Μια ασυνήθιστη «επίθεση φιλίας» δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία ανήμερα της εθνική μας επετείου. Την ημέρα που η χώρα μας γιορτάζει την επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821, που έφερε την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, Ερντογάν και Τσαβούσογλου έστειλαν... ευχές στον ελληνικό λαό.
«Ξαφνικά» η τουρκική ηγεσία, με την μέχρι πρότινος ακραία και γεμάτη απειλές κατά της Ελλάδος ρητορική, μας εύχεται «Χρόνια Πολλά», σε μια κίνηση που δεν μας έχει συνηθίσει, δίνοντας συνέχεια σε αυτό που διαφαίνεται ως μια απρόσμενη «στροφή» της Αγκυρας μακριά από τις προκλήσεις.
Πολλοί αναλυτές περίμεναν κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας σε βάρος της Ελλάδας ενόψει των εκλογών της 14ης Μαΐου στην Τουρκία. Ωστόσο, ο φονικός σεισμός με τους χιλιάδες νεκρούς και τα όσα ακολούθησαν, με την έμπρακτη ελληνική αλληλεγγύη και την παροχή αμέριστης συμπαράστασης αλλά και ανθρωπιστικής βοήθειας από την ελληνική πλευρά, έγιναν η αφετηρία για αυτή την αλλαγή κλίματος.
Η δική μας εθνική τραγωδία, με το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, συνέβαλε ακόμη περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση - της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που το προηγούμενο διάστημα ήταν ιδιαίτερα οξυμένες. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία άναψε το «πράσινο φως» για να εκδοθεί στην Ελλάδα ο φυλακισμένος πατέρας του νεκρού μηχανοδηγού, σε μια περαιτέρω ένδειξη καλής θέλησης και ανταπόδοσης στην Ελλάδα για την βοήθεια προς τους σεισμόπληκτους.
Και κάπως έτσι φτάνουμε σήμερα (σ.σ. εξ ου και το ξαφνικά σε εισαγωγικά πιο πάνω) να στέλνει ευχετήρια κάρτα ο Ταγίπ Ερντογάν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, δηλώνοντας «πεπεισμένος ότι η σχέση και συνεργασία μεταξύ των χωρών μας θα αναπτυχθούν περαιτέρω με τις κοινές μας προσπάθειες την προσεχή περίοδο».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εκτός από τις ευχές προς τον ομόλογό του, Νίκο Δένδια, για την 25η Μαρτίου, εμφανίστηκε «βέβαιος ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας οι οποίες υφίστανται αυτή τη στιγμή μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα παγιωθούν στο μέλλον».
Είχε προηγηθεί το τετ-α-τετ των δύο υπουργών σε πολύ καλό κλίμα στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Διεθνούς Διάσκεψης Δωρητών για την Τουρκία και τη Συρία. Αμέσως μετά έγινε γνωστό ότι η Τουρκία θα ψηφίσει την Ελλάδα για την υποψηφιότητά της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και πως η χώρα μας θα στηρίξει αντίστοιχα την τουρκική υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, με τον Ν.Δένδια να κάνει λόγο για «μια πολύ σημαντική ημέρα για τα ελληνοτουρκικά».
Ολα αυτά δείχνουν, αν μη τι άλλο, μια προσπάθεια που γίνεται και από τις δύο πλευρές, ώστε να εισέλθουν οι σχέσεις των δύο χωρών σε μια νέα πιο θετική τροχιά.
Το πόσο θα κρατήσει αυτό το θετικό κλίμα ουδείς μπορεί να το γνωρίζει στην παρούσα φάση, ειδικά με έναν τόσο απρόβλεπτο γείτονα, ο οποίος μέχρι πρόσφατα μας απειλούσε ότι «μπορεί να έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά».
Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η εκτίμηση του Δρ. Γκίντερ Σόιφερτ, επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Θεμάτων και Ασφαλείας, ο οποίος σε συνέντευξη του στη HuffPost Greece δήλωσε πως «αυτή η περίοδος θα διαρκέσει για τα επόμενα χρόνια.
Ο Σόιφερτ είπε μεταξύ άλλων:
«Θεωρώ πως εισερχόμαστε σε μια περίοδο πιο ήρεμων σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας και ότι αυτή η περίοδος θα διαρκέσει για τα επόμενα χρόνια. Οι σεισμός αποτελεί το τελικό βήμα για να αντιληφθεί η Τουρκία τους μάλλον περιορισμένους πόρους της ως προς την οικονομία και τις δυνατότητες του κράτους. Ο σεισμός έχει τη δυνατότητα να αναπροσδιορίσει την ατζέντα του πληθυσμού της Τουρκίας, που όχι μόνο είναι αντιμέτωπος με μια διαρκή οικονομική κρίση, μα ταυτόχρονα με την καταστροφή μιας μεγάλης ζώνης της χώρας και τον κίνδυνο ενός ισχυρού σεισμού στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο οικονομικής ισχύος της χώρας. Αυτό θα περιορίσει σημαντικά τις δυνατότητες του Ερντογάν να συσπειρώσει πίσω του τις μάζες με επιθετική ρητορική προς την Ελλάδα και/ή άλλους γείτονες της Τουρκίας. Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει ήδη κατεβάσει τους τόνους της ρητορικής της προς το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία».