Οι αμβλώσεις αποτελούν παγκοσμίως, ιδίως δε στις ΗΠΑ υπό το φως της διαρροής του προσχεδίου της απόφασης για την ανατροπή της νομολογίας του 1973, με προεξάρχοντα της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας τον δικαστή Σάμιουελ Αλίτο και τέσσερις συντηρητικούς δικαστές, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα.
Ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, προσλαμβάνει ευρύτερες ηθικές, νομικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, οι οποίες εξακολουθούν να διχάζουν έντονα το σώμα των πολιτών, ακόμη και μετά την πάροδο σχεδόν μισού αιώνα σε ένα βαθιά ριζωμένο νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε υπό άλλες συνθήκες το πλεονέκτημα να εμπεδωθεί η συλλογιστική πορεία του Δικαστηρίου.
Μια τέτοια, εμβληματικής σημασίας απόφαση, η οποία μέχρι και σήμερα χωρίζει σε δύο στρατόπεδα την αμερικανική χώρα, είναι η Roe v. Wade (Ρόου εναντίον Γουέιντ) επί τη βάσει της οποίας το Δικαστήριο νομιμοποίησε την τεχνητή διακοπή της κύησης σε όλη την χώρα, ανάγοντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα των γυναικών να υποβληθούν σε άμβλωση, απόρροια του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, σε συνταγματικό δικαίωμα κατά τους πρώτους τρεις μήνες της κύησης.
Το γεγονός ότι η αμερικανική κοινωνία εξακολουθεί έπειτα από πενήντα χρόνια από την έκδοση της απόφασης να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσει ευρύτερες συναινέσεις, αποδεικνύεται από το πλήθος οργισμένων διαδηλωτών που συγκεντρώθηκε έξω από το κτίριο του Ανώτατου Δικαστηρίου, με τους μεν να υπερασπίζονται την απόφαση («η άμβλωση ισοδυναμεί με ιατρική περίθαλψη») και τους δε να την στηλιτεύουν («η Ρόου εναντίον Γουέιντ πρέπει να φύγει»).
Προς την κατεύθυνση αυτή, συνηγορεί και περσινή δημοσκόπηση, που διεξήχθη από το Pew Research Center και τα πορίσματα της οποίας αποκάλυπταν ότι το 59% των Αμερικανών συμφωνούσε με το νόμιμο χαρακτήρα των αμβλώσεων, την στιγμή που το 39% επιφύλασσε μια ριζικά αντίθετη θέση.
Η διάσταση απόψεων που εγγράφεται στην δημόσια σφαίρα σε δικαστές και νομικούς της Αμερικής, με φόντο την τωρινή, πρωτοφανή για τα χρονικά του Δικαστηρίου διαρροή εγγράφου -η οποία δίνει το στίγμα ότι θα τεθούν εν αμφιβόλω και άλλα κατοχυρωμένα νομικά δικαιώματα-, απορρέει από τον τρόπο ερμηνείας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην αμερικανική έννομη τάξη. Ο τρόπος ερμηνείας που κάθε φορά προκρίνεται, στην πραγματικότητα συνιστά μια τελείως διαφορετική ανάγνωση του συνταγματικού κειμένου.
Η προσφιλής στους συντηρητικούς κύκλους ερμηνεία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ανάγεται σε ένα πεπαλαιωμένο Σύνταγμα το οποίο υπακούει στις προθέσεις και απόψεις του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη, οι οποίες κρίνονται αρκούντως κατάλληλες ούτως ώστε να καθορίσουν το πλέγμα των συνταγματικών αρχών.
Προκειμένου το δικαίωμα στην περίπτωση αυτή να απολάβει συνταγματικής περιωπής, απαιτείται η ρητή κατοχύρωσή του στο σώμα του συνταγματικού κειμένου. Η ερμηνεία που διεξάγεται με τους συγκεκριμένους όρους σφυρηλατείται μέσα από τις ταυτοτικά συνδεδεμένες με την αμερικανική κοινωνία παραδόσεις και τα αιτήματα αυτής διαμορφώνονται υπό το πρίσμα του μακρύ ιστορικού χρόνου.
Το κεντρικό και πάγιο πλέον επιχείρημα εκείνων που τάσσονται σθεναρά υπέρ της συγκεκριμένης συνταγματικής ερμηνείας είναι ότι, αν ο δικαστής αλλοιώσει με την δικανική του κρίση τις αντιλήψεις των ιστορικών συντακτών, τίθεται σε αμφισβήτηση η διάκριση των εξουσιών και προάγεται η ανασφάλεια δικαίου.
Η δεύτερη, φιλελεύθερη προσέγγιση για την ερμηνεία των δικαιωμάτων πάνω στην οποία οικοδομήθηκε και η ιστορικής σημασίας απόφαση Roe v. Wade, είναι εκείνη της αφηρημένης διάρθρωσης των συνταγματικών διατάξεων, η οποία επιτρέπει στους δικαστές να προσδιορίζουν το περιεχόμενο και το εύρος της προστασίας των δικαιωμάτων που κάθε φορά ερμηνεύονται κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις, παραβλέποντας την βούληση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη, η οποία πολλές φορές αδυνατεί να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες της σημερινής εποχής.
Η σύγκρουση παρόλο που διεξάγεται με μεγάλη ένταση στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, φανερώνει και τις πραγματικές προθέσεις των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι ακυρώνοντας την δυναμική ερμηνεία του συνταγματικού φαινομένου αδυνατούν να συνομιλήσουν με τα σημερινά δικαιοπολιτικά αιτήματα που κατατρέχουν την Αμερική, επιλέγοντας να κρυφτούν πίσω από μια κατασκευή η οποία λειτουργεί ως προκάλυμμα συντηρητισμού και είναι, ήδη από καιρό, κατά πολύ ξεπερασμένη.
Το επιχείρημα περί ανασφάλειας δικαίου είναι ομοίως αδύναμο, στον βαθμό που οι δικαστικοί λειτουργοί λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους. Το νόημα της εκάστοτε διάταξης δεν μπορεί να είναι προϊόν άκαμπτων ιστορικών απόψεων και πρακτικών, ιδίως δε την στιγμή που η νομική επιστήμη ως ζωντανός και διαρκώς μεταλλασσόμενος οργανισμός καλείται να δώσει απαντήσεις σε δύσκολα ηθικά ερωτήματα, και ως τέτοια διεκδικεί επιχείρημα και όχι δογματισμό που προσιδιάζει σε φαινόμενα συνταγματικού λαϊκισμού.
Η τελική απόφαση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως τουλάχιστον φημολογείται, πριν από τις αρχές Ιουλίου. Ανεξάρτητα ωστόσο από την δικανική κρίση, για άλλη μια φορά θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες κινούνται στα επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά του συντηρητισμού, υποδεικνύοντας με τρόπο ζωηρό και επιτακτικό στις φιλελεύθερες πολιτείες των ΗΠΑ να κάνουν πράξη την διαρκώς επίκαιρη Θουκυδίδεια ρήση, ότι δηλαδή «οι καιροί ου μενετοί».