προσβάλλει την αξιοπιστία τους ως σύμμαχο και ως ηγέτιδα δύναμη στο Διεθνές Σύστημα σε μία περίοδο όπου ανερχόμενες δυνάμεις διεκδικούν μια θέση μεταξύ των ισχυρών της γης. Πιθανότατα εάν το γνώριζε η απόφαση των Γερουσιαστών να ήταν εντελώς διαφορετική κάτω από την πίεση της αμερικανικής κοινής γνώμης.

Η υπόθεση «Μπάιντεν» και ταυτόχρονα η παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη, αποτυπώνονται ως ένα ιστορικό κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για έναν Πρόεδρο ο οποίος στην μέχρι τώρα θητεία του έχει απασχολήσει με τις πρακτικές του αρκετά συχνά το αμερικανικό πολιτικό σύστημα στην προσπάθεια του, εντός της αποκεντρωμένης δομής που αυτό έχει, να ασκήσει με τρόπο συγκεντρωτικό τις εξουσίες που συνεπάγεται ο θεσμικός του ρόλος. Αξίζει να αναφερθεί ότι δύο μέρες μετά την απαλλαγή του από τις κατηγορίες μεταξύ αυτών που απολύθηκαν από τα καθήκοντα τους ήταν και ο Πρεσβευτής των ΗΠΑ στην ΕΕ Γκόρντον Σόντλαντ.

Δημοφιλή