Κατά την περίοδο του αποκαλούμενου «Πολέμου Φθοράς» του 1967-1970, η ισραηλινή πολεμική αεροπορία (IAF) έπληξε μεγάλο αριθμό στόχων στην αιγυπτιακή επικράτεια, διατηρώντας την «παράδοση» της αεροπορικής υπεροχής που είχε αρχίσει κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών: Στις αρχές του 1970, οι Ισραηλινοί είχαν τον έλεγχο των ουρανών, καθώς οι Αιγύπτιοι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ισραηλινή αεροπορία τόσο στην περιοχή της διώρυγας του Σουέζ όσο και βαθύτερα στην αιγυπτιακή ενδοχώρα.
Ο τότε πρόεδρος της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ζήτησε τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης- και οι Σοβιετικοί απάντησαν στέλνοντας μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην Αίγυπτο, που περιελάμβανε, πέρα από συστοιχίες προηγμένων σοβιετικών αντιαεροπορικών πυραύλων (SA-2, SA-3), μαχητικά MiG-21- ένα από τα πιο επικίνδυνα σοβιετικά καταδιωκτικά της εποχής.
Αρχικά η σοβιετική βοήθεια – η οποία δεν είχε ανακοινωθεί επίσημα- απέδωσε καρπούς, καθώς, καλύπτοντας σε πρώτη φάση Κάιρο, Αλεξάνδρεια και το Φράγμα του Ασουάν, αποδέσμευσε μέρος των αιγυπτιακών δυνάμεων για να αντιμετωπίζουν τους Ισραηλινούς στο Σουέζ. Από πλευράς τους, οι Ισραηλινοί είχαν μάθει για την παρουσία των σοβιετικών δυνάμεων- και ως εκ τούτου επιθυμία της ισραηλινής κυβέρνησης ήταν να αποφευχθεί μια σύγκρουση με μονάδες της υπερδύναμης. Οι αεροπορικές επιδρομές στην αιγυπτιακή ενδοχώρα σταμάτησαν, και με αυτά τα νέα δεδομένα οι σοβιετικές και αιγυπτιακές αεράμυνες άρχισαν να προωθούνται, απειλώντας το Ισραήλ με απώλεια της αεροπορικής του υπεροχής στην περιοχή. Το Ισραήλ απάντησε με επιχειρήσεις καταστολής αεράμυνας και πλήγματα κατά βοηθητικών υποδομών, ωστόσο άρχισε να υφίσταται απώλειες, χάνοντας μαχητικά F-4 Phantom. Παράλληλα τα σοβιετικά μαχητικά επέκτειναν σταδιακά τις δραστηριότητές τους, επιδιώκοντας αναμετρήσεις με τους Ισραηλινούς πιλότους- και στις 25 Ιουλίου σοβιετικά MiG-21 αναχαίτισαν ισραηλινά βομβαρδιστικά A-4 Skyhawk, καταδιώκοντάς τα ως το ελεγχόμενο από το Σινά και χτυπώντας το ένα που πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση.
Επρόκειτο για ένα πολύ δυσοίωνο μήνυμα για την ισραηλινή στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, που έβλεπαν την αεροπορική υπεροχή να απειλείται, καθώς η γραμμή κατευνασμού/ συγκράτησης απέναντι στους Σοβιετικούς δεν φαινόταν να αποδίδει. Οπότε και αποφασίστηκε να δοθεί μια ξεκάθαρη και αποφασιστική απάντηση στους Σοβιετικούς: Με την έγκριση της κυβέρνησης της Γκόλντα Μέιρ η IAF ετοίμασε το «μήνυμα» προς τους Σοβιετικούς: Επρόκειτο για μια εναέρια ενέδρα την οποία θα αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας οι καλύτεροι και πιο έμπειροι πιλότοι που είχε στη διάθεσή του Ισραήλ. Το όνομα της επιχείρησης ήταν Rimon 20, και έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου 1970.
Ενέδρα στον αέρα: Η αερομαχία μεταξύ Σοβιετικών και Ισραηλινών
Το ισραηλινό σχέδιο είχε ως εξής: Τέσσερα μαχητικά Mirage-3 θα έκαναν διείσδυση στην αιγυπτιακή επικράτεια, παριστάνοντας πως πραγματοποιούσαν αναγνωριστική αποστολή, λειτουργώντας ως δόλωμα για τα σοβιετικά MiG. Κατά την υποχώρησή τους, θα παρέσυραν τα MiG σε μια ενέδρα από τέσσερα F-4 Phantom και άλλα έξι Mirage-3.
Το μεσημέρι της 30ής Ιουλίου, τα 4 ισραηλινά Mirage-3 άρχισαν την αποστολή τους, εισερχόμενα στον αιγυπτιακό εναέριο χώρο, πετώντας σε κλειστό σχηματισμό. Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν, σηκώνοντας στον αέρα μια μεγάλη δύναμη μαχητικών MiG-21. Όπως είχε σχεδιαστεί, τα ισραηλινά μαχητικά υποχώρησαν, καταδιωκόμενα από τα σοβιετικά αεροσκάφη- οι πιλότοι των οποίων ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με επιπλέον ισραηλινά μαχητικά, τα οποία παραμόνευαν σε χαμηλότερο ύψος: Συνολικά, 24 σοβιετικά MiG-21 ήταν αντιμέτωπα με 10 ισραηλινά Mirage-3 και 4 F-4 Phantom.
Το αρχικό σχέδιο των Ισραηλινών περιελάμβανε βολές πυραύλων AIM-7 Sparrow από τα Phantom σε μεγάλη απόσταση, ωστόσο για άλλη μια φορά αποδείχτηκε πως «κανένα σχέδιο δεν επιβιώνει της επαφής με τον εχθρό», και τα ισραηλινά και σοβιετικά μαχητικά ενεπλάκησαν σε μια φρενιασμένη κλειστή αερομαχία - «dogfight», όπως είναι γνωστό στην αεροπορική ορολογία. Οι Σοβιετικοί υπερτερούσαν αριθμητικά, ωστόσο ήταν άπειροι σε σχέση με τους Ισραηλινούς χειριστές που αντιμετώπιζαν, οι οποίοι είχαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και ήταν οι κορυφαίοι «άσσοι» της IAF, με συνολικά 67 καταρρίψεις στο ενεργητικό τους.
Στην αερομαχία που ακολούθησε τα ισραηλινά μαχητικά κατέρριψαν πέντε σοβιετικά μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς να υποστούν καμία απώλεια- με τα Phantom να ακολουθούν πιο προσεκτικές τακτικές στην αρχή, αλληλοπροστατευόμενα ανά ζεύγη, και τους πιλότους των Mirage-3 να εμπλέκονται πιο επιθετικά, σημειώνοντας καταρρίψεις. Διαπιστώνοντας ότι οι αντίπαλοί τους ήταν άπειροι, οι χειριστές των Phantom «ανοίχτηκαν» και αυτοί, επιδιώκοντας να επιτύχουν και αυτοί νίκες.
Η αερομαχία κράτησε περίπου τρία λεπτά, με τους Σοβιετικούς να αποχωρούν, καθώς τελείωναν τα καύσιμά τους, έχοντας χάσει πέντε αεροσκάφη και έχοντας τέσσερις νεκρούς. Οι Ισραηλινοί δεν είχαν καμία απώλεια (αν και ένα μαχητικό υπέστη ζημιές). Η επιχείρηση «Rimon 20» ήταν επιτυχής.
Ο επίλογος
Σύντομα διέρρευσαν στον διεθνή Τύπο λεπτομέρειες για την αερομαχία: Το Ισραήλ ανακοίνωσε πως είχε καταρρίψει αιγυπτιακά μαχητικά, μη αποκαλύπτοντας ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί που είχαν αντιμετωπίσει τα αεροσκάφη του, αλλά η Αίγυπτος το διέψευσε, ξεκαθαρίζοντας πως δεν είχε καμία απώλεια: Αξίζει να σημειωθεί πως το αποτέλεσμα της αερομαχίας φαίνεται πως προκάλεσε και κάποια ικανοποίηση (!) στους Αιγύπτιους, αν και οι Σοβιετικοί ήταν σύμμαχοί τους: Ο λόγος είναι πως, μέχρι τότε, οι Σοβιετικοί ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντί τους ως προς την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν την ισραηλινή αεροπορία, αποδίδοντάς την σε έλλειψη ικανοτήτων από πλευράς των Αιγυπτίων, καυχώμενοι πως οι Σοβιετικοί πιλότοι θα τα κατάφερναν πολύ καλύτερα.
Εντός ημερών έγινε γνωστό Οι Σοβιετικοί επιδίωκαν να αποσιωπήσουν το συμβάν, ωστόσο ο αιγυπτιακός Τύπος μετέδωσε πως ήταν σοβιετικά τα αεροσκάφη που είχαν καταρριφθεί, ενώ η ίδια η Γκόλντα Μέιρ δήλωσε αργότερα «πώς γνωρίζω ότι υπάρχουν Ρώσοι πιλότοι στην Αίγυπτο; Πολύ απλά επειδή καταρρίψαμε σοβιετικά αεροπλάνα που πετούσαν Σοβιετικοί πιλότοι».
Όσον αφορά στο τι ακολούθησε μετά: Οι Σοβιετικοί ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους στην Αίγυπτο και οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν, ωστόσο δεν υπήρξαν «ακραία» περιστατικά, και η αμερικανική πίεση για τερματισμό της σύγκρουσης αυξήθηκαν, καθώς ούτε η Αίγυπτος ούτε το Ισραήλ ήταν σε θέση να αποκτήσουν αποφασιστικό πλεονέκτημα. Εν τέλει, η κατάπαυση πυρός επήλθε τον Αύγουστο του 1970.