Διανύουμε ήδη το τέταρτο τρίμηνο έντονης και απειλητικής παρουσίας του COVID-19 στη ζωή μας και παρόλη την αβεβαιότητα της διεθνούς κοινότητας ως προς την εξέλιξή του, ήδη διαφαίνεται ότι οι αλλαγές που έχει επιφέρει στην καθημερινότητά μας τείνουν να παγιωθούν. Τι επίπτωση ωστόσο μπορεί να έχει στις πόλεις η αλλαγή των συνθηκών ζωής, της οικονομίας, των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων, των κανόνων υγιεινής, και των διατροφικών συνηθειών που επιβάλλει μια πανδημία; Εξετάζοντας το ερώτημα αυτό ιστορικά και δια-πολιτισμικά, ανακαλύπτουμε ότι μακροπρόθεσμα οι επιπτώσεις δεν έχουν απαραίτητα αρνητικό πρόσημο, ενώ σχεδόν πάντα οδηγούν στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Έτσι, για παράδειγμα, η επιδημία πανώλης, ο επονομαζόμενος «Μαύρος Θάνατος», που εξάλειψε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης στα μέσα του 14ου αιώνα, κατά πολλούς μελετητές αποτέλεσε τελικά ορόσημο για το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Η επίδρασή της ήταν πολύπλευρη. Καταρχάς, επανεκτιμήθηκε η αξία της επίγειας ζωής και των αναγκών του σώματος και του πνεύματος, γεγονός που οδήγησε στη γέννηση των ουμανιστικών αρχών της Αναγέννησης. Αλλά και στην οικονομία, ο πληθυσμός εγκατέλειψε την ύπαιθρο και εγκαταστάθηκε στις πόλεις για μια καλύτερη ζωή, καθώς η έλλειψη εργατικών χεριών ανέβασε τις αμοιβές. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στο τέλος της φεουδαρχίας και στη συνέχεια, στη γέννηση της αστικής τάξης.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σταδιακά σε μια νέα αντιμετώπιση της πόλης και των πολιτών της, που σε συνδυασμό με την ανάγκη για προστασία της δημόσιας υγείας που γέννησε η πανδημία, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή σημαντικών εκσυγχρονιστικών μέτρων. Έτσι, για παράδειγμα, έγινε επέκταση των πόλεων, βελτιώθηκαν οι αστικές υποδομές (οδικό δίκτυο, πάρκα, υδροδότηση, αποχετευτικό σύστημα) και δημιουργήθηκαν μεγαλύτεροι δημόσιοι χώροι.
Ομοίως, οι επιδημίες ευλογιάς τον 18ο αιώνα και χολέρας του 19ου αιώνα οδήγησαν μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι σε ρηξικέλευθες αλλαγές. Ο αστικός ανασχεδιασμός του Λονδίνου στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα προχώρησε στον καθαρισμό των υποβαθμισμένων περιοχών (slums) που είχαν δημιουργηθεί με την έντονη αστικοποίηση που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση. Επιπλέον, έδωσε έμφαση στο πλάτος των δρόμων και στη δημιουργία πρασίνου, έτσι ώστε οι κατοικίες να έχουν περισσότερο αέρα και ήλιο, και οι κάτοικοι περισσότερη ιδιωτικότητα και ελευθερία. Την εποχή εκείνη άρχισε να αναπτύσσεται και η ιδέα της δημιουργίας προαστίων στη μορφή κηπουπόλεων ως τρόπος διαφυγής από τα δεινά των πόλεων.
Στο Παρίσι, το σχέδιο ανάπλασης του αστικού ιστού κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν ακόμα πιο δραστικό, με την ισοπέδωση ολόκληρων περιοχών, τη διάνοιξη μεγάλων λεωφόρων στο κέντρο της πόλης, τη δημιουργία μεγάλων δημόσιων χώρων, πάρκων, πολιτιστικών κτιρίων και πολυκαταστημάτων, αλλάζοντας ουσιαστικά την εικόνα και τον χαρακτήρα της πόλης.
Στον 20ο αιώνα, η εξάπλωση της φυματίωσης, του τύφου, της πολιομυελίτιδας και της ισπανικής γρίπης παγίωσε την ανάγκη χωροταξικού σχεδιασμού των Ευρωπαϊκών πόλεων. Εδώ, η συμβολή του Μοντέρνου Κινήματος ήταν καθοριστική (βλ. Χάρτα των Αθηνών του 1931, το αποτέλεσμα του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής CIAM). Μεταξύ άλλων έβαλε τέλος στη χαοτική ανάμιξη των χρήσεων γης του 19ου αιώνα με τη δημιουργία ζωνών, επανεξέτασε την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων και αναβάθμισε την ποιότητα του δημόσιου χώρου. Ταυτόχρονα, η μοντέρνα αρχιτεκτονική συνέβαλε στην προστασία της δημόσιας υγείας με τη δημιουργία ευάερων και ευήλιων χώρων, με τον μινιμαλισμό και την καθαρότητά της σε μεθόδους κατασκευής και υλικά.
Ασφαλώς, οι πανδημίες είναι μόνο ένας από τους πολλούς εξωτερικούς παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν ριζικές αλλαγές στη δομή μιας πόλης. Μεγάλες καταστροφές που προέρχονται από σεισμούς, πυρκαγιές, πολέμους, και πιο πρόσφατα τρομοκρατία, έδωσαν κατά καιρούς το έναυσμα για ολική αναγέννηση των πληγέντων αστικών ιστών και επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα της πόλης.
Έτσι, για παράδειγμα, ο καταστροφικός σεισμός της Λισσαβόνας το 1755 έδωσε την ευκαιρία στον Marquês de Pombal να επιβάλλει την εφαρμογή συστημάτων πυροπροστασίας και δικτύων υγιεινής στα κτίρια και να εφαρμόσει έναν λειτουργικό πολεοδομικό σχεδιασμό που έδωσε στην πόλη τον αστικό χαρακτήρα μιας πρωτεύουσας του εμπορίου.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η πυρκαγιά που έκαψε το κέντρο της πόλης του Σικάγο το 1871, ανέβασε στα ύψη την αξία της γης και οδήγησε σε φοβερή ανοικοδόμηση, ενώ ταυτόχρονα ήταν η αφορμή για τον εκσυγχρονισμό της κατασκευής των κτιρίων και την εφαρμογή νέων κανόνων και υλικών, δημιουργώντας μια νέα σχολή που επηρέασε την παγκόσμια αρχιτεκτονική, τη Σχολή του Σικάγο.
Αλλά και στο παράδειγμα της μεγάλης πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης το 1917, διαπιστώνουμε ότι η καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του κέντρου της πόλης αντιμετωπίστηκε από τους ιθύνοντες σαν ευκαιρία εκσυγχρονισμού της με την εφαρμογή του σχεδίου ανοικοδόμησης του Ερνέστ Εμπράρ.
Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα του Ρότερνταμ που, μετά τον βομβαρδισμό του το 1940, μετατράπηκε από ένα πυκνοδομημένο και απαρχαιωμένο από άποψη κτιρίων και υποδομών λιμάνι, σε μια μοντέρνα, λειτουργική πόλη, γεγονός που έδωσε νέα ώθηση και στην περαιτέρω ανάπτυξη των λιμενικών υποδομών.
Είναι σαφές ότι ο COVID-19 θα έχει παρόμοια βαθιά επίδραση στις σύγχρονες πόλεις. Η αβεβαιότητα για το τι (θα) είναι «φυσιολογικό» στο πεδίο του δομημένου κόσμου αυξάνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε ότι η επανάχρηση υφιστάμενων ιστορικών ή μη κτιρίων και δομών (adaptive reuse) πρόκειται να διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και στη μετά-COVID εποχή, καθώς θεωρείται ως μια πολιτιστικά και κοινωνικά ευαίσθητη, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη προσέγγιση για τις πόλεις. Η επανάχρηση υφιστάμενων κτιρίων, δεν αποτελεί απλώς μια συναισθηματική προσπάθεια διάσωσης των κτιρίων, αλλά και μια συνειδητή διαδικασία αστικής ανάκαμψης. Ωστόσο, από τα παραδείγματα που ακολουθούν, αποδεικνύεται ότι η επανάχρηση κτιρίων αποτελεί επιπλέον και τον πιο αποτελεσματικό τρόπο δημιουργίας δομών έκτακτης ανάγκης.
Το Συνεδριακό Κέντρο Jacob K. Javits στην Εντεκάτη Λεωφόρο στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης έχει μετατραπεί σε προσωρινό νοσοκομείο 2.900 κλινών, μέρος του Αθλητικού Χωριού στη Κεμαγιόραν (Wisma Atlet Kemayoran) στην Τζακάρτα της Ινδονησίας, μετασκευάστηκε σε προσωρινό νοσοκομείο αποκλειστικά για περιστατικά με COVID-19, χωρητικότητας 3000 κλινών, το Συνεδριακό Κέντρο ExCel στα ανατολικά του Λονδίνου μετατράπηκε εντός μόλις εννέα ημερών σε προσωρινό νοσοκομείο 4000 κλινών, για την αντιμετώπιση της αναμενόμενης αύξησης των ασθενών με κορωναϊό. Στο Χονγκ Κονγκ, με τον αρκετά υψηλό δείκτη πυκνότητας πληθυσμού και τον περιορισμένο διαθέσιμο δημόσιο χώρο, για την κάλυψη των αναγκών εγκαταστάσεων έκτακτων υγειονομικών συνθηκών, προχώρησαν στην τροποποίηση πληθώρας εγκαταστάσεων και κέντρων αναψυχής (βλέπε το Tso Kung Tam, το Sai Kung, το Lady MacLehose Holiday Village, το Lei Yue Mun). Tο Υπουργείο Υγείας της Χιλής μίσθωσε τις εγκαταστάσεις του εκθεσιακού συγκροτήματος Espacio Riesco στο Σαντιάγο της Χιλής, με σκοπό την εγκατάσταση ενός προσωρινού νοσοκομείου με 800 κλίνες για την παρακολούθηση περιστατικών COVID-19. Ξενοδοχεία και τουριστικές μονάδες, σε πολλά μέρη του κόσμου (Βλ. Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ινδία), στο πλαίσιο μιας κοινωνικού περιεχομένου προοδευτικής συνεργασίας -με ή χωρίς τη συμμετοχή της πολιτείας-, συμφώνησαν να λειτουργούν ως δορυφόροι νοσοκομειακών αναγκών, και έτσι κατά περίπτωση μετατρέπονται, είτε σε ασφαλείς κατοικίες για την απομόνωση εκείνων που ενδέχεται να έχουν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένες περιπτώσεις ασθενών με COVID-19, είτε σε προσωρινά νοσοκομεία, όπως το Ayre Gran Hotel Colón, ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία στο κέντρο της Μαδρίτης στην Ισπανία, μέρος του οποίου μετασκευάστηκε σε ιατρική εγκατάσταση για τη θεραπεία ασθενών με κορονοϊό.
Τα παραδείγματα αυτά αναδεικνύουν, εκτός από την αποτελεσματική επανάχρηση των υφιστάμενων κτιριακών υποδομών, και την ανάγκη προσαρμογής εν γένει του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στις σύγχρονες συνθήκες, οι οποίες επιβάλλουν ευελιξία, προκειμένου να καλύπτονται κάθε φορά οι ανάγκες που προκύπτουν, καθώς αυτές φαίνεται να μεταβάλλονται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι συνέβαινε στο παρελθόν.
Στην Ελλάδα, υπάρχουν κτίσματα που ερημώνουν ανεκμετάλλευτα, και τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να αντιμετωπιστούν προκύπτουσες από την πανδημία ανάγκες. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα είναι ο Πύργος του Πειραιά, το Ξενία της Πάρνηθας, το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εμπορικού Ναυτικού στα Μελίσσια, οι Μύλοι Αλλατίνη και το Νοσοκομείο «Παναγία» στην Θεσσαλονίκη, το παλιό Νοσοκομείο Καβάλας, και πολλά άλλα.
Στην κατεύθυνση αυτή, σχέδια και οδηγοί επανάχρησης που ανταποκρίνονται σε καταστάσεις πανδημίας, όπως αυτά που εξέδωσαν το MASS Design Group με έδρα το Κέιμπριτζ, ή το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων (American Institute of Architects – AIA) με σκοπό την καθοδήγηση για τη μετασκευή υφιστάμενων κτισμάτων σε δομές υγειονομικής φροντίδας ή σε χώρους ελέγχου λοιμώξεων, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο άμεσο μέλλον.
Την ίδια στιγμή που οι ανάγκες επιτακτικά υπαγορεύουν την αξιοποίηση κτιρίων για νοσοκομειακή χρήση, το νέο μοντέλο εργασίας που δημιούργησαν οι νέες συνθήκες της πανδημίας, με εξ αποστάσεως ή εκ περιτροπής εργασία, ωσάν μιαν άλλη αποβιομηχάνιση, αφήνει πίσω άδεια κτίρια γραφείων, και προσδίδει πλέον διαφορετικό νόημα στον χώρο εργασίας.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, τα κτίρια γραφείων προβλέπεται σε μεγάλο βαθμό να αξιοποιηθούν για διαφορετικές χρήσεις (οικιστική, εμπορική, τουριστική, αναψυχής, περίθαλψης, κλπ), ενώ θα μεταβάλλονται δραστικά τα κριτήρια για αγορά ή ενοικίαση κατοικίας (αύξηση ζήτησης στα προάστια λόγω ελαχιστοποίησης μετακινήσεων, αποκλειστικός χώρος γραφείου εντός της κατοικίας, κλπ). Παράλληλα, σε μια προσπάθεια διατήρησης της ισορροπίας του συστήματος, ακολουθούν αντανακλαστικά και οι επιχειρήσεις, αναγνωρίζοντας ευκαιρίες στις νέες διαμορφούμενες ανάγκες. Ήδη, η χαμηλή πληρότητα των ξενοδοχείων και των τουριστικών καταλυμάτων από την μία, και η αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών για ανθρώπους που καλούνται πλέον να εργαστούν εξ αποστάσεως από την άλλη, οδήγησαν στη δημιουργία ενός νέου ξενοδοχειακού προϊόντος (βλ. Home Away From Home), με τα ξενοδοχεία καθώς και τους παρόχους βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων να προσφέρουν δωμάτια για ημερήσια χρήση σε όσους επιλέγουν να εργαστούν έξω από το σπίτι, προσφέροντας ιδιωτικότητα, ησυχία, άνεση και δυνατότητα αποκλειστικής χρήσης χώρων υγιεινής.
Τα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά μας συστήματα, τα οποία αναπτύχθηκαν ιστορικά υπό διαφορετικές συνθήκες, έχουν καθυστερήσει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η επανάχρηση κτιρίων οφείλει να διαδραματίσει ως εργαλείο πρωταρχικό ρόλο στην κάλυψη των νέων αστικών αναγκών που δημιούργησε η πανδημία, καθώς και άλλων κρίσιμων για την ανθρωπότητα ζητημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή, η τρομοκρατία, το μεταναστευτικό, η κοινωνική αποσύνθεση και ανισότητα, η επισφαλής, ανεπαρκής ή ακατάλληλη στέγαση, η αστική επέκταση, κ.ά.. Ο COVID-19 μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συνθήκες για την επανεκτίμηση του δομημένου χώρου έχουν πλέον ωριμάσει. Είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε την αμηχανία της πρόκλησης σε ευκαιρία για βιώσιμη ανάπτυξη και τη μοναδικότητα της κατάστασης σε αφορμή για την επανεφεύρεση του αστικού τοπίου, για την αναδιαμόρφωση μιας ουσιαστικά διαφορετικής αστικής πραγματικότητας, ασφαλέστερης, ευημερούσας και ανθεκτικής (Resilient Cities).