Του Γιώργου Στείρη καθηγητή ΕΚΠΑ
Μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στις θέσεις φοιτητών που έμειναν ακάλυπτες. Ειδικότερα, έμειναν κενές 10.831 θέσεις, αρκετές από τις οποίες σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών. Όπως ανέδειξε ο Απ. Λακασάς, στην Καθημερινή (2/8), περίπου 2.060 θέσεις έμειναν κενές σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα τους και στα ιστορικά Τμήματα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ.
Επίσης, οι βάσεις εισαγωγής σε παραδοσιακά περιζήτητες σχολές, όπως η Νομική, σημείωσαν μεγάλη πτώση, παρότι οι επιδόσεις των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις δεν διέφεραν αρκετά από τις περσινές. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των μαθητών που επέλεξαν τη θεωρητική κατεύθυνση –αυτοί δηλαδή που στόχευσαν σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών- ήταν φέτος μειωμένος κατά περίπου 4.000. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και αναδεικνύουν το μέγεθος της κρίσης των ανθρωπιστικών σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ.
Όσον αφορά στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, φαίνεται ότι η ύπαρξη της ΕΒΕ (ελάχιστη βάση εισαγωγής) δημιουργεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, το εξής ζήτημα: αν ένα Τμήμα ορίσει την ΕΒΕ πάνω από το 1.00, ζητώντας δηλαδή φοιτητές με επιδόσεις πάνω από το μέσο όρο, μένουν θέσεις κενές· αν την ορίσει κάτω από το 1.00, δεχόμενο και φοιτητές χαμηλότερων επιδόσεων, οι θέσεις καλύπτονται αλλά το επίπεδο πέφτει. Στις σχολές της περιφέρειας οι θέσεις, στην πλειοψηφία των Τμημάτων, δεν καλύπτονται, ακόμα και με το χαμηλότερο συντελεστή της ΕΒΕ.
Η αρρυθμία αυτή οφείλεται και στην πολιτική του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο επιμένει να αγνοεί τις εισηγήσεις των περισσότερων Τμημάτων για τον αριθμό των εισακτέων. Ειδικότερα, κάθε έτος τα Τμήματα εισηγούνται τον αριθμό φοιτητών που θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν, ανάλογα με τον αριθμό των διδασκόντων και τις υποδομές τους, ώστε να εξασφαλίζεται ποιοτική διδασκαλία και επιστημονική έρευνα. Και ενώ το Υπουργείο συνήθως σέβεται τις εισηγήσεις των τεχνολογικών σχολών, δεν πράττει το ίδιο στην περίπτωση των ανθρωπιστικών.
Έτσι έχουμε το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, με διδακτικό–επιστημονικό προσωπικό περίπου 60 πρόσωπα, να υποδέχεται 110 φοιτητές ανά έτος. Από την άλλη το Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, με παρόμοιο αριθμό διδακτικού-επιστημονικού προσωπικού υποδέχεται 279 φοιτητές ανά έτος· παρότι το ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές βαίνει μειούμενο και παρότι η επαγγελματική αποκατάσταση των φιλολόγων είναι σαφώς δυσκολότερη από εκείνη των μηχανικών.
Συνεπώς, οι κενές θέσεις οφείλονται, κατά ένα μέρος, και στο ότι η Πολιτεία επιλέγει να προσφέρει τεράστιο αριθμό θέσεων στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος –επιστημονικός και πρακτικός- που να τον δικαιολογεί.
Είναι, βέβαια, εύκολη λύση να στοιβάζονται εισακτέοι σε Τμήματα που δεν απαιτούνται βαριές υποδομές και πανάκριβος εξοπλισμός. Η αδιέξοδη αυτή πολιτική δυστυχώς υποστηρίζεται και από αρκετούς συναδέλφους μου, οι οποίοι θεωρούν το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο κάτι σαν θέατρο, όπου η επιτυχία κρίνεται από το πόσοι φοιτητές είναι στο κοινό και συνεπώς πιέζουν για πολλούς εισακτέους. Τώρα, τι μάθημα γίνεται με κοινό 500 ατόμων, που αρκετοί κάθονται στο πάτωμα, ποτέ δεν το κατάλαβα. Η ποιότητα δεν συμβιβάζεται με την ποσότητα.
Για να είμαστε τίμιοι, αυτή δεν είναι η μοναδική αιτία για τις κενές θέσεις σε άλλοτε περιζήτητες σχολές. Προφανώς, η μείωση των μαθητών στα σχολεία και ο ήδη τεράστιος αριθμός πτυχιούχων που επιδιώκουν να εργαστούν στην εκπαίδευση δημιουργούν επαγγελματικό αδιέξοδο, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά. Αν ο ανώτερος αριθμός μαθητών ανά τάξη μειωνόταν, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας, θα άλλαζε και η επαγγελματική προοπτική. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Παράλληλα, και τα ίδια τα ΑΕΙ οφείλουν να παραδεχθούν ότι επιβάλλεται από την πραγματικότητα και τις εξελίξεις της επιστήμης διεθνώς η βαθιά αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών στον ανθρωπιστικό κλάδο.
Τα προγράμματα σπουδών χρειάζεται να επικεντρωθούν στα προβλήματα του σήμερα και του αύριο: στο πώς, για παράδειγμα, τα κλασικά κείμενα μπορούν να απαντήσουν σε ερωτήματα για την τεχνητή νοημοσύνη, το φύλο, τη δημοκρατία κ.ά.
Επίσης, χρειάζεται να αναδιαμορφώσουν τα προγράμματα σπουδών τους έτσι ώστε να δίνουν περισσότερες πραγματικές –και όχι δυνητικές- επαγγελματικές διεξόδους στους αποφοίτους τους. Η σχεδόν αποκλειστική σύνδεση των σχολών ανθρωπιστικών σπουδών με την εκπαίδευση είναι σήμερα αδιέξοδη και ανεπίκαιρη. Η σοφή δυνατότητα περί διπλών πτυχίων, που δίνει ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ, επιβάλλεται να αξιοποιηθεί πάραυτα από τις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών. Το να συνδυάζει ο φοιτητής ανθρωπιστικά γράμματα με σπουδές τεχνολογίας ή οικονομικά αποτελεί μια προοπτική με πολλά πλεονεκτήματα.
Προφανώς, τέτοιοι συνδυασμοί προϋποθέτουν την εκ βάθρων αναδιάρθρωση των ανθρωπιστικών σπουδών, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην προσέγγισή τους. Η νέα αυτή πραγματικότητα οδηγεί αναπόφευκτα σε συγχωνεύσεις Τμημάτων. Είναι αδύνατον τα Τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών, με την παρούσα δομή και στελέχωσή τους, να ανταποκριθούν σε διπλά πτυχία, ελληνόφωνα και διεθνή μεταπτυχιακά προγράμματα, θερινά σχολεία και προγράμματα για διεθνείς φοιτητές, ενώ παράλληλα να παράγεται και έρευνα με όρους ανταγωνιστικούς στο διεθνές γίγνεσθαι.
Η εποχή των μικρών Τμημάτων, που παρήγαγαν εκπαιδευτικούς, παρήλθε ανεπιστρεπτί. Αν θέλουμε να επιβιώσουν οι ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα και να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικές, επιβάλλεται να στελεχωθούν άρτια, επιστημονικά και διοικητικά.
Τα ανθρωπιστικά γράμματα επανέρχονται δυναμικά διεθνώς, ως συνέπεια των δομικών αλλαγών στην τεχνολογία. Με απλά λόγια, για να γίνουν λειτουργικοί οι αλγόριθμοι απαιτείται μια τεράστια προεργασία από τις ανθρωπιστικές σπουδές. Η Ελλάδα δεν πρέπει να χάσει και αυτή την ευκαιρία, σε ένα χώρο μάλιστα που διαθέτει ιστορικό πλεονέκτημα.