Δεν ήξερα τι ακριβώς θα συναντήσω την ημέρα που θα διέσχιζα τον ποταμό Δνείστερο. Η Υπερδνειστερία είναι μια στενή λωρίδα γης, στριμωγμένη ανάμεσα στη Μολδαβία και την Ουκρανία. Έχει αυτοανακυρηχθεί αυτόνομη το 1992 μετά από έναν σύντομο πόλεμο και δεν αναγνωρίζεται από κανένα επίσημο κράτος στον κόσμο. Οι κάτοικοι πληρώνουν σε ρούβλια, που δεν έχουν καμία αξία σε άλλη χώρα και δεν μπορούν να ανταλλαχθούν έξω απ’ την Υπερδνειστερία. Για τους περισσότερους, είναι μια χώρα που δεν υπάρχει.
Η πρωτεύουσά της, η Τιρασπόλ, απέχει περίπου 70 χιλιόμετρα απ’ το Κισινάου. Ο δρόμος για την Υπερδνειστερία περνάει μέσα από εκτάσεις παραδομένες στο χιόνι. Ένα μέρος της αγροτικής ζωής έχει σταματήσει κι οι δρόμοι είναι άδειοι. Μόνο σποραδικά συναντάει κανείς αυτοκίνητα και η μοναδική συντροφιά στη διαδρομή είναι κάτι λευκές λίθινες πλάκες με κόκκινο φινίρισμα, που μετρούν χιλιομετρικές αποστάσεις. Υπάρχει μόνο μια συστάδα δέντρων εκατέρωθεν του δρόμου και πίσω τους ένα ολόλευκο τοπίο, που σμίγει με τον ορίζοντα κάπου στο βάθος, αόριστα.
Στην αρχή υπάρχει ένα έρημο φυλάκιο, σαν προειδοποίηση για την εισαγωγή στην Υπερδνειστερία, μετά ένα δεύτερο όπου ο φρουρός ζητά να ρίξει μια ματιά στο διαβατήριο και τέλος, αφότου διασχίσει κανείς τον ποταμό Δνείστερο, έρχονται τα σύνορα. Ένα τανκ κλείνει οριζόντια το δρόμο, οπλισμένοι στρατιώτες με ύφος σοβαρό στέκονται ακίνητοι και γύρω τους δυο άγρια σκυλιά γαβγίζουν.
Στο πρώτο παράπηγμα ελέγχονται τα διαβατήρια, στο δεύτερο εκδίδεται ένα είδος βίζας που έχει ισχύ για δέκα ώρες και στο τρίτο γίνεται μια γραφειοκρατική δουλειά που δεν καταλαβαίνω. Όποτε υπάρχει ασυνεννοησία, ο ευγενικός στρατιώτης μού δίνει το κινητό του και με βάζει να γράψω τη λέξη στα αγγλικά ώστε να τη μεταφράσει στο ηλεκτρονικό λεξικό του. Μέσα σ’ αυτό το παράπηγμα, το πιο ευρύχωρο απ’ όλα, υπάρχουν αφίσες σοσιαλιστικού ρεαλισμού καθώς κι αυτοκόλλητα της τοπικής σημαίας με το σφυροδρέπανο.
Όταν μετά από ένα τέταρτο παίρνω τα χαρτιά στα χέρια μου, βγαίνω και πάλι στο πολικό ψύχος. «Πολύ κρύο», λέω σ’ έναν απ’ τους οπλισμένους στρατιώτες. Εκείνος, στρίβει το όπλο και το κεφάλι του στον ουρανό. «Σήμερα όμως έχει ήλιο», λέει.
Η Τιρασπόλ, μια πόλη εκατόν τριάντα χιλιάδων κατοίκων, απέχει από τα σύνορα περίπου ένα τέταρτο με τ’ αυτοκίνητο. Τα πρώτα κτήρια που βλέπει κανείς να ξεπηδούν απ’ το χιονισμένο τοπίο είναι βενζινάδικα και σούπερ-μάρκετ. Υπάρχει μια μεγάλη επιχείρηση που τα ελέγχει, η Sheriff (ο Σερίφης), η οποία μοιάζει να ελέγχει όλο το επίσημο εμπόριο της χώρας: διαθέτει επιπλέον έναν τηλεοπτικό σταθμό, κατασκευαστική εταιρεία, εκδόσεις, εργοστάσιο αλκοολούχων ποτών, εργοστάσιο παρασκευής ψωμιού, δίκτυο κινητής τηλεφωνίας και φυσικά την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα F.C. Sheriff, που έχει γίνει τ’ όχημα ώστε ν’ ακουστεί η παράξενη χώρα στον υπόλοιπο κόσμο. Όπως είναι αναμενόμενο, η Sheriff έχει μεγάλη επιρροή στο τοπικό Κοινοβούλιο, όπου μέλη της κατέχουν καίριες θέσεις, ενώ η ηγετική της ομάδα κατηγορήθηκε στο παρελθόν για απόπειρα πραξικοπήματος.
Φτάνοντας κανείς στην Τιρασπόλ, το πρώτο πράγμα που θα δει είναι το κτήριο του Κοινοβουλίου και το άγαλμα του Λένιν να δεσπόζει μπροστά του. Μολονότι μ’ έχουν συμβουλέψει να μην φωτογραφίζω κτήρια με σημαίες επειδή μπορεί να θεωρηθώ κατάσκοπος, μπαίνω στον πειρασμό να βγάλω μερικές φωτογραφίες. Η πόλη μοιάζει να έχει μείνει σε μια παλαιά εκδοχή της Σοβιετικής Ένωσης και δεν είναι τυχαίο πως όποιον κάτοικο ρωτώ αν προτιμάει τη Μολδαβία ή τη Ρωσία, η απάντηση είναι συνεχώς η ίδια: την Ρωσία. Πολύ κοντά στο Κοινοβούλιο βρίσκεται το άγαλμα του Αλεξάντερ Σουβόροφ, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης πόλης. Στέκεται πάνω σ’ ένα άλογο έτοιμο να καλπάσει κι ολόγυρα του παίζουν μικρά παιδιά.
Όπως μαθαίνω απ’ τον μοναδικό ντόπιο που μιλάει καλά αγγλικά, έναν φύλακα στο μεγάλο σούπερ-μαρκετ της Sheriff στο κέντρο, το όνομα Τιρασπόλ προέρχεται απ’ τα ελληνικά. «Τύρας», είναι το όνομα του ποταμού Δνείστερου στα αρχαία ελληνικά και, φυσικά, «πόλις».
Πολλές απ’ τις πολυκατοικίες είναι κι εδώ θηριώδεις και μοιάζουν σε χειρότερη κατάσταση απ’ αυτές του Κισινάου. Όλοι οι δρόμοι έχουν ονόματα αριστερών ηγετών κι επαναστατών (Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Λίμπκνεχτ) κι οι μεγάλες λεωφόροι έχουν πλάτος πολλών μέτρων. Όπως και στην υπόλοιπη Μολδαβία, έτσι κι εδώ, οι μεγάλες πινακίδες στους δρόμους είναι εξαιρετικά δημοφιλείς, θυμίζοντας μάρκετινγκ αλλοτινών εποχών. Μπορεί κανείς να δει διαφημίσεις για τσιγάρα αλλά και μηνύματα για την ζωή στην Τιρασπόλ, που στοχεύουν στην ανύψωση του φρονήματος.
Μολονότι είναι μια ηλιόλουστη μέρα, το θερμόμετρο δείχνει πολλούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν, με αποτέλεσμα ο κόσμος στους δρόμους να είναι λιγοστός. Βλέπει κανείς κυρίως παιδιά, που τρέχουν στο χιόνι μετά το τέλος του σχολείου, και σποραδικά συναντάει κανείς ηλικιωμένους, συνήθως με σακούλες του σούπερ-μάρκετ. Μόνο μπροστά απ’ το άγαλμα του Σουβόροφ υπάρχει λίγος κόσμος, καμιά εικοσαριά άνθρωποι που περιμένουν στωικά το λεωφορείο πάνω στην Λεωφόρο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πίσω τους, ένας μοναχικός μικροπωλητής διαφημίζει την πραμάτεια του: ένας μικρός πάγκος με χειροποίητα αντικείμενα, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχουν μεγάλη ζήτηση.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο για την Υπερδνειστερία καθώς και να δείτε περισσότερες φωτογραφίες ακολουθώντας το σύνδεσμο.