Στον απόηχο της επανεκλογής του κ. Τραμπ στον προεδρικό θώκο των Η.Π.Α. είναι σημαντικό να εξεταστεί η αναποτελεσματική πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση εκ μέρους του Δημοκρατικού κόμματος που συνέβαλε σε αυτό το αποτέλεσμα.
Αργοπορημένη αλλαγή υποψηφίου
Το καίριο σημείο των φετινών εκλογών ήταν οι αποφάσεις του απερχομένου Προέδρου κ. Τζο Μπάιντεν. Αρχικά, η απόφαση του να είναι εκ νέου υποψήφιος αιφνιδίασε το κόμμα του. Επιπλέον, όταν ουσιαστικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί στα τέλη Ιουλίου, η διαμορφωμένη κατάσταση ήταν πλέον δύσκολο να ανατραπεί. Αν και δεν θα μάθουμε ποτέ το πώς θα είχε εξελιχθεί η κατάσταση αν ο κ. Μπάιντεν είχε συνεχίσει την καμπάνια του, βάσει των τότε δεδομένων, εκτιμάται ότι θα είχε ηττηθεί. Αυτή ακριβώς η πεποίθηση ώθησε και το κόμμα του να τον πιέσει να αποχωρήσει από την κούρσα. Εν ολίγοις, το Δημοκρατικό κόμμα πίστευε ότι η ήττα με τον κ. Μπάιντεν ήταν δεδομένη. Επομένως, παρότι μια άλλη υποψηφιότητα δεν θα μπορούσε πιθανότατα να αποφύγει την ήττα, υπήρχαν (έστω μειωμένες) ελπίδες ότι μπορούσε να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανατροπή.
Τι θα έπρεπε να είχε συμβεί
Λόγω της διαμορφωθείσας δυσχερούς κατάστασης ο κ. Μπάιντεν είχε δυο βασικές επιλογές. Πρώτον, ο κ. Μπάιντεν αντιλαμβανόμενος ότι οδεύει προς ήττα θα έπρεπε να παραμείνει ως το τέλος και να επωμιστεί πλήρως το πολιτικό κόστος. Εναλλακτικά, θα έπρεπε να είχε αποσυρθεί εγκαίρως ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε μια άλλη υποψηφιότητα εκ μέρους του κόμματος του να προβληθεί, να αναπτύξει δυναμική και να έχει ρεαλιστικές προοπτικής νίκης.
Το ιδανικό σενάριο θα ήταν να υπήρχε ένα διάστημα αρκετών μηνών που θα επέτρεπε τη διεξαγωγή ανοιχτής διαδικασίας ώστε να επιλεγεί μέσω προκριματικών εκλογών η καταλληλότερη υποψηφιότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση αν επικρατούσε η κα Χάρις υπήρχε και η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αξίωμα του Προέδρου ο κ. Μπάιντεν εντός του 2024 ώστε να αντιμετώπιζε η κα Χάρις τον κ. Τραμπ ως νέα Πρόεδρος των Η.Π.Α.. Επιπροσθέτως, το ανωτέρω σενάριο θα μπορούσε να υλοποιηθεί ακόμη και χωρίς τη διεξαγωγή προκριματικών. Κοινώς, η κα Χάρις θα μπορούσε να λάβει το χρίσμα χωρίς προκριματικές (όπως και έγινε) αλλά πολύ νωρίτερα.
Τι συνέβη
Τελικώς, τίποτα από τα ανωτέρω δεν έγινε και αυτό εμπόδισε την κα Χάρις να αποκτήσει διακριτό στίγμα και να ανεξαρτητοποιηθεί (ως προς την κοινή γνώμη) από τον προκάτοχο της. Επομένως, στο περιορισμένο διάστημα (λιγότερο των τριών μηνών) που διήρκησε η καμπάνια της, δεν μπόρεσε όπως ήταν αναμενόμενο, να διαχωρίσει τη θέση της και να «συστηθεί» ως αυθύπαρκτη πολιτική προσωπικότητα στο εκλογικό σώμα. Συμπερασματικά, η κα Χάρις «πλήρωσε» πολιτικά τη δυσαρέσκεια του κόσμου για τις πολιτικές και τις ολιγωρίες της Προεδρίας του κ. Μπάιντεν παρότι ως Αντιπρόεδρος δεν είχε ιδιαίτερη (έως καθόλου) ευθύνη για αυτές. Συνεπώς, το οδυνηρό τελικό αποτέλεσμα για το Δημοκρατικό κόμμα ήταν να ολοκληρωθεί άδοξα η πολιτική καριέρα του κ. Μπάιντεν αλλά και να «καεί» ουσιαστικά η υποψηφιότητα και κατ’ επέκταση η πολιτική καριέρα της κας Χάρις.
Επικοινωνιακές δυστοκίες
Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, η κα Χάρις προέβη και προσωπικά σε καίρια στρατηγικά, πολιτικά και επικοινωνιακά λάθη που συνέτειναν στο αρνητικό και μοιραίο για την ίδια αποτέλεσμα.
Αρχικά, είχε μια θετική διάθεση και εξέπεμπε ένα μήνυμα ελπίδας. Επικράτησε στο debate και δημιούργησε ανησυχία στην καμπάνια του κ. Τράμπ που είχε χτιστεί επί χρόνια με στόχο τον κ. Μπάιντεν. Ωστόσο, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, τη θετική αύρα και τον αέρα αλλαγής που φέρνει μια νέα υποψηφιότητα, αναγκάστηκε να αλλάξει τακτική λόγω της ισορρόπησης στις δημοσκοπήσεις από τον Οκτώβριο και μετά. Έτσι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανάκτησης της δυναμικής που σταδιακά χανόταν, διολίσθησε σε σκληρές προσωπικές επιθέσεις εναντίον του κ. Τράμπ.
Κλείνοντας, το γεγονός ότι η κα Χάρις δεν μίλησε στο συγκεντρωμένο κοινό της (στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ (Howard)) το βράδυ των εκλογών, απογοήτευσε πολύ τους υποστηρικτές της και στηλιτεύθηκε έντονα από τα Μ.Μ.Ε.. Μολονότι συνέβη μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας, το συμβάν είναι χαρακτηριστικό της ανεπαρκούς διαχείρισης κρίσεων εκ μέρους της καμπάνιας της. Σε παρόμοιες διαδικασίες ο εκάστοτε υποψήφιος που είτε είχε ηττηθεί, είτε αναμενόταν να ηττηθεί, απευθυνόταν στους ψηφοφόρους του για να τους εμψυχώσει, να τους ευχαριστήσει και να δείξει ότι πολιτικά «είναι εν ζωή», και έχει μέλλον. Η σπάνια και σπασμωδική αυτή κίνηση ξάφνιασε αρνητικά την κοινή γνώμη και το κόμμα της και εκλήφθη ως άτακτη υποχώρηση και παντελής αποδοχή ήττας.
Ο Μιχάλης Αράπης (LLB, LLM, MA) είναι νομικός με μεταπτυχιακά στο «Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο» και στον τομέα του «Κυβερνοεγκλήματος και της Τρομοκρατίας».
Είναι Ιδρυτής και Πρόεδρος της Ε.Κ.Ο. Επιστημόνων Ηνωμένου Βασιλείου (H.B.)