Εν πολλοίς ασαφής παραμένει η ατζέντα της επίσκεψης Πομπέο σήμερα στο Ισραήλ, της πρώτης επίσκεψης ξένου ανώτατου αξιωματούχου στη χώρα από την έναρξη της περιόδου λήψης έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας πανδημίας. Η επίσκεψη Πομπέο ανακοινώθηκε ξαφνικά μόλις στα μέσα της περασμένης εβδομάδας - γεγονός που συνδυάζεται με την οριστικοποίηση της συμφωνίας των Νετανιάχου και Γκαντς να συγκυβερνήσουν, κατόπιν απρόσμενων παλινδρομήσεων με αφορμή δευτερεύουσας σημασίας αντεγκλήσεων που επικεντρώνονταν κυρίως στα πρόσωπα που πρόκειται να αναλάβουν υπουργικά καθήκοντα ή ποιος τελικά θα διαδεχθεί τον Μπένι Γκαντς στην Προεδρία του κοινοβουλίου (Κνέσετ).
Επισήμως, τα ζητήματα που θα συζητηθούν κατά τις συναντήσεις Πομπέο στο Ισραήλ , ανακοινώθηκε ότι θα είναι αφ’ενος ο κοινός τρόπος αντιμετώπισης εκ μέρους του Ισραήλ και των ΗΠΑ της ιρανικής διεισδυτικότητας στη Συρία και στην Μέση Ανατολή γενικότερα - και αφ’ετερου, ο συντονισμός μεταξύ Ουάσιγκτον και Ιερουσαλήμ με στόχο την καταπολέμηση του κορωνοιού , κατ’αρχάς σε διακρατικό επίπεδο, χωρίς όμως να αποκλείεται να συζητηθούν και επιστημονικές πτυχές του ζητήματος. Επιπροσθέτως, χθες το βράδυ διέρρευσε από την ισραηλινή κρατική τηλεόραση η πληροφορία ότι ο Αμερικανός ΥΠΕΞ στις συναντήσεις του με τους Νετανιάχου και Γκαντς θα τονίσει την απαίτηση των ΗΠΑ να μην ενδώσει το Ισραήλ σε οποιαδήποτε απαίτηση εκ μέρους της Κίνας για περαιτέρω επιχειρηματικές επενδύσεις στη χώρα.
Σημειώνεται ότι η αμερικανική πλευρά φέρεται ιδιαιτέρως ενοχλημένη από την διείσδυση κινεζικής εταιρείας στην διαχείριση του λιμανιού της Χάιφα, το οποίο είναι και το σημαντικότερο της χώρας. Μάλιστα, και κατά το παρελθόν, ενόσω διαρκούσε η διαμεσολάβηση των ΗΠΑ στις παρασκηνιακές διαπραγματευτικές προσπάθειες μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου για την επίλυση της διμερούς τους διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών των όμορων ΑΟΖ τους, οι ΗΠΑ φέρονταν να απαιτούν από τους Ισραηλινούς να αναθεωρήσουν συγκεκριμένους όρους της συμφωνίας που είχε συνάψει το Ισραήλ με κινεζική εταιρεία διαχείρισης του λιμανιού της Χάιφα και η οποία τελεί μέχρι σήμερα σε ισχύ. Αν και δεν ακούγεται ιδιαίτερα πιστευτό ως επιχείρημα - η προκειμένη «ένταση» που χαρακτηρίζει την αμερικανική ενόχληση περί της κινεζικής παρουσίας στο επιχειρηματικό ισραηλινό γίγνεσθαι , αποδίδεται στις ευθύνες που αποδίδει ο Λευκός Οίκος στην κινεζική κυβέρνηση και στο Κινεζικο Κομμουνιστικό Κόμμα (sic) για την εξάπλωση του κορωνοιού στη Δύση.
Παρ’ολα αυτά, όλες οι ανωτέρω επίσημες ανακοινώσεις ή δημοσιογραφικές διαρροές, δείχνουν να αγνοούν το μόνο πραγματικά φλέγον πολιτικό ζήτημα που η νέα ισραηλινή κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα - το οποίο δεν είναι άλλο από την εφαρμογή σημαντικών ιδιαίτερα προβληματικών πτυχών του ειρηνευτικού Σχεδίου Τραμπ για το Παλαιστινιακό, και ειδικότερα το ενδεχόμενο το Ισραήλ να προχωρήσει την 1η Ιουλίου 2020 στην προσάρτηση της Κοιλάδας του Ιορδάνη, σημαντικού τμήματος των βόρειων ακτών της Νεκράς Θάλασσας και διάσπαρτων εβραϊκών οικισμών στις περιοχές B και C , όπως αυτές είχαν καθορισθεί δυνάμει των Συμφωνιών του Όσλο - εδάφη που συνολικά καλύπτουν το 30% της έκτασης της Δυτικής Όχθης . Για αυτό το συγκεκριμένο θέμα - επί του οποίου ωστόσο είχε εκτενώς αναφερθεί σε συνέντευξή του ο Πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Ντεηβιντ Φρίντμαν, την περασμένη εβδομάδα σε τοπική εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας -, ούτε επισήμως, ούτε καν από δημοσιογραφικές πηγές, δεν έχει ειπωθεί (και ούτε καν υπονοηθεί) απολύτως τίποτα.