Πέτυχαν τους στόχους για μείωση των κόκκινων δανείων οι τράπεζες το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων-ΜΕΑ (περιλαμβάνονται δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και δάνεια αβέβαιης είσπραξης) υποχώρησε στο τέλος Μαρτίου στα 92,4 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 93,6 δισ. ευρώ.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) μειώθηκαν στα 63,9 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας ακριβώς τον στόχο.
Ποσοστιαία ο δείκτης των ΜΕΑ διαμορφώθηκε στο 48,5% έναντι στόχου 48,1%, ενώ ο δείκτης των ΜΕΔ μειώθηκε στο 33,6% έναντι στόχου 32,8%.
Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια.
Στο τέλος Μαρτίου 2018, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 43,9% για το στεγαστικό, το 57,2% για το καταναλωτικό και το 49,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 69,5%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων. Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 30,4%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,2%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, αγγίζοντας το 49,0% τον Μάρτιο του 2018 από 46,2% τον Δεκέμβριο του 2017, ενώ, αν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, ο χρονικός ορίζοντας μείωσης των ΜΕΑ δεν έχει μεταβληθεί, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό τής μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019.
Παρατηρούνται, ωστόσο, κάποιες διαφοροποιήσεις στους παράγοντες μείωσης των ΜΕΑ σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή.
Συγκεκριμένα, οι τράπεζες στοχεύουν σε επιπλέον πωλήσεις ύψους 4,7 δισ. ευρώ, αγγίζοντας τα 11,6 δισ. ευρώ συνολικές πωλήσεις για την περίοδο Ιουνίου 2017-Δεκεμβρίου 2019.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες σκοπεύουν να αυξήσουν τα ποσά των διαγραφών κατά περίπου 1,2 δισ. ευρώ, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής.