Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Recep Tayyip Erdogan είναι κεντρικό θέμα διεθνών ΜΜΕ εδώ και αρκετό καιρό. Ο απρόβλεπτος ηγέτης της Τουρκίας, από το 1994 ακόμη, ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, είχε εμφανίσει δείγμα των φιλοδοξιών του καθώς και τότε ήταν αυστηρός κριτής της ήπιας πολιτικής των διαδοχικών κυβερνήσεων της χώρας του. Προσπαθούσε πάντοτε όμως να κρατάει τα φώτα της προσοχής/δημοσιότητας μακριά του μέχρι να σχηματίσει την δυναμική που ο ίδιος ήθελε. Αρχικά, στην πορεία του ως λάτρης και θαυμαστής της πορείας του Μουσταφά Κεμάλ ( ή «Ατατούρκ», που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων» και όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν οι Τούρκοι) επιδίωξε, ως και πολύ πρόσφατα μάλιστα, να ακολουθήσει μια αντίστοιχη πορεία του Τουρκικού κράτους με φόντο την ερυθρά ημισέληνο. Δηλαδή να επενδύσει σ΄ένα κοσμικό ισλαμικό κράτος ως κομβικό γεωπολιτικό σημείο στις παρυφές της Ευρώπης και της Ασίας.
Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν κάπου στο 2014 με την ενσωμάτωση της πολιτικής σκέψης του Ahmet Davutoglu στο δόγμα της ισχυρής Τουρκίας καθώς και με το τελικό σημείο μεταστροφής για τον ίδιο τον Erdogan, το οποίο φάνηκε ολοκάθαρα το 2016 με την προσπάθεια εκτροπής του εντός της Τουρκίας. Σε αυτό το σημείο, και έχοντας ήδη προσπαθήσει να πάρει τον έλεγχο των περιφερειακών συνόρων της Τουρκίας, μέσω συμφωνιών και επιρροών με ωμή ή και ήπια ισχύ, ο Erdogan επέλεξε να ξεκαθαρίσει και να δείξει με κάθε μέσο πώς είναι ο απόλυτος «Άρχων της Ανατολίας».
Στην πορεία του, από το 2014 και έπειτα, βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλων, κατηγοριών, ακόμα και συγκρούσεων με τους ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας , είτε με απευθείας λεκτικές προκλήσεις ή και με πολεμικές πράξεις, όπως την κατάρριψη του Ρωσικού αεροσκάφους στην Συρία από πύραυλο SAM που είχε ο Τουρκικός στρατός όπως τελικά αποδείχτηκε αργότερα.
Τους τελευταίους μήνες, μετά από όλη αυτή την πορεία, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι ζητεί τελικά ο αλαζονικός, όπως χαρακτηρίζεται από την Δύση, «πολιτικός αυτοκράτορας» της Τουρκίας και πώς ο ίδιος κινεί τα νήματα για να λάβει ένα μεγάλο κομμάτι της γεωπολιτικής πίτας στην περιοχή. Ή, τουλάχιστον, προσπαθεί μέσω τακτικών και στρατηγικών κινήσεων σε διάφορα πεδία.
Το πρωταρχικό πρόβλημα του Erdogan είναι ότι η Τουρκία υποφέρει από μειωμένη ικανότητα αυτοσυντήρησης στον τομέα της ενέργειας. Η Τουρκία, καθώς αναπτύσσει στρατηγικούς τομείς τεχνολογίας και βιομηχανίας, υποφέρει από έλλειψη παροχής ενεργειακών πόρων. Σε αυτό ακριβώς στοχεύει η σύμπραξη του με Ιράν, Ρωσία, Αρμενία και με Ισραήλ (στο παρελθόν). Η στρατηγική της Τουρκίας επιβάλλει στην κυβέρνηση του ΑΚΡ και στον ηγέτη της, να καθορίσουν μια πορεία πράξεων η οποία θα εμπλουτίσει τα δίκτυα ενέργειας της με κάθε τρόπο. Είτε με προσθήκη ενεργειακών πηγών στο Αιγαίο, είτε ακόμη και με πυρηνικά εργοστάσια που θα κοστίζουν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων υπάρχει και η εικόνα της Ελλάδος που με την ανάδειξη της σε ενεργειακό κόμβο λόγω διέλευσης αγωγών, είτε με την παρουσία κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου, αποτελεί πλέον ένα στόχο για την Τουρκία. Πέρα από την στρατιωτική σημασία των οδών του Αιγαίου, τους οποίους πάντα η Τουρκία στόχευε να κυριαρχήσει, πλέον η ενεργειακή αξία της ελληνικής θαλάσσιας περιοχής είναι κάτι που επιθυμεί να εκμεταλλευτεί ο Erdogan, αν πραγματικά θέλει να ανέβει κλίμακα η εσωτερική βιομηχανική, οικονομική και, κατ′ επέκταση, και εθνική ικανότητα/δυνατότητα της χώρας του.
Σ′ αυτό του το εγχείρημα, ο Erdogan φαίνεται ότι βρήκε προσωρινό συνεργάτη και σύμμαχο τη Μόσχα, καθώς ο V.Putin δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την εγκαθίδρυση ενός δικτύου επιρροής και κυριαρχίας στην ενέργεια από τις ΗΠΑ και συμμάχους/συνεργάτες της όπως το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, το Ιράκ (και πλέον Ελλάδα) με το Ιράν αποκλεισμένο. Η Τουρκία, λοιπόν, αποτελεί το χρήσιμο εργαλείο, προσωρινά τουλάχιστον, για τον ηγέτη του Κρεμλίνου, μέχρι να καταφέρει η Ρωσία κάποια σημαντική αλλαγή στη Συρία (με τον Assad να παραμένει στη προεδρία) αλλά και με το Ισραήλ σε επίπεδο ενεργειακής συνεργασίας.
Ο Erdogan γνωρίζει την επιθυμία αυτή των Ρώσων και τη χρησιμοποιεί είτε για να προκαλέσει πιέσεις μέσα από Δυτικούς θεσμούς στους οποίους συμμετέχει (π.χ. ΝΑΤΟ) όπου ο Putin φυσικά επιδοκιμάζει, είτε με εναλλακτικό τρόπο κάνοντας χρήση ως όπλο πίεσης το μεταναστευτικό, όπου προσπαθεί να ανακτήσει επιρροή εντός της Ε.Ε. και πρόσβαση στις δεξαμενές επιδοτήσεων της (π.χ. βίζα ελευθέρας διέλευσης) κάτι που δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν αλλά και να ληφθούν σοβαρά υπόψην δυο ακόμη παράμετροι.
Η πρώτη παράμετρος είναι εκείνη που αφορά την στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας είτε μεσω της δική της παραγωγής, είτε με αγορές για στοχευμένο εξοπλισμό από τρίτη χώρα εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η δεύτερη παράμετρος αφορά την ικανότητα της Τουρκίας να ηγηθεί του Ισλαμικού πληθυσμού όπως έπραττε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τον 17 και 18ο αιώνα.
Στην πρώτη περίπτωση έχει καταφέρει με το δόγμα «try-fail-retry» να δημιουργήσει μια αμυντική βιομηχανία που παράγει εξοπλισμό με ειδικά χαρακτηριστικά αλλά με ελάχιστο, ουσιαστικά, κόστος σε σύγκριση με το αν θα προχωρούσε σε αντίστοιχες αγορές από το εξωτερικό. Προσωρινά μπορεί να μην εμπνέει 100% εμπιστοσύνη, όμως, η πορεία της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια δείχνει βελτιστοποίηση και μια τάση επιτεύγματα. Η κίνηση αυτή συμπληρώνεται με την προσπάθεια αγοράς συστοιχιών SAM από Κίνα (δεν ευδοκίμησε) καθώς και τους S400 από την Ρωσία (άγνωστο ακόμα τι θα γίνει παρά τις δηλώσεις. )
Στην δεύτερη περίπτωση τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Το Ισλάμ, διαχρονικά, θεωρείται ως κίνημα Παν-Αραβικής φύσης το οποίο καθοδηγούσε τις μουσουλμανικές νομαδικές φυλές της περιοχής ΕΜΕΑ (1) μέχρι και την έλευση των Σελτζούκων που σταδιακά κυριάρχησαν. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδωσε χώρο στην αναπτυσσόμενη Σ. Αραβία να λάβει τα σκήπτρα και να κυριαρχήσει επί του Ισλαμικού στοιχείου, με ”πετράδι στο σκήπτρο εξουσία της”, την Μέκκα και την Μεδίνα. Σε όλα αυτά η Τουρκία του Erdogan δεν έχει πολλά να αντιτάξει στον ιδεολογικό τομέα ισχύος. Εικόνες υπερβολής, όπως αυτές που παρουσιάζουν ως σουλτάνο της Τουρκίας τον Erdogan, προκαλούν θυμηδία στην Ούμα και στην Ουλεμά του Μουσουλμανικού κόσμου. Για αυτό και οι κινήσεις αντίδρασης του Erdogan, πλέον βρίσκουν βάση, κυριολεκτικά σε οτιδήποτε θεωρηθεί πως δεν συμβαδίζει με διδαχές στο Κοράνι όπως τις ερμηνεύει ο ίδιος.
Ένα παράδειγμα των παραπάνω είναι αυτό που ορίζει ο ίδιος ως «εθνική μειονότητα» στην Ελλάδα, είτε λέγεται ”απόφαση των δυτικών” για να κρατάνε σταθερή γραμμή πολιτικής τροχιάς ίσης απόστασης όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., είτε ακόμα και μια απόφαση όπως αυτή του D. Trump για την Ιερουσαλήμ και την σχετική μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ.
Στη γενική εικόνα όσων προαναφέρθηκαν, η περιγραφή του T. Erdogan σαν προσπάθεια απεικόνισης ενός απόλυτου κοσμικού και θρησκευτικού Μουσουλμάνου ηγέτη (ενός Σουλτάνου με θεϊκό χρίσμα προφήτη) αποτελεί το υπέρτατο ζητούμενο για τον ίδιο. Αυτό ακριβώς όμως επιβάλει και την ολική εξαφάνιση ανθρώπων όπως ο πρώην ιμάμης Fethullah Gülen ή, για να είμαστε ακριβείς, κάθε είδους αμφισβητία της αρχηγίας του εντός συνόρων και εκτός συνόρων αν αυτό είναι δυνατόν.
Η κατάληξη ιστορικά τέτοιων προσπαθειών, είτε στην Τουρκία (περίπτωση Adnan Ertekin Menderes), είτε στο Ιράκ (Saddam Hussein) είτε ακόμη και περιπτώσεις όπως αυτές του Al Baghdadi ή του Bin Laden, οι οποίοι κατέληξαν νεκροί σε πηγάδι, σε σκαμνί ή σε σπηλιά και προβλήθηκαν παγκόσμια από τα τηλεοπτικά δίκτυα ως απόδειξη της τιμωρίας τους, καταδεικνύουν ότι η πτώση έρχεται κάποια στιγμή και, μάλιστα, θα είναι και αναπόφευκτη.
Στην περίπτωση του Erdogan, καθαρά προσωπική μου εκτίμηση είναι πώς θα έχει περίπου ανάλογη κατάληξη/πτώση , μάλιστα, σε μεσό-βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, καθώς ήδη εντός της χώρας του η πόλωση είναι μεγάλη. Την ίδια στιγμή, στα σύνορα του με τη Συρία τα πράγματα ομαλοποιούνται, η Τουρκία απομονώνεται και στηρίζεται ταυτόχρονα από τη Ρωσία η εξουσία του Assad. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ απειλούν την κυβέρνηση του να απομακρυνθεί άμεσα από το Ιράκ και να μην απειλεί τους Κούρδους, όπως και να παραμείνει «φρόνιμη» στα θέματα του Αιγαίου, αφήνοντας τις ονειρώξεις περί αναδιαμόρφωσης της συνθήκης της Λωζάνης στο μουσείο μαζί με τις αναμνήσεις του Μουσταφά Κεμάλ. Όλα αυτά οδηγούν ακόμα πιο γρήγορα τον νέο «Ατατούρκ Ερντογάν» (σ.σ. όπως ο ίδιος αυτό-αποκαλείται) στην αναζήτηση στήριξης και συμμαχίας ακόμα και σε αιώνιους αντιπάλους του, όπως είναι η Ρωσία.
Τα παιχνίδια του Erdogan θυμίζουν, εν ολίγοις, την προσπάθεια ενός πολιτικού ηγέτη να προωθήσει την χώρα του σε μια παραπάνω τάξη ισχύος όσον αφορά την ικανότητα προβαλλόμενης δύναμης, χωρίς όμως να έχει πιστοποιήσει πώς υπάρχει αυτή η δυναμική. Επομένως, η εξάρτηση του από τη Ρωσία και η κόντρα του με την Δύση και τις ΗΠΑ, ειδικότερα, μοιάζει με ισορροπία πάνω σε δύο βάρκες ενώ βρίσκονται σε ορμητικό χείμαρρο. Είναι καθαρά θέμα χρόνου να πέσει στα κρύα νερά, ή να πάρει απόφαση να μπει μόνο σε μια από τις δυο βάρκες, λαμβάνοντας και το ρίσκο είτε να τραβήξει κουπί μόνος του και να σωθεί (είναι μια πιθανότητα), είτε να σκάσει με ορμή στα βράχια, κάτι που μάλλον φαίνεται πιο πιθανό.
- 1.Σημείωση: ΕΜΕΑ από τα αρχικά των αγγλικών Europe, Middle East, Africa και αναφέρεται στις περιοχές που καλύπτουν οι χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής).