Αποτελεί ευτύχημα να σε βρει το Σιβαράτρι στο Βαρανάσι, την ιερότερη πόλη των Ινδουιστών. Οι γάμοι του Καταστροφέα θεού Σίβα με την Παρβάτη εορτάζονται κάθε χρόνο και συνοδεύονται από χορούς, μουσικές, πανηγύρια, ξεφάντωμα και παρελάσεις αρμάτων που αναπαριστούν τους μελλόνυμφους. Έφιπποι ημίγυμνοι καρναβαλιστές διασχίζουν τους στενούς δρόμους του Βαρανασίου και στο πέρασμά τους ακολουθεί πλήθος κόσμου. Η πομπή με βρίσκει απροετοίμαστη και με στριμώχνει σε μια γωνιά να παρακολουθώ το θέαμα με έκσταση αλλά κι έναν ενδόμυχο φόβο συνάμα, λόγω της ασφυκτικής πολυκοσμίας και τους ξέφρενους πανηγυρισμούς του πλήθους. Στο πέρασμα του Σίβα ακολουθεί η αποθέωση, ενώ πίσω από το άλογο που τον μεταφέρει, μαζί με την πομπή των ανθρώπων ακολουθούν παραστρατισμένες αγελάδες, κατσίκες που τους φόρεσαν ξύλινους φαλλούς, άντρες με βαμμένα πρόσωπα, γαϊδουράκια ταλαίπωρα με περικεφαλαίες. Είμαστε όλοι στρυμωγμένοι και ασφυκτιούμε στα ούτως ή άλλως στενά δρομάκια του Μπενάρες. Άξαφνα, ξεκινάει μια άνευ λόγου οπισθοχώρηση κι εγώ σπρώχνομαι προς τον τοίχο. Τρακάρω με μια αγελάδα και βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Η αγελάδα προσπαθεί να κάνει αναστροφή και να ξεφύγει από το ξέφρενο πλήθος, αλλά δε τα καταφέρνει κι εν τέλει συμβιβάζεται στωικά με τη μοίρα της. Πάνω από τα κεφάλια μας μια ομάδα μαϊμούδων χοροπηδάει δίνοντας κι αυτή τον εύθυμο τόνο της στη γιορτή. Ακουμπάω την πλάτη μου στον τοίχο για να πάρω μια ανάσα αλλά σύντομα αισθάνομαι χέρια αντρών, στερημένων αντρών να με αγγίζουν. Νιώθω να πνίγομαι, δε μπορώ να αντέξω άλλο και χώνομαι στην πρώτη καφετέρια που βρίσκεται κοντά μου, αναζητώντας προσωρινό καταφύγιο από τη χαώδη λαοθάλασσα.
Το βράδυ, όπως και κάθε βράδυ, στήνεται στις όχθες του Γάγγη η τελετή Aarti. Πλήθος κόσμου συρρέει για να παρακολουθήσει την πανάρχαια τελετουργία. Ο Γάγγης γεμίζει πορτοκαλί λουλούδια από τις προσφορές των πιστών που ψέλνουν ιερά μάντρας ,με ταπεινότητα και σεβασμό στους θεούς. Επιλέγω να παρακολουθήσω την τελετή μέσα από την ηρεμία μιας βάρκας, από αυτές που έχουν στηθεί για τουριστικούς λόγους. Παρακολουθώ εκστασιασμένη και με κατάνυξη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Η Ινδία όμως είναι ένας πλανήτης από μόνη της και θέλει χρόνο να την αφομοιώσεις.
Την επόμενη μέρα αξημέρωτα, μπαίνω στα στενά δρομάκια ακόμα μια φορά με σκοπό να βγω στις όχθες του Γάγγη. Είχα κλείσει ραντεβού με ένα νεαρό βαρκάρη από την προηγούμενη. Θα κάναμε βαρκάδα στον ιερό ποταμό απολαμβάνοντας τη μαγευτική εμπειρία του ήλιου που ανατέλλει στον ινδικό ουρανό. Με το φακό ανά χείρας προσπαθώ μάταια να ρίξω λίγο φως στα πανβρώμικα σοκάκια, αλλά αναπόφευκτα περνώ πάνω από τις εκατομμύρια ακαθαρσίες.
Φτάνοντας στο Ghat ο βαρκάρης μου είναι άφαντος. Ανησυχώ λίγο μήπως δε κατάλαβε καλά για το ραντεβού μας, όμως μετά από μισή περίπου ώρα τον βλέπω από μακριά να καταφτάνει τρέχοντας. Ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό του από το μολυσματικό ποτάμι και σέρνει βιαστικά τη βάρκα του. Σκέφτομαι πως θα είναι νηστικός και με στενοχωρεί αυτή η σκέψη. Η βόλτα ξεκινάει, ο ουρανός από μαύρος αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται μπλε, έπειτα ροζ χρώματα κάνουν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα. Τα αστέρια εξαφανίζονται, ενώ κι άλλες βάρκες με τουρίστες πέφτουν στο ποτάμι. Ξεμακραίνουμε αρκετά όταν η πρώτη αχτίδα του ήλιου, μας χτυπάει κατάματα. Είμαι μάρτυρας μιας ιερής στιγμής κι εγώ, απολαμβάνω το ξημέρωμα μέσα σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα απόλυτης σιωπής.
Στις όχθες του ποταμού οι ντόπιοι ετοιμάζονται για το ξεκίνημα της νέας ημέρας. Μια γυναίκα βουτά ημίγυμνη στο Γάγγη για να κάνει το λουτρό της, άλλες γυναίκες παραπέρα πλένουν τα δόντια τους, νεαροί πάνω σε στρώματα κάνουν την πρωινή τους γιόγκα, νεροβούβαλοι καταφθάνουν και βουτούν κι αυτόί στα νερά. Η ηρεμία του νερού είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τη χαώδη στεριά της πόλης.
Ο ήλιος ανεβαίνει πια ψηλά και κάπου εκεί η βαρκάδα μου τελειώνει. Ο μικρός βαρκάρης που όλη την ώρα μου χαμογελούσε αποκαλύπτοντας την ολόλευκη οδοντοστοιχία του, εισπράττει το ποσό των πέντε ευρώ για την υπηρεσία που πρόσφερε και μου προτείνει το χέρι του για να κατέβω με ασφάλεια από τη βάρκα. Πριν φύγω με ρωτάει αν έμεινα ευχαριστημένη από το επίπεδο των αγγλικών του και περιμένει την απάντηση με αγωνία. Τα κατάμαυρα ματάκια έλαμψαν όταν τον διαβεβαίωσα πως μιλάει πολύ καλά.
Σειρά είχε μια άλλη μυστικιστική εμπειρία στην ιερή αυτή πόλη. Δεν ήταν άλλη από την παρακολούθηση της καύσης των νεκρών. Στο Ghat των αποτεφρωτηρίων, η φωτιά του Σίβα καίει νυχθημερόν χιλιάδες χρόνια τώρα, άσβεστη και ιερή . Ένας ψάλτης απαγγέλει αρχαία μάντρας και σκορπίζει την απόκοσμη φωνή του η οποία αποτελεί μοναδικό ήχο, καθώς μια απέραντη σιωπή βασιλεύει στην όχθη αυτή του θανάτου. Οι νεκροί ντυμένοι με χρωματιστά ενδύματα διαδέχονται ο ένας τον άλλο, λαμβάνοντας θέση στη φωτιά που σιγοκαίει. Ο θάνατος είναι παντού, συμβαδίζει με τη ζωή, την κρατάει από το χέρι, στον Άδη αυτό ,της Ινδίας. Στον αέρα πέρα από τη μυρωδιά της καμένης ανθρώπινης σάρκας, υπάρχει παντού στάχτη που κατακάθεται πάνω στο πρόσωπο και στα ενδύματά μας. Οι συγγενείς των νεκρών πενθούν συγκρατημένα, ξυπόλυτοι και ντυμένοι στα λευκά. Δεν υπάρχει πουθενά καμιά γυναίκα πέρα από τις λίγες τουρίστριες που πλησιάζουν.
Σύμφωνα με τις Βέδες, τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού, όποιος πεθαίνει και αποτεφρώνεται στο Βαρανάσι, κερδίζει την πολυπόθητη λύτρωση. Η ψυχή του απελευθερώνεται από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων και οι αμαρτίες αυτής ή των προηγούμενων ζωών, παύουν πλέον να τον βαραίνουν, καθώς ο ίδιος ο Σίβα ψέλνει στο αυτί του νεκρού τη μυστικιστική συλλαβή, το αποχαιρετιστήριο μάντρα. Ο θάνατος στο Βαρανάσι είναι για τους Ινδουιστές χαρά κι ευλογία. Οι συγγενείς του ετοιμοθάνατου θεωρούν καθήκον τους να τον συνοδεύσουν μέχρι εδώ, περιμένοντας στωικά να αφήσει την τελευταία του πνοή και στη συνέχεια να του κάνουν το δώρο της καύσης.
(Εκπρόσωπος των Αγκόρι Σάντους, των Ινδουιστών μοναχών που τρέφονται με καμμένες ανθρώπινες σάρκες, πίνουν ούρα και υποβάλουν τον εαυτό τους σε βασανιστήρια στο όνομα της θρησκείας τους)
Η ατμόσφαιρα μυρίζει θάνατο, καμμένη σάρκα, ούρα, κόπρανα. Ένας σκύλος παραφυλάει για τυχόν άκαυτα κόκαλα, αγελάδες μηρυκάζουν μακάρια λουλούδια από τα ξεχασμένα στεφάνια στα μισοκαμμένα λευκά σάβανα. Στο πανάρχαιο μακάβριο αυτό τελετουργικό σκηνικό, σουρρεαλιστική πινελιά, ένας πολύχρωμος χαρταετός που πετά πάνω από τα κεφάλια μας, παιχνίδι κάποιων μικρών παιδιών που θυμίζει πως η ζωή συνεχίζεται.
Τρεις εβδομάδες πέρασα στην υπο-ήπειρο της Ινδίας. Όσο είσαι εκεί οι εικόνες είναι νωπές και το ένστικτο της επιβίωσης υπερισχύει της εμπειρίας. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί καλή ψυχολογική προετοιμασία και ατσαλένια νεύρα, ειδικά για τους μεμονωμένους ταξιδιώτες. Βρισκόμουν σε μια διαρκή ένταση και δε το απόλαυσα στο έπακρο, δε κατάφερα να αφεθώ, είχα τις άμυνές μου σε εγρήγορση.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής βρίσκω τη θέση μου και σωριάζομαι με ανακούφιση. Νιώθω για πρώτη φορά προστατευμένη. Εν τέλει, και τη βρωμιά την άντεξα, και τη δηλητηρίαση που μου άφησε κουσούρια για πάντα, και τα σκουπίδια, και τα περιττώματα, και την εξαθλίωση που είναι πανταχού παρούσα, και τους ζητιάνους που έρχονται έρποντας, παραμορφωμένοι, στο μέρος σου και σε αγγίζουν εκλιπαρώντας για μερικές ρουπίες, και το συνωστισμό στα στενά με τους άντρες που με άγγιζαν όπου μπορούσαν, και τις αγελάδες που με γέμισαν σάλια.
Αυτά τα λαμπερά μάτια και το αστραφτερό χαμόγελο, όμως, του μικρού βαρκάρη, δεν αντέχω να τα θυμάμαι. Δε θέλω να βλέπω περήφανους ανθρώπους να σκύβουν το κεφάλι, να αποδέχονται το κάρμα που τους έχει κατατάξει στις χαμηλές κάστες των υπηρετών, να δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους. Δεν αντέχει η ψυχή μου άλλη υποδούλωση.