Σε μια άκρως ζοφερή εκτίμηση για τον πραγματικό αριθμό των νεκρών στην Λωρίδα της Γάζας, που εδώ και εννέα μήνες μήνες μαίνεται ο πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ ως απάντηση την εισβολή της Χαμάς, κάνει η ιατρική επιθεώρηση Lancet.
Σε επιστημονικό άρθρο υπό τον τίτλο ″Καταμετρώντας τους νεκρούς στην Γάζα:Δύσκολο αλλά αναγκαίο”, αναφέρει πως ο αριθμός των νεκρών μπορεί να φτάνει ή ακόμη και να ξεπερνά τους 186.000, δηλ. να είναι πενταπλάσιος αυτού που αναφέρει το Υπ.Υγείας την Γάζα και ο ΟΗΕ.
Αρχικά, ξεκαθαρίζεται πως παρά τις κατά διαστήματα η κατηγορίες και υπόνοιες περί κατασκευής δεδομένων, σε ό,τι αφορά τα στοιχεία που ανακοινώνει το Υπ.Υγείας, είναι αβάσιμες. Και οι ισχυρισμοί καταρρίπτονται βάσει ανεξάρτητων εκτιμήσεων και αξιολογήσεων.
Αν μη τι άλλο, ο αριθμός των νεκρών που δίνει το Υπ.Υγείας εκτιμάται μάλιστα πως είναι σοβαρά υποεκτιμημένος ενώ έχουν και βήματα για την βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων.
Πολύ περισσότερο όμως, τονίζεται ο πραγματικός αριθμός των νεκρών είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Αυτό καθώς έχει διαπιστωθεί στις λίστες δεν καταγράφονται καν όλα τα ονόματα των νεκρών ενώ τουλάχιστον 10.000 που δεν έχουν υπολογιστεί, είναι θαμμένοι κάτω από τα συντρίμμια βομβαρδισμένων κτιρίων.
Πρόσθετα όμως, βάσει δεδομένων από άλλες ανάλογες πολεμικές συγκρούσεις υπάρχουν πολλαπλάσιοι, του αριθμού των νεκρών από μάχες και βομβαρδισμούς, θάνατοι. Πρόκειται για θανάτους των συσσωρευτικών συνεπειών του πολέμου, δηλαδή έμμεσους που αφορούν πχ αναπαραγωγικές, μεταδοτικές και μη μεταδοτικές ασθένειες ως συνέπεια ελλείψεων τροφής, καθαρού νερού, στέγης καταστροφής βασικών υποδομών και φυσικά θάνατοι ανθρώπων εξαιτίας της μη δυνατότητας των νοσοκομείων να τους παράσχουν την απαραίτητη φροντίδα.
Τι αναφέρει το επιστημονικό άρθρο του Lancet
″Μέχρι τις 19 Ιουνίου 2024, 37. 396 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στη Λωρίδα της Γάζας μετά την ισραηλινή εισβολή τον Οκτώβριο του 2023 που ακολούθησε την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ.
Τα στοιχεία βασίζονται σε δεδομένα που δημοσιοποιεί το Υπουργείο Υγείας της Γάζας, όπως ανέφερε το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ. Μάλιστα αμφισβητήθηκαν από τις ισραηλινές αρχές αν και έγιναν δεκτά ως ακριβή από τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών, τον ΟΗΕ και τον ΠΟΥ.
Αυτά τα δεδομένα υποστηρίζονται από ανεξάρτητες αναλύσεις, συγκρίνοντας τις αλλαγές στον αριθμό των θανάτων του προσωπικού της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών (UNRWA) με αυτούς που αναφέρθηκαν από το Υπουργείο, και έτσι κρίνονται αβάσιμοι οι ισχυρισμοί περί κατασκευής δεδομένων.
Η συλλογή δεδομένων γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη για το Υπουργείο Υγείας της Γάζας λόγω της καταστροφής μεγάλου μέρους της υποδομής.
Το Υπουργείο αναγκάστηκε να αυξήσει τις συνήθεις αναφορές του, βασισμένες σε άτομα που πεθαίνουν στα νοσοκομεία του ή προσέρχονται νεκροί, με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές μέσων ενημέρωσης και ομάδες διάσωσης. Αυτή η αλλαγή έχει αναπόφευκτα υποβαθμίσει τα λεπτομερή δεδομένα που καταγράφονταν προηγουμένως. Κατά συνέπεια, το Υπουργείο Υγείας της Γάζας αναφέρει τώρα χωριστά τον αριθμό των αγνώστων σορών μεταξύ του συνολικού αριθμού των νεκρών. Από τις 10 Μαΐου 2024, το 30% από τους 35. 091 θανάτους ήταν αγνώστων στοιχείων.
Ωστόσο, ο αριθμός των αναφερόμενων θανάτων είναι πιθανότατα υποεκτιμημένος.
Η μη κυβερνητική οργάνωση Airwars αναλαμβάνει λεπτομερείς αξιολογήσεις περιστατικών στη Λωρίδα της Γάζας και συχνά διαπιστώνει ότι δεν περιλαμβάνονται όλα τα ονόματα των αναγνωρισμένων θυμάτων στον κατάλογο του Υπουργείου Υγείας.
Επιπλέον, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι, έως τις 29 Φεβρουαρίου 2024, το 35% των κτιρίων στη Λωρίδα της Γάζας είχε καταστραφεί, επομένως ο αριθμός των σορών που εξακολουθούν να είναι θαμμένοι στα ερείπια είναι πιθανότατα σημαντικός, με εκτιμήσεις για πάνω από 10.000 άνθρωποι.
Οι δε ένοπλες συγκρούσεις έχουν έμμεσες επιπτώσεις στην υγεία πέρα από την άμεση βλάβη από τη βία.
Ακόμη και αν η σύγκρουση έληγε αμέσως, θα συνεχίζαν να υπάρχουν πολλοί έμμεσοι θάνατοι τους επόμενους μήνες και χρόνια από αιτίες όπως αναπαραγωγικές, μεταδοτικές και μη μεταδοτικές ασθένειες.
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών αναμένεται να είναι μεγάλος δεδομένης της έντασης αυτής της σύγκρουσης: κατεστραμμένες υποδομές υγειονομικής περίθαλψης, σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα, νερό και στέγη, αδυναμία του πληθυσμού να διαφύγει σε ασφαλή μέρη και την απώλεια της χρηματοδότησης της UNRWA, μιας από τις ελάχιστες ανθρωπιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται ακόμη στη Λωρίδα της Γάζας.
Σε πρόσφατες συγκρούσεις, τέτοιοι έμμεσοι θάνατοι κυμαίνονται από τρεις έως 15 φορές τον αριθμό των άμεσων θανάτων.
Εφαρμόζοντας μια συντηρητική εκτίμηση τεσσάρων έμμεσων θανάτων ανά έναν άμεσο θάνατο στους 37.396 θανάτους που αναφέρθηκαν, δεν είναι απίθανο να εκτιμηθεί ότι έως και 186.000 ή ακόμη περισσότεροι θάνατοι θα μπορούσαν να αποδοθούν στην τρέχουσα σύγκρουση στη Γάζα.
Χρησιμοποιώντας την εκτίμηση του πληθυσμού της Λωρίδας της Γάζας για το 2022 των 2.375.259, αυτό θα μεταφραστεί σε 7,9% αυτού.
Μια αναφορά από τις 7 Φεβρουαρίου 2024, την εποχή που ο άμεσος αριθμός των νεκρών ήταν 28.000, υπολόγιζε ότι χωρίς κατάπαυση του πυρός θα υπήρχαν μεταξύ 58.260 θάνατοι (χωρίς επιδημία ή κλιμάκωση) και 85.750 θάνατοι (αν συνέβαιναν και οι δύο) μέχρι τις 6 Αυγούστου 2024.
Μια άμεση κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας είναι απαραίτητη και πρέπει να συνοδευτεί από μέτρα που θα επιτρέψουν τη διανομή ιατρικών προμηθειών, τροφίμων, καθαρού νερού και άλλων πόρων για βασικές ανθρώπινες ανάγκες.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να καταγραφεί το μέγεθος και η φύση των δεινών που προκάλεσε αυτή η σύγκρουση. Η τεκμηρίωση της πραγματικής κλίμακας είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ιστορικής λογοδοσίας και την αναγνώριση του πλήρους κόστους του πολέμου. Είναι επίσης νομική απαίτηση. Το Διεθνές Δικαστήριο τον Ιανουάριο του 2024, απαίτησε από το Ισραήλ ”να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέψει την καταστροφή και να διασφαλίσει τη διατήρηση των αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με υποψίες για πράξεις εντός του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης για τη Γενοκτονία”.
Το Υπουργείο Υγείας της Γάζας είναι ο μόνος οργανισμός που μετράει τους νεκρούς.
Επιπλέον, αυτά τα δεδομένα θα είναι ζωτικής σημασίας για τη μεταπολεμική ανάκαμψη, την αποκατάσταση των υποδομών και τον σχεδιασμό της ανθρωπιστικής βοήθειας”.