Η άφιξη του cd παραλίγο να «σκοτώσει» το βινύλιο, με τις μηχανές παραγωγής να πωλούνται, να διαλύονται και να αποσυναρμολογούνται από μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, με τις πωλήσεις δίσκων να φτάνουν σε διψήφια νούμερα ετησίως, η βιομηχανία τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προκειμένου για να συμβαδίσει με τις πωλήσεις, που πέρυσι έφτασαν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια (945 εκατ. ευρώ).
Δεκάδες εργοστάσια παραγωγής δίσκων έχουν δημιουργηθεί προκειμένου να καλύψουν τη ζήτηση στη Βόρεια Αμερική - και αυτό εξακολουθεί να μην είναι αρκετό.
Ο κλάδος «είναι σε νέα ταχύτητα και επιταχύνεται με νέο ρυθμό», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της United Record Pressing, στο Νάσβιλ του Τενεσί, Μαρκ Μάικλς, της μεγαλύτερης εταιρεία παραγωγής δίσκων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ζήτηση αυξάνεται σε διψήφιο ποσοστό για περισσότερο από μια δεκαετία και μεγάλα πολυκαταστήματα όπως η Target αύξησαν τον αριθμό των βινυλιών στα ράφια τους με περισσότερες επιλογές, την ώρα που «χτύπησε» η πανδημία. Με τις μουσικές περιοδείες να ακυρώνονται η μια μετά την άλλη και τον κόσμο να κλείνεται στο σπίτι, οι λάτρεις της μουσικής άρχισαν να αγοράζουν δίσκους με ακόμα πιο γρήγορο ρυθμό.
Σύμφωνα με την Recording Industry Association of America, τα έσοδα από τις πωλήσεις δίσκων αυξήθηκαν κατά 61% το 2021 - και έφτασαν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1980 - ξεπερνώντας κατά πολύ τους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τις συνδρομές στο Spotify και το Pandora.
Και ενώ όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου 15 χρόνια κυρίως από τους νοσταλγούς του βινυλίου, που συνέπεσε με την πρώτη «Record Store Day» (Ημέρα Δισκοπωλείου), όπως εξηγεί ο συγγραφέας του βιβλίου «Record Store Day: The Most Improbable Comeback of the 21st Century», Λάρι Τζάφι, σήμερα η νέα γενιά αγοράζει πικάπ, δίσκους, ακόμα και κασέτες, την ίδια ώρα που μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής, όπως οι Αντέλ, Αριάνα Γκράντε και Χάρι Στάιλς, βγάζουν τα τραγούδια τους σε δίσκους.
Με τον μουσικό παραγωγό Μπομπ Λούντβιγκ, νικητή πολλών βραβείων Grammy και ιδιοκτήτη των Gateway Mastering Studios στο Πόρτλαντ του Μέιν, να επισημαίνει ότι, «οι άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν για την ποιότητα του ήχου, αλλά όλα έχουν να κάνουν με το συναίσθημα, όχι τις τεχνικές προδιαγραφές».