Για μεγάλο διάστημα, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις συνιστούσαν ένα ιδεολογικά «φορτισμένο» πεδίο, γεγονός που υπονόμευε τις στοχοθεσίες στην εξωτερική μας πολιτική. Τα τελευταία δέκα έτη, μια σειρά διακριτών αλλά, με τις αλληλοεπιδράσεις που συντελούνται στο διεθνές σύστημα, συσχετιζόμενων γεγονότων, έχουν αναθερμάνει τις εν γένει προβληματικές ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Καθ’ όλη την διάρκεια του ψυχρού πολέμου και κατά την πρόσφατη μεταψυχροπολεμική περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ήταν η εξαρτημένη μεταβλητή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, πραγματικότητα που διεφάνη με τον πιο τραγικό τρόπο κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974. Το κρίσιμο γεγονός που μετατόπισε το κέντρο βάρους των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική που υιοθέτησε σταδιακά η Τουρκία, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της γειτονικής χώρας από τον Ταγίπ Ερντογάν. Ιδιαίτερα δε, μετά το 2010 η αξίωση της Άγκυρας για μία πιο ανεξάρτητη, εν σχέσει με τα δυτικά στρατηγικά προτάγματα, εξωτερική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την διασάλευση των αμερικανοτουρικών σχέσεων. Σημαντικό ρόλο της εν λόγω διπλωματικής ψύχρανσης διαδραμάτισε και η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Άγκυρας - Τελ Αβίβ μετά το 2010, επ’ αφορμή της επιχείρησης των ισραηλινών δυνάμεων επί του πλοίου Ναβί Μαρμαρά, που κατέπλεε προς την Γάζα, και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών.
Η αξίωση στρατηγικής χειραφέτησης της Άγκυρας, κι όχι τόσο οι ηγεμονικές επιδιώξεις της στην ανατολική Μεσόγειο, σταδιακά διαφοροποίησε τον τρόπο που προσέγγισε η Ουάσινγκτον τις διμερείς τους σχέσεις και κατά συνέπεια και τις ελληνοαμερικανικές. Φυσικά, η Τουρκία δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικότατο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στη περιοχή. Διαβλέπουν, οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ότι όσο ενισχύεται η Άγκυρα, τόσο πιο αδιάλλακτη γίνεται και έναντι αυτών. Διαπιστώνουμε επομένως ότι την τελευταία δεκαετία, έστω και εξ αντανακλάσεως, οι επιδιώξεις Αθήνας και Ουάσιγκτον παρουσιάζουν συγκλίσεις τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να εκμεταλλευτεί.
Η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο θωρείται από πολλούς ότι θα επισφραγίσει την στρατηγική εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και την αμυντική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Η στρατιωτική συνιστώσα της κρίνεται ως ιδιαιτέρως σημαντική την παρούσα συγκυρία, λόγω της περαιτέρω στρατικοποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η σύσφιξη των σχέσεων Αθήνας–Ουάσινγκτον δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο γεωπολιτικής απαγκίστρωσης ή μετάθεσης της ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού στην ανατολική Μεσόγειο στον αμερικανικό παράγοντα. Τουναντίον, η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, Ελλάδος–Ηνωμένων Πολιτειών οφείλει να καταστεί το εφαλτήριο για την ενίσχυση του ρόλου της χώρας στην ευρύτερη περιοχή.
Εν γένει, οι στρατηγικές σχέσεις, ακόμη και στην ασύμμετρη έκφανσή τους, για να είναι αξιόπιστες και αμοιβαίως επωφελείς προϋποθέτουν έναν καταμερισμό εργασίας και αποσαφήνιση των εκατέρωθεν ιεραρχημένων στόχων. Αν θεωρηθεί η ελληνοαμερικανική σύμπραξη ως τρόπος αποφυγής των υποχρεώσεων μας, η εν λόγω σχέση θα καταστεί περισσότερο ετεροβαρής και εξαρτησιακή. Απόρροια μιας τέτοιας κατάστασης θα είναι να διευρυνθεί ο βαθμός εξάρτησης μεταξύ αδύναμου –ισχυρού και ακολούθως τα συμφέροντα του πρώτου να προσδιοριστούν από τον δεύτερο ως αναλώσιμα, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των ευρύτερων σχεδιασμών του. Θα είναι εξόχως επιζήμιο, αν ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα πιστέψουμε πως θα επιλύσουμε τα ζητήματα ασφάλειας μας μεταθέτοντάς τα στις Ηνωμένες Πολιτείες (ή σε άλλο ισχυρό κράτος). Η περίοδος 1967-74 είναι εξόχως διδακτική που μπορούν να οδηγήσουν ακραίες εξαρτησιακές σχέσεις.
Ο Glenn Snyder θεωρεί ότι κάθε συμμαχική δομή, διμερής η πολυμερής, έχει να διαχειριστεί τα ενδοσυμμαχικά διλήμματα ασφαλείας (alliance security dilemma) της «παγίδευσης» και της «εγκατάλειψης». Παγίδευση, σημαίνει να εμπλακεί ο ένας σύμμαχος σε μια σύγκρουση για τα συμφέροντα του έτερου συμμάχου, τα οποία δεν συμμερίζεται καθόλου ή μερικώς. Στην περίπτωση της εγκατάλειψης, η οποία δύναται να λάβει διάφορες μορφές, ο σύμμαχος ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, να αποχωρήσει από την συμμαχία, ακόμη και να συνταχθεί με τον αντίπαλο. Σχηματικά και όσον αφορά την σχέση με την Τουρκία, η Ελλάδα έχει να διαχειριστεί το δίλημμα της εγκατάλειψης και οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτό της παγίδευσης.
Μέχρι στιγμής η Ουάσιγκτον δεν έχει προβεί σε κάποια κίνηση ενίσχυσης των ελληνικών στρατιωτικών ικανοτήτων, η οποία θα ανέκοπτε την διαμορφούμενη ανισορροπία στρατιωτικών δυνατοτήτων Ελλάδος και Τουρκίας. Ας ελπίσουμε η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας να καταστήσει την υπερατλαντική σύμμαχο λιγότερο φειδωλή, έτσι ώστε να διατηρηθεί η κρίσιμη, και για τα δικά της συμφέροντα, ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Αν και αμφότερες, Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες, επιθυμούν τον σωφρονισμό της Τουρκίας, αναμφίβολα διαφοροποιείται η ένταση, ο βαθμός και τα πεδία που επιδιώκουν να συντελεστεί.
Η χώρα μας φαίνεται να προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες συμμαχικές διευκολύνσεις και να επιζητεί στρατηγικές διασφαλίσεις. Στην παρούσα συγκυρία, η Ουάσινγκτον δύσκολο θα προβεί σε τέτοιου είδους ενέργειες που θα καλύπτουν το σύνολο των ελληνικών επιδιώξεων, διότι πολύ απλά θα έδινε αφορμή στην τουρκική πολιτική ηγεσία, να αποστασιοποιηθεί έτι περαιτέρω από το δυτικό στρατηγικό πλαίσιο.
Αναντίρρητα, ο νέος βηματισμός και η ωρίμανση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων προσδίδει την δυνατότητα στην Ελλάδα να αναβαθμίσει την θέση και ρόλο της στην περιοχή, αρκεί βέβαια να λειτουργήσουμε στη βάση αυτών που, καλώς ή κακώς, επιτάσσει η διεθνοπολιτική συγκυρία, προσπερνώντας δεοντολογικές προσεγγίσεις και παρασιτικές νοοτροπίες. Πριν εικοσιπέντε αιώνες ο Θουκυδίδης παρατηρούσε ότι σωστή πολιτική ακολουθούν: «όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς». (Θουκυδίδου Ιστορία, Βιβλίο Ε 111).