Ένας εργαζόμενος του οποίου τα τυπικά προσόντα ξεπερνούν αυτά, τα οποία χρειάζονται για τη θέση που κατέχει, θεωρείται overeducated ή overqualified (αποφεύγω τη μετάφραση στη γλώσσα μας, γιατί με αυτούς τους όρους μπορείτε να βρείτε στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία).
Το φαινόμενο του overeducation προκύπτει σε μια οικονομία, όταν οι θέσεις εργασίας στο σύνολό τους απαιτούν λιγότερα προσόντα σε σχέση με αυτά που έχει το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Υπάρχει, δηλαδή, μια αναντιστοιχία μεταξύ των εργασιών που απαιτούν υψηλές δεξιότητες-προσόντα και του μεγαλύτερου ποσοστού των ατόμων που τα διαθέτουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα μορφωμένα άτομα να αναζητούν εργασίες αναντίστοιχες με τα προσόντα τους, να αποδέχονται μικρότερους μισθούς (γνωρίζοντας ότι πολλοί άλλοι έχουν τα ίδια πτυχία), να παραμένουν περισσότερο στην ανεργία αναζητώντας μια θέση πιο κατάλληλη για τα προσόντα τους ή και να μεταναστεύουν.
Η συχνότητα της υπερ-εκπαίδευσης προκύπτει όταν συγκρίνουμε το επίπεδο εκπαίδευσης ή τα έτη συνολικής φοίτησης με έναν δείκτη των τυπικών απαιτήσεων για ένα επάγγελμα, όσον αφορά το απαιτούμενο μορφωτικό υπόβαθρο (πχ. επίπεδο εκπαίδευσης). Το πρώτο μέρος είναι απλό, αλλά το δεύτερο έχει επικριθεί για το πόσο αντικειμενικό ή υποκειμενικό είναι.
Στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες η νοοτροπία για ολοκλήρωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση τμημάτων, σχολών και τελειοφοίτων, με την επιδίωξη τα τελευταία χρόνια και για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να υπάρχει μια υπερπληθώρα αποφοίτων πανεπιστημίου δυσανάλογη προς τον αριθμό τον οποίο μπορούσε να απορροφήσει η αγορά εργασίας. Έτσι, σε ορισμένους κλάδους συνεχίζουμε να παράγουμε περισσότερους επαγγελματίες από ό,τι χρειάζεται η χώρα (βλ. εκπαιδευτικούς, δικηγόρους κτλ).
Αν όμως αυτό είχε κάποια λογική στο παρελθόν (το επιπλέον πτυχίο εξασφάλιζε εργασία ή ευκαιρίες πρόσληψης στο δημόσιο), δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το ίδιο για το παρόν ή για το μέλλον. Η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να επιλέξουν το επάγγελμα που προσφέρει τη μεγαλύτερη τρέχουσα αξία των πιθανών μελλοντικών εισοδημάτων.
Όταν οι επιπλέον επενδύσεις για μόρφωση οδηγούν σε βέλτιστες αποδόσεις μισθών (returns to education) και σε διασφάλιση ότι κάποιος θα εργαστεί στον τομέα που έχει επιλέξει, οι επενδύσεις αυτές έχουν μεγαλύτερη αξία. Επίσης οι ατομικές και κοινωνικές πεποιθήσεις σχετικά με τον ρόλο της επίσημης εκπαίδευσης ως μηχανισμού που ενισχύει την ισότητα και την κινητικότητα, επηρεάζονται.
Διαφορετικά τα πτυχία αρχίζουν να χάνουν την αξία τους στην αγορά εργασίας και υπάρχει μια μετατόπιση σε άλλα κριτήρια (δεξιότητες, εργασιακή εμπειρία, προσαρμοστικότητα στις τεχνολογικές αλλαγές, όπως η διαχείριση χρόνου, η προσωπική δέσμευση, η ομαδική εργασία, η επιχειρηματολογία κ.λ.π.). Δεξιότητες που δεν διδάσκονται στην επίσημη εκπαίδευση ή δεν συμπεριλαμβάνονται στα προγράμματα διδασκαλίας έχει παρατηρηθεί ότι μεταφέρονται εύκολα μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον ή με εργασιακή εμπειρία.
Στα πρώιμα επαγγελματικά στάδια τα άτομα μπορούν να επιλέξουν θέσεις με χαμηλότερες αποδοχές, εάν πιστεύουν ότι η επίδραση της σχολικής εκπαίδευσης θα τους δώσει καλύτερες ευκαιρίες στο μέλλον (αύξηση, προαγωγή ή μια θέση πιο σχετική με τα ενδιαφέροντα τους). Λαμβάνοντας υπόψη τόσο το θέμα της προσφοράς όσο και της ζήτησης, η αναντιστοιχία που εμφανίζεται σε μια οικονομία, στην αρχή μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας, θεωρείται ως μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση.
Σύμφωνα με τη θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου που εισήγαγε ο Becker το 1964, η υπερ-εκπαίδευση συνέβη λόγω της προσωρινής ανικανότητας για ικανοποιητικό συνταίριασμα στην αγορά εργασίας (απαιτήσεων θέσεων και εργαζομένων με αντίστοιχα προσόντα). Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, απαιτείται η προθυμία των εταιρειών να αξιοποιήσουν πλήρως τις δεξιότητες μορφωμένων ανθρώπων και οι προσπάθειες πιο μορφωμένων ατόμων να βρουν πιο κατάλληλη εργασία, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση το συντομότερο δυνατόν. Άλλες πάλι μελέτες υποστηρίζουν ότι η υπερ-εκπαίδευση μπορεί να είναι σε ατομικό επίπεδο μια προσωρινή κατάσταση, όμως για την οικονομία ίσως αποτελέσει ένα μόνιμο φαινόμενο.
Η υπερ-εκπαίδευση συνεπώς μπορεί να είναι μια προσωρινή ή μακροπρόθεσμη δομική κατάσταση. Εάν επηρεάζει τις προοπτικές των καλά μορφωμένων ατόμων, πρέπει να ληφθούν αποφάσεις ανάλογες με τη διάρκεια της επίπτωσης. Το θέμα του overeducation δεν σημαίνει ότι η διεύρυνση της εκπαίδευσης ήταν αρνητική εξέλιξη ή ότι ένα κράτος δεν χρειάζεται τόσα πολλά και καλά μορφωμένα άτομα, καθώς είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη. Πράγματι, αυτή η ανεπάρκεια σημαίνει ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και ο στόχος των εκπαιδευτικών συστημάτων πρέπει να είναι περισσότερο προσανατολισμένα στη σύγχρονη αγορά εργασίας, στις τεχνολογικές αλλαγές και στο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας (μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο).
Η διεθνής κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι ένα από τα οφέλη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ μπορεί να αναπτυχθεί με την ανακατανομή εργαζομένων υψηλής ή χαμηλής εξειδίκευσης μεταξύ των κρατών μελών, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να συμβεί σε βάρος των φτωχότερων χωρών. Αυτή η μετακίνηση πρέπει να είναι διμερής και όχι μονομερής.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι το φαινόμενο είναι σημαντικό, καθώς επηρεάζει τις αποφάσεις νέων ατόμων και τις αποφάσεις καριέρας με όποια συνέπεια για την αποδοτικότητα και την ψυχολογία του εργαζομένου. Η ελληνική οικονομία μπορεί να κερδίσει πολλά, αν αξιοποιήσει σωστά το ανθρώπινο δυναμικό της, όχι όμως με νοοτροπίες του παρελθόντος (τόσο από τις επιχειρήσεις, όσο και από τους εργαζόμενους).
Κλείνω μεταφέροντας την εμπειρία μου από τη ζωή μου στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια. Συναντώ χαρούμενους Άγγλους γονείς που με περηφάνια λένε ότι το παιδί τους τελείωσε το κολλέγιο (μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση) και βρήκε τη δουλειά που του αρέσει (γιατί δεν χρειαζόταν περισσότερα προσόντα για αυτή τη θέση). Συναντώ Έλληνες με πτυχία που μου λένε ότι ο προϊστάμενός τους έχει λιγότερα τυπικά προσόντα, αλλά λόγω του ότι έχει μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία και κάποιες μικρής διάρκειας επιμορφώσεις κατάφερε να φτάσει σε αυτή τη θέση. Τέλος, στις προκηρύξεις για θέσεις εργασίας τα τυπικά προσόντα πολλές φορές είναι ένα μικρό μέρος του job description.
Φίλος μου στη Θεσσαλονίκη μου μετέφερε τον ενθουσιασμό του από τη νέα του θέση σε εταιρία με ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό, που έδωσε σημασία περισσότερο σε στοιχεία του χαρακτήρα για να τον προσλάβει και όχι στα τυπικά του προσόντα. Μπορούμε και εμείς να βρούμε μια καλύτερη ισορροπία στη χώρα μας και να ωθούμε τους νέους σε μαθησιακούς δρόμους της καρδιάς τους και όχι του πρέπει.
Καλά αποτελέσματα σε όλους τους υποψηφίους των Πανελλαδικών και των εξετάσεων Πανεπιστημίου. Ας τους οδηγήσουν σε δρόμους που πραγματικά ονειρεύονται.