Σε γραπτή απάντηση του εκπροσώπου του ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Χαμι Ακσόι, σε ερώτηση για την ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο διεθνές συνέδριο για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αναφέρονται τα παρακάτω:
«Απορρίπτουμε τους αβάσιμους, ψευδείς και συκοφαντικούς εχθρικούς ισχυρισμούς του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κυριάκου Μητσοτάκη κατά της ιστορίας μας σε ομιλία του στην Αθήνα στις 6-8 Δεκεμβρίου 2019, σε συνέδριο υπό την επωνυμία “6ο Διεθνές Συνέδριο για το Έγκλημα της Γενοκτονίας”.
Εάν η ελληνική ηγεσία, που δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τους ρίξαμε στο Αιγαίο, επιθυμεί να αντιμετωπίσει την ιστορία της, πρέπει πρώτα να δει την έκθεση της Επιτροπής Ερευνών των Συμμαχικών Χωρών, η οποία διαπίστωσε τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε ο Ελληνικός Στρατός κατά την εισβολή στην Ανατολία, και τις Διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης που καταδίκασαν την Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση στους Τούρκους για τις σφαγές και τις φρικαλεότητες που διέπραξε.
Καλούμε την ελληνική ηγεσία να ακολουθήσει την οδό του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Βενιζέλου, που υπέδειξε ως υποψήφιο για Νόμπελ ειρήνης τον μεγάλο ηγέτη Ατατούρκ ο οποίος ίδρυσε τη Δημοκρατία της Τουρκίας δίνοντας αγώνα εναντίον του εισβολέα ελληνικού στρατού, να παραμερίσει τις ονειροπόλες ιδεολογίες και να υιοθετήσει τις αρχές καλής γειτονίας και φιλίας».
Η απάντηση του ελληνικού Υπ.Εξωτερικών
«Η ύβρις είναι η επιλογή εκείνου που δεν μπορεί να αποδεχθεί την Ιστορία του. Εκείνου που δεν έχει επιχειρήματα και προτιμά να προκαλεί και να απειλεί. Εκείνου που αρνείται πεισματικά να σεβαστεί του κανόνες που ισχύουν έναντι όλων και που αξιώνει, αυθαιρέτως, ειδική μεταχείριση» απαντά το ελληνικό Υπ.Εξωτερικών και καταλήγει.
«Η διαρκής προσπάθεια της Τουρκίας να διαστρεβλώσει ιστορικά γεγονότα προκαλεί θλίψη και την εκθέτει. Όπως και η χρήση, από πλευράς της, ανοίκειων εκφράσεων. Δεν θα την ακολουθήσουμε.
Καλούμε την Τουρκία να αποστεί από περαιτέρω προκλήσεις και να εργαστεί προς την κατεύθυνση του διαλόγου και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου.
Ας αντιληφθεί ότι η καλή γειτονία, η ασφάλεια και η σταθερότητα, καθώς και η ευημερία της ευρύτερης περιοχής μας, θα ωφελήσουν και την ίδια».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)