Υπέρ του καλού έντυπου βιβλίου

Το τελευταίο μέσο εκπολιτισμού που δεν χρειάζεται φόρτιση, καθώς παραμένει πάντα ενεργή πηγή γνώσης και εμπειριών. Αρκεί κανείς να έχει την υπομονή να το διαβάσει.
skynesher via Getty Images

Στην εποχή του άκρατου καταιγισμού ψηφιακών πληροφοριών μία συζήτηση περί του έντυπου βιβλίου ίσως μοιάζει παχωρημένη για κάποιους. Δεν είναι όμως και υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτό. Αρχικά, ας δούμε τη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα για την αγορά του βιβλίου, όπως αυτή παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εκδοτών στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης για τα έτη 2022 και 2023 (βλ. σχετικά εδώ).

Στα στατιστικά στοιχεία του 2022 ο τζίρος που προέρχεται από το έντυπο βιβλίο διατηρεί τη μερίδα του λέοντος με 83,9%. Ακολουθεί ο τζίρος από το ηλεκτρονικό βιβλίο με 12,9%, ενώ καταγράφεται πλέον και το audiobook με 3,2%.

Οι χώρες που πρωταγωνιστούν στους παραπάνω τζίρους είναι η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ολλανδία. Οι ίδιες περίπου συμπληρώνουν και τη λίστα με τις χώρες των κορυφαίων εκδοτών, η οποία αποτελείται κατά σειρά από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Πολωνία.

Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι για το 2023 σημειώθηκε αύξηση των σχετικών κύκλων εργασιών, με το Ηνωμένο Βασίλειο να καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση με ποσοστό 12,2%.

Στην Ελλάδα οι μετρήσεις απλά… δεν υπάρχουν. Κατά κυριολεξία, η τελευταία σχετική μέτρηση έγινε το 2010 από το τότε υφιστάμενο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Με τη διάλυση του ΕΚΕΒΙ έπαυσε και η έρευνα και παροχή προς τους ενδιαφερόμενους φορείς των σχετικών στατιστικών δεδομένων για την ανάγνωση στην Ελλάδα.

Το κενό 11 ετών ανέλαβε να καλύψει το 2021 ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ), ο οποίος αποτελείται από συγγραφείς και εκδότες.

Έτσι στα συμπεράσματα σχετικής έρευνας διαβάζουμε:

«Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» -την επιστημονική διεύθυνση της οποίας είχε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- το κοινό, ανάλογα με τον αριθμό των βιβλίων που διαβάζει (ή δεν διαβάζει), χωρίζεται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και εντατικούς αναγνώστες.

Στην ερώτηση: «Πόσα βιβλία έχετε διαβάσει τον τελευταίο χρόνο με οποιοδήποτε τρόπο (έντυπο, audiobook, ebook), εξαιρουμένων των πανεπιστημιακών ή των σχολικών βιβλίων;», το 35% των ερωτώμενων απαντά πως δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο (μη αναγνώστες). Το 19% διαβάζει 1-2 βιβλία τον χρόνο και το 15% διαβάζει 3-4 βιβλία τον χρόνο (μη εντατικοί αναγνώστες). Επίσης, το 14% διαβάζει 5-9 βιβλία τον χρόνο και το 17% 10 βιβλία και άνω (εντατικοί αναγνώστες). Επομένως, οι μη αναγνώστες ανέρχονται στο ποσοστό του 35%, οι μη εντατικοί αναγνώστες στο 34% και οι εντατικοί αναγνώστες στο 31%.

Περισσότερα από τα μισά άτομα βασικής εκπαίδευσης (σε ποσοστό 55%) είναι μη αναγνώστες, σε αντίθεση με τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης, στα οποία το ποσοστό των μη αναγνωστών μειώνεται στο 16%. Γενικότερα, όσο υψηλότερη είναι η βαθμίδα εκπαίδευσης τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των εντατικών και μη εντατικών αναγνωστών και μικρότερο το ποσοστό των μη αναγνωστών.

Αρχικά, διαπιστώνουμε ότι τα άτομα που δεν γνωρίζουν καμία ξένη γλώσσα σε ποσοστό 63% είναι μη αναγνώστες, ενώ στα άτομα που ξέρουν μία ή και δύο και περισσότερες ξένες γλώσσες μειώνεται το ποσοστό εκείνων που δεν διαβάζουν καθόλου (όσο περισσότερες μάλιστα γλώσσες γνωρίζουν τόσο μικραίνει το ποσοστό των μη αναγνωστών). Πιο συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που γνωρίζουν δύο ή και περισσότερες ξένες γλώσσες είναι εντατικοί αναγνώστες (42%) και μη εντατικοί αναγνώστες (41%), ενώ σε αυτή την κατηγορία είναι χαμηλό το ποσοστό εκείνων που δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο (16%).

Επίσης, παρατηρούμε ότι όσοι έχουν χαμηλό πλήθος βιβλίων στο σπίτι τους, δηλαδή 0-20 βιβλία, διαβάζουν πολύ λιγότερο από εκείνους που έχουν μεσαίο (21-50 βιβλία) και υψηλό (51+) πλήθος βιβλίων στο σπίτι τους. Φαίνεται πως στα νοικοκυριά με μεσαίο και υψηλό πλήθος βιβλίων συγκεντρώνονται περισσότεροι εντατικοί και μη εντατικοί αναγνώστες. Μάλιστα, στα νοικοκυριά με υψηλό πλήθος βιβλίων (201+) το 52% των ατόμων, δηλαδή οι μισοί, είναι εντατικοί αναγνώστες, και μόνο το 18% είναι μη αναγνώστες, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που έχουν χαμηλό πλήθος βιβλίων, στα οποία τα ποσοστά αντιστρέφονται, και το 46% είναι μη αναγνώστες, ενώ μόνο το 18% είναι εντατικοί αναγνώστες.

Παρόμοια είναι η κατάσταση και με γνώμονα το πλήθος των βιβλίων που οι ερωτώμενοι είχαν κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία. Όσοι είχαν χαμηλό πλήθος βιβλίων (0-20) όταν ήταν παιδιά συγκεντρώνουν υψηλότερο ποσοστό μη αναγνωστών (45%) και ποσοστό εντατικών αναγνωστών χαμηλό, που αγγίζει το 26%. Αντιθέτως, τα άτομα με υψηλό πλήθος βιβλίων (51+) στην παιδική τους ηλικία συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό εντατικών αναγνωστών (41%), ενώ έχουν χαμηλό ποσοστό μη αναγνωστών (26%). Γενικότερα, φαίνεται πως όσο περισσότερα βιβλία είχε στην κατοχή του κάποιος όταν ήταν παιδί, τόσο περισσότερο διαβάζει ως ενήλικας, τόσο πιθανότερο είναι δηλαδή να συγκαταλέγεται στους εντατικούς αναγνώστες.

Επίσης, όπως προκύπτει από την έρευνα, εκείνοι που κατά την παιδική τους ηλικία δεν είχαν στο περιβάλλον τους κάποιον εντατικό αναγνώστη είναι συχνά μη αναγνώστες, δηλαδή δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο, το ποσοστό των ατόμων αυτών αγγίζει το 44%. Αντιθέτως, όσοι είχαν εντατικό αναγνώστη στο περιβάλλον τους κατά την παιδική τους ηλικία συγκεντρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό εντατικών και μη εντατικών αναγνωστών.

Τα άτομα που ασχολούνται εντατικά με πολιτιστικές δραστηριότητες είναι εντατικοί αναγνώστες σε μεγάλο ποσοστό (42%), ενώ όσοι μετρίως ασχολούνται με κάποια έκφανση του πολιτισμού συγκεντρώνουν υψηλότερο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών (45%). Εκείνοι που δεν έχουν ιδιαίτερη πολιτιστική δραστηριότητα συγκεντρώνουν υψηλό ποσοστό μη αναγνωστών (49%). Εν ολίγοις, όσο περισσότερο ασχολούνται τα άτομα με τις πολιτιστικές δραστηριότητες τόσο περισσότερο διαβάζουν.

Ακόμα, παρατηρούμε πως οι ερωτώμενοι που εκκλησιάζονται πολύ συχνά διαβάζουν λιγότερο από εκείνους που εκκλησιάζονται λιγότερο. Συγκεκριμένα, το ποσοστό μη αναγνωστών στα άτομα με υψηλό βαθμό εκκλησιασμού αγγίζει το 39%.

Όσον αφορά τον βαθμό ανάγνωσης του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, τα άτομα που δεν διαβάζουν πολλά έντυπα, περιοδικά ή εφημερίδες, φαίνεται ότι δεν τα ελκύει η ανάγνωση βιβλίων, καθώς είναι γενικότερα μη αναγνώστες σε μεγάλο ποσοστό (56%). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που διαβάζουν έντυπα είναι εντατικοί αναγνώστες (39%), ενώ όσοι βρίσκονται στη μεσαία κατηγορία ανάγνωσης εντύπων έχουν μεγαλύτερο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών (40%). Όσο λοιπόν μειώνεται ο βαθμός ανάγνωσης εντύπων τόσο αυξάνονται οι μη αναγνώστες και όσο αυξάνεται ο βαθμός ανάγνωσης εντύπων τόσο αυξάνονται οι εντατικοί αναγνώστες. Δηλαδή, εκείνοι που διαβάζουν πολύ και συχνά εφημερίδες και περιοδικά είναι σε υψηλό ποσοστό εντατικοί αναγνώστες και άλλων αναγνωσμάτων.

Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι τα άτομα που δεν παρακολουθούν συχνά σειρές και ταινίες είναι εκείνα που συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό μη αναγνωστών (42%). Ακριβώς η ίδια τάση παρατηρείται και ως προς τον βαθμό ακρόασης ραδιοφώνου, με το ποσοστό των μη αναγνωστών σε όσους ακούνε λίγη ώρα ραδιόφωνο (χαμηλοί ακροατές) να φτάνει το 52%.

Τα άτομα που χρησιμοποιούν ελάχιστα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό μη αναγνωστών (48%), σε αντίθεση με τα άτομα που χρησιμοποιούν σε μέτριο βαθμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εντατικών αναγνωστών και εξίσου μεγάλο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών. Δηλαδή, εκείνοι που χρησιμοποιούν σε μέτριο βαθμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και εκείνοι που τα χρησιμοποιούν με υψηλή συχνότητα, καθώς τα ποσοστά τους είναι παραπλήσια, είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό εντατικοί και μη εντατικοί αναγνώστες από ό,τι τα άτομα που έχουν χαμηλό βαθμό χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Τέλος, στην ερώτηση: «Για ποιους λόγους δεν έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο το τελευταίο δωδεκάμηνο;», που τέθηκε σε όσους δήλωσαν πως δεν διαβάζουν βιβλία, η δημοφιλέστερη απάντηση, σε ποσοστό 51%, είναι πως αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης χρόνου. Αξιόλογο επίσης είναι το ποσοστό (22%) εκείνων που δηλώνουν πως δεν τους αρέσει το διάβασμα. Το 16% απαντά πως δεν έχει βρει κάτι ενδιαφέρον που να θέλει να το διαβάσει, το 13% πως δεν διαβάζει λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, το 11% επειδή ασχολείται με το διαδίκτυο ή δεν έχει διάθεση και μόνο το 1% επειδή δεν ξέρει να διαβάζει.»

Στο ίδιο το σώμα της έρευνας περιλαμβάνονται και τα είδη βιβλίων που διαβάζουν οι αναγνώστες, με την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία να κερδίζει τις πρώτες θέσεις και να ακολουθούν η ιστορία, η αστυνομική λογοτεχνία και η ψυχολογία.

Μπορούν, επομένως, να γίνουν εδώ ορισμένες παρατηρήσεις.

Αφενός η μεγάλη πλειονότητα δεν διαβάζει και αυτό είναι από μόνο του αρνητικό, αν σκεφτεί κανείς - σε αντιδιαστολή με τη μη ανάγνωση - το χρόνο που δαπανάται μπροστά σε οθόνες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης «χωρίς προφανή σκοπό» (doomscroling).

Αφετέρου έχει ιδιαίτερη αξία η ποιότητα της λογοτεχνίας που διαβάζεται. Μολονότι οι αναγνώστες αποτελούν σημαντική μερίδα του καταναλωτικού κοινού, κανένας δεν μπορεί να διασταυρώσει με ασφάλεια ποια είναι η πραγματική ποιότητα των βιβλίων που διαβάζουν οι περισσότεροι.

Μηνιαίως και ετησίως εκδίδονται πλέον με άπειρους τρόπους χιλιάδες τίτλοι βιβλίων. Η δε νεοελληνική λογοτεχνία γνωρίζει συνεχώς νέες εκδόσεις, πολλές από τις οποίες προωθούνται με τα σύγχρονα μέσα πριν ακόμη κυκλοφορήσουν. Αυτό διόλου αρνητικό είναι. Χωρίς όμως να εγγυάται και την ποιότητα των συγκεκριμένων έργων.

Κρίσιμο, σε κάθε περίπτωση, είναι να επιστρέψουν στο διάβασμα άνθρωποι που δεν βρίσκονται κοντά σε αυτό και ιδίως νέοι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι καθημερινοί ψηφιακοί περισπασμοί δεν βοηθούν ιδιαίτερα.

Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας του ΟΣΔΕΛ ότι οι μέτριοι χρήστες των ΜΚΔ είναι και συχνοί αναγνώστες είναι παρήγορο. Τον Αύγουστο που μας πέρασε μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της, σημείωσε ότι το 52,8% των αναγνωστών πανευρωπαϊκά είναι γυναίκες και νέοι άνω των 16 ετών.

Ζητούμενο, λοιπόν, είναι η περαιτέρω προώθηση του έντυπου αλλά και καλού βιβλίου.

Του τελευταίου μέσου εκπολιτισμού που δεν χρειάζεται φόρτιση, καθώς παραμένει πάντα ενεργή πηγή γνώσης και εμπειριών.

Αρκεί κανείς να έχει την υπομονή να το διαβάσει.

Δημοφιλή