Έχω γνωρίσει τρεις αστυνομικούς στη ζωή μου. Έναν στη γειτονιά, τον δεύτερο αρκετά παλιότερα σε κάποιο φιλικό περιβάλλον. Και οι δύο, ήρεμοι άνθρωποι χωρίς επιθετικότητα.
Ιδιαίτερη εντύπωση, όμως, μου είχε κάνει ο τρίτος αστυνομικός που συνάντησα πριν πολλά χρόνια σε κάποιο σεμινάριο, που είχε ως θέμα την αυτοκτονία. Ήταν διοικητής σε ένα τμήμα στο κέντρο της Αθήνας και ερχόταν στο σεμινάριο με σπασμένο πόδι και πατερίτσες. Στη διάρκεια της αναρρωτικής του άδειας είχε επιλέξει να παρακολουθεί αυτό το σεμινάριο, γιατί όπως είπε στην αστυνομία αντιμετώπιζαν πολλά περιστατικά αυτοκτονιών και δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν.
Μίλησα ελάχιστα με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά θυμάμαι πως συμμετείχε ενεργά στη συζήτηση φέρνοντας πολλά παραδείγματα από τη δουλειά του και κάνοντας πολλές ερωτήσεις. Ο λόγος που γράφω αυτό το άρθρο είναι ένα παράδειγμα από αυτά που ανέφερε. Μου ήρθε στο μυαλό σκεπτόμενη τώρα το επάγγελμα αυτό με αφορμή τον τραγικό τραυματισμού του 31χρονου αστυνομικού στο γήπεδο.
Είχε πει, λοιπόν, πως στη δουλειά αυτή οι άνθρωποι ξυπνούν το πρωί και δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει. Για παράδειγμα, ένας αστυνομικός είχε κληθεί ένα πρωί σε μια υπόθεση αυτοκτονίας στις γραμμές του τρένου. Του ανέθεσαν να βρει το κομμένο κεφάλι.
Αν κάποιος πηγαίνει στη δουλειά του και κόβει τιμολόγια ή εξυπηρετεί εκνευρισμένους ανθρώπους σε κάποιο γκισέ και βιώνει επαγγελματικό άγχος, μπορεί να φανταστεί πώς νιώθει ένας άνθρωπος που πρέπει να ψάξει στους θάμνους για να βρει ένα κομμένο κεφάλι ένα ωραίο πρωινό Δευτέρας; Ή που πηγαίνει στα βίαια γήπεδα της Ελλάδας εν έτει 2023; Μπορούμε άραγε να φανταστούμε στ’ αλήθεια αυτό το άγχος;
Σίγουρα δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί καλοί άνθρωποι, όπως δεν είναι όλοι οι γιατροί ή όλοι οι δημοσιογράφοι ή όλοι οι ψυχολόγοι ή όλοι οι δικηγόροι. Σε κάθε επάγγελμα υπάρχουν εκείνοι που υπηρετούν κάποιες αξίες και έναν κοινωνικό ρόλο κι εκείνοι που βρέθηκαν εκεί από τύχη ή εκείνοι που είναι διεφθαρμένοι ή εκείνοι που εκμεταλλεύονται την όποια εξουσία έχουν ή την ανάγκη των άλλων. Δεν μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίζουμε το οποιοδήποτε επάγγελμα ταυτίζοντάς το με τους χειρότερους εκπροσώπους του.
Το να αποδίδουμε ευθύνες μόνο στους επαγγελματίες απαλλάσσει το σύστημα από τις ευθύνες του. Ποιες είναι οι σπουδές, οι εκπαιδεύσεις στις σχολές που φοιτούν; Ποια τα προσόντα με τα οποία επιλέγονται; Πώς εποπτεύονται; Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τέτοια θέματα είναι στο απυρόβλητο, αφού όλα τα προβλήματα αποδίδονται απλώς σε κακούς χαρακτήρες.
Το επάγγελμα του αστυνομικού συνδέεται με έντονο στρες. Αυτό σημαίνει και με ανάγκες για υποστήριξη και εποπτεία. Καλούνται να διαχειριστούν κρίσεις και διάφορα περιστατικά, για τα οποία χρειάζεται οπωσδήποτε να έχουν κατάλληλη εκπαίδευση. Ειδικά σε σχέση με ευάλωτες ομάδες, όπως άτομα που έχουν υποστεί κάποιου είδους βία, άτομα με αναπηρία, ανθρώπους που απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν ή ψυχικά πάσχοντες. Επειδή φέρουν όπλο, είναι απαραίτητο να υπόκεινται σε έλεγχο για το καλό των υπολοίπων και για το δικό τους καλό.
Η αστυνομία είναι ακόμη ένας χώρος, στον οποίο είναι απαραίτητο να υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες ψυχίατροι και ψυχολόγοι και φυσικά δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν σε κανέναν δημόσιο τομέα.
Το πότε και αν ποτέ θα διοριστούν μαζικά ειδικευμένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας στην αστυνομία φυσικά δεν είναι στο χέρι μας. Αυτό που είναι στο χέρι μας είναι η ποιότητα του δημοσίου διαλόγου που κάνουμε. Το να αντιλαμβανόμαστε την περιπλοκότητα των καταστάσεων και των φαινομένων. Για τα κοινωνικά προβλήματα οι λύσεις είναι μόνο κοινωνικές κι αυτό σημαίνει ύπαρξη δομών για τις ευάλωτες ομάδες και χρήση των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών πρακτικά στην κοινωνία για τον κάθε πολίτη.
Αν δεν γίνει αυτό κατανοητό, απλώς θα ανακυκλώνουμε θυμό χωρίς να ξέρουμε τι ζητάμε. Και ο ανθρώπινος πόνος θα πουλιέται για μερικές χιλιάδες κλικ. Το χειρότερο, γεμάτοι προκαταλήψεις θα συνεχίζουμε να διαιωνίζουμε μια κοντόφθαλμη κοινωνία, που δεν βλέπει πως τη βία που φοβάται η ίδια τη γεννά.