Το πρόβλημα πως η δημοκρατία εμφανίζεται βαρετή σε πολλούς, κυρίως σε νέους, έχει αποτελέσει αντικείμενο παλαιότερων κειμένων της Σώτης Τριανταφύλλου (δεν μπόρεσα να τα εντοπίσω αλλά τα θυμάμαι), καθώς και πρόσφατου του Φώτη Γεωργελέ.1 Το ζήτημα είναι κρίσιμο, ζωής ή θανάτου, για το μέλλον του σύγχρονου κόσμου.
Η δημοκρατία συνδέεται άρρηκτα με τον σεβασμό προς τους θεσμούς. Όπου ανθεί ο λαϊκισμός υπονομεύονται οι θεσμοί (βλ. τη συνθηματολογία του Ανδρέα Παπανδρέου περί ‘λαού’ μπροστά στον οποίο υποχωρούν οι νόμοι, το ΚΚΕ το οποίο απλώς ανέχεται την αστική δημοκρατία επειδή μόνο αυτή τού επιτρέπει να υπάρχει, μέχρι και την κακοήθη περίπτωση Μιχαλολιάκου που δημοσίως έστελνε στο διάολο τους νόμους ‘αρκεί να σωθεί η Ελλάδα’) !
Ανεξάρτητα από την όποια κριτική που δέχονται για τυχόν βελτίωση την οποία επιδέχονται, οι θεσμοί είναι θεμελιωμένοι στον ορθό λόγο, από τον οποίο άλλωστε πήγασαν κάποτε τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και το κοινωνικό συμβόλαιο. Αντίθετα, ο λαϊκισμός απευθύνεται στο θυμικό, για να τό κολακέψει και για να εισπράξει εκλογικά την αγανάκτησή του.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, εκ πρώτης όψεως θα περίμενε κανείς ότι για κάποια μερίδα του πληθυσμού (και για υψηλό ποσοστό νέων) ο λαϊκισμός θα έπρεπε να είναι η κυρίαρχη επιλογή. Είναι πολύς ο κόσμος για τους οποίους το θυμικό καταλύει την όποια επιρροή του ορθού λόγου. Γιατί τότε δεν είναι πιο μεγάλη η εμβέλειά του;
Οι πολιτικές προτιμήσεις επηρεάζονται οπωσδήποτε από τις συγκυρίες και φιλτράρονται από τον ψυχισμό, αλλά αυτό είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι τα πολιτικά αντανακλαστικά εκφράζουν και κεκτημένες εμπειρίες τις οποίες έχουν ενσωματώσει ως συλλογικό κεφάλαιο. Για την Ελληνική κοινωνία η δημοκρατία αποτελεί ένα αγαθό σχετικά πρόσφατα ανακτημένο, εφόσον εκείνοι που θυμούνται τη δικτατορία κατεβαίνουν ηλικιακά μέχρι τα 60, επιπλέον δε – λόγω της συνήθως καλής τους παιδείας- εξακολουθούν να ασκούν κάποια επιρροή και σε νεότερους. Εδώ ας προστεθούν και εκείνοι οι οποίοι έχουν ευαισθητοποιηθεί στο παρελθόν από αφηγήσεις παππούδων τους για τις ταλαιπωρίες της δημοκρατίας στον 20ό αιώνα.
Ουσιαστικά η γενιά της μεταπολίτευσης εξακολουθεί να είναι η πλέον νομιμόφρων προς τους θεσμούς – και ξέρει καλά γιατί. Ο προσεκτικός παρατηρητής διαπιστώνει πως οι παλιοί αριστεροί που αγωνίστηκαν οι ίδιοι, με ιδρώτα και αίμα, με εξορίες και φυλακές, ήταν πάντοτε πιο φιλικοί προς την αστική δημοκρατία (ως θεσμικό πλαίσιο, όχι προς τα κόμματα που κυβέρνησαν), παρά οι νεότερες γενιές οι οποίες έμαθαν (τρόπος του λέγειν!) την Αριστερά στα αμφιθέατρα και στις καταλήψεις. Λογικό: όταν έχεις κοπιάσει για ένα απόκτημα τό σέβεσαι περισσότερο παρά όταν σού χαρίστηκε ή τό κληρονόμησες…
Αλλά ο χρόνος δεν είναι πια με το μέρος της δημοκρατίας. Οι ανιστόρητες γενιές αυξάνονται παγκοσμίως, ο δε λαϊκισμός έχει καταφέρει να επινοήσει τόσο δεξιά όσο και αριστερά πρόσημα. Η ραγδαία επιτάχυνση του ρυθμού ζωής συμπαρασύρει και την κουλτούρα, μέρος της οποίας είναι και οι κεκτημένες συλλογικές εμπειρίες. Καθώς πλέον αρχίζει να μην επαρκεί το συλλογικό κεφάλαιο των κατακτημένων αυτονοήτων, χρειάζεται να επιστρατευθούν καινούργια αντανακλαστικά, δηλαδή νέες συλλογικές μαθήσεις οι οποίες θα επανεπενδύσουν στη δημοκρατία. Και αυτή η διεργασία – τουλάχιστον προς το παρόν – εμφανίζεται χλωμή, καθόλου ελκυστική.
Για να υπάρξει μελλοντική συλλογική μνήμη που θα είναι και αυτή φιλική προς τη δημοκρατία, πρέπει τώρα να επανεξετάσουμε το στίγμα της. Η περίπτωση την οποία εξετάζουμε παρουσιάζει κάποια κοινά με τον χρόνο επώασης των λοιμώξεων: σήμερα εκδηλώνονται ως κρούσματα του κορωνοϊού όσοι μολύνθηκαν πριν από δύο εβδομάδες. Η επανεγγραφή της δημοκρατίας ως συλλογικού αγαθού στη μνήμη των πολιτών, ιδιαίτερα δε όσων θα είναι μεσήλικες σε 20-40 χρόνια από τώρα, απαιτεί νέο αφήγημα, επενδυμένο (όπως ακριβώς συνέβαινε όταν διεκδικούσαν τη δημοκρατία σε καιρούς στέρησης) με φαντασία, ενέργεια, κέφι. Με γνήσιο περιεχόμενο, όμως, όχι σκόπιμα και τεχνητά. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Η φύση απεχθάνεται τα κενά. Αν δεν υπάρξουν φαντασία, ενέργεια, κέφι, τέτοια που να εκφράζουν δημοκρατικά ιδεώδη, θα εμφανιστούν κακέκτυπά τους: τι λέω; ήδη έχουν σκάσει μύτη με τη μορφή των ‘δικαιωματιστών’. Οι ταυτοτικές διεκδικήσεις της μεταμοντέρνας εποχής μας απέχουν θεαματικά από π.χ. το σκεπτικό (και το λεκτικό) των αγώνων των μαύρων στην Αμερική των ’60ς. Τα ιδανικά της αδελφωσύνης τα οποία διαπότιζαν τις ομιλίες τους και τα τραγούδια τους βρίσκονται στον αντίποδα των εισαγόμενων λεκτικών νεολογισμών και των ‘παρατηρητηρίων’ που ζουν από τις μηνύσεις. Το ίδιο συνέβαινε και με τις εργατικές διεκδικήσεις της Αριστεράς σε όλη τη διαδρομή του 20ού αιώνα, όπως αποτυπώνονται στην αντίστοιχη ποίηση: απέχει έτη φωτός από την μεταλλαγμένη Αριστερά της σημερινής Δύσης.
Αν ήθελα να μιλήσω με ψυχιατρικούς όρους, θα έλεγα πως οι σημερινές διεκδικήσεις στο όνομα της δημοκρατίας εκπέμπουν μια εσάνς αυτισμού. Η εμμονή στο κατ’ αυτές ‘δίκαιο’ είναι συχνά ξύλινη, ισοπεδωτική, άσχετη με το πλαίσιο και την κουλτούρα, η δε συλλογική στράτευση μετέρχεται φόρμες γνωστές από τη νεωτερικότητα αλλά επικαλείται αιτήματα που μακροπρόθεσμα τήν καταργούν. Για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα, ζούμε σε εποχή κατά την οποία (στον Δυτικό κόσμο πάντα) γίνονται προσπάθειες να φυσιολογικοποιηθεί το φαινόμενο π.χ. κάποιος να διεκδικεί νομικά από τον εργοδότη του να πηγαίνει στη δουλειά του ντυμένος σαν καρικατούρα, και στη συνέχεια να μηνύει στα δικαστήρια όποιον συνάδελφο τού ξέφυγε ένα γελάκι βλέποντάς τον. Το ατομικό δικαίωμα όλο και περισσότερο γίνεται αυτόνομο, για να εκφυλιστεί τελικά σε φετίχ, τελικά δυσφημώντας αυτή καθεαυτή την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όσους έχουν ιδεολογικούς, ή και ιδιοτελείς, λόγους να τήν αμφισβητούν και να ονειρεύονται κατάλυσή τους.
Να τό κάνουμε ξεκάθαρο. Η αστική δημοκρατία της Δύσης δεν διαθέτει πλέον (αν διέθετε ποτέ) αυτονόητη αξία στα μάτια των μη Δυτικών, οι δε εξισλαμισμοί Ευρωπαίων εφήβων μάς έδειξαν πως έχει δημιουργηθεί μια καινούργια ‘φυλή’ στα σπλάγχνα της. Κατά την εκτίμησή μου, η νέα αυτή κατηγορία όσων αυτομολούν από τα δημοκρατικά ιδεώδη με τα οποία γαλουχήθηκαν, ως ιδιότυποι γενίτσαροι, αποτελεί το πρώτο εντυπωσιακό σύμπτωμα μιας δημοκρατίας που αρχίζει να εκπίπτει από την οργανική θέση την οποία ανέκαθεν, και καταστατικά, κατείχε στη Δύση. Είχε προηγηθεί η αναβίωση νεοναζιστικών κινημάτων, αλλά αυτό το μάλλον λάϊτ σύμπτωμα οι ελίτ δεν τό αξιολόγησαν επαρκώς, νομίζοντας ότι επαρκούν οι συγκυριακές κοινωνικές και οικονομικές εξηγήσεις.
Η περιβόητη θατσερική φράση «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα» έχει αρχίσει πλέον να αντανακλάται και στο δίκαιο: η οποιαδήποτε ατομική επιθυμία απαιτεί νομική κατοχύρωση (εξ ου και τα πολλαπλά ‘φύλα’). Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα ο προβληματισμός πως «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πια ελκυστική» ακούγεται ταυτόχρονα και ως λογικό επακόλουθο αλλά και ως αστείο. Οι παθογένειες της ΕΕ δεν είναι πρωτίστως τεχνικές ή οργανωτικές, ούτε καν οφείλονται στην έλλειψη άξιων ηγετών (αυτή μάλλον συνιστά προϊόν της εν γένει παθολογικής κουλτούρας). Αν η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης θέλουμε να ξαναγίνει ελκυστική, πρέπει να αναζωπυρωθεί η πίστη στη δημοκρατία και στους θεσμούς. Απαιτείται πολιτισμική αλλαγή, τίποτε λιγότερο.
Οι θεσμοί χρησιμεύουν για να περιορίζουν την φαντασιακή παντοδυναμία μας, όπως και για να προφυλάσσουν το κοινωνικό σώμα από τις εκδραματίσεις οι οποίες συνηθίζουν να εκρήγνυνται από τις ατομικές μας παθολογίες. Ενίοτε η περιφρόνηση των θεσμών γίνεται θανατηφόρα για ανθρώπους, όπως συμβαίνει με ετούτη την πανδημία. Συνεπώς η δημοκρατία αναμένεται να ξαναγίνει ελκυστική όταν οι περιορισμοί από την αμοιβαία δέσμευση σε κοινό όραμα ξαναγίνουν προτιμότεροι απέναντι στα ποικίλα ‘πάρτυ’ της ατομικής απόλαυσης. Όταν, δηλαδή, ένα καινούργιο συμβόλαιο αποφασίσει να πολεμήσει τον κοινωνικό αυτισμό.
1 https://www.athensvoice.gr/politics/690047_oi-laikistes-synarpazoyn-alla-den-lynoyn-kanena-provlima
- Απόψεις και άλλες δηλώσεις που εκφράζονται από χρήστες και τρίτα μέρη (π.χ., bloggers) είναι αποκλειστικά δικές τους και δεν αποτελούν απόψεις της HuffPost Greece. Την ευθύνη για περιεχόμενο που δημιουργείται από τρίτα μέρη φέρουν αποκλειστικά τα μέρη αυτά.