«Ψευδές» χαρακτηρίζει ο Ντόναλντ Τραμπ το δημοσίευμα των New York Times το οποίο διατυπώνει ερωτήματα για διάφορες συναλλαγές της Deutsche Bank, στην οποία εμπλέκονταν εταιρείες που ελέγχονταν από τον ίδιο και τον γαμπρό του, Τζάρεντ Κούσνερ.
Με αναρτήσεις του στο Twitter, ο Αμερικανός πρόεδρος αρνείται τους ισχυρισμούς αυτούς, λέγοντας ότι είχε τόσα πολλά χρήματα ως επιχειρηματίας που δεν χρειάζεται τις τράπεζες. Διαψεύδει, επίσης, ότι κάποιο μέρος των μετρητών του προήλθε από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα των New York Times, ειδικοί της Deutsche Bank σε θέματα που αφορούν το ξέπλυμα χρήματος συνέστησαν το 2016 και το 2017 να γίνει αναφορά μιας σειράς συναλλαγών, που αφορούσαν εταιρείες εκεγχόμενες από τον πρόεδρο Τραμπ και τον Τζάρεντ Κούσνερ, σε αρμόδια ομοσπονδιακή αρχή οικονομικών εγκλημάτων.
Η εφημερίδα, επικαλούμενη πέντε εν ενεργεία και πρώην εργαζομένους της Deutsche Bank, ανέφερε ότι υψηλόβαθμα στελέχη στη γερμανική τράπεζα, που έχει δανείσει δισ. δολάρια σε εταιρείες του Τραμπ και του Κούσνερ, απέρριψαν την εισήγηση των υπαλλήλων τους και οι αναφορές αυτές ποτέ δεν κατατέθηκαν στην κυβέρνηση.
Η Deutsche Bank διέψευσε το δημοσίευμα, αλλά η μετοχή της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας υποχώρησε σε νέο ιστορικά χαμηλό επίπεδο τη Δευτέρα. Στις 13:50 ώρα Ελλάδας, κατέγραφε πτώση 3,2% στα 6,62 ευρώ. Οι κατηγορίες αυτές είναι το τελευταίο από τα προβλήματα που πλήττουν την τράπεζα, η οποία την Πέμπτη πραγματοποιεί την ετήσια συνέλευση των μετόχων της.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times, οι συναλλαγές, κάποιες εκ των οποίων περιλάμβαναν το ίδρυμα Τραμπ, που έχει πλέον διακόψει τη λειτουργία του, σήμαναν συναγερμό σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα που είχε σχεδιαστεί για να εντοπίζει παράνομη δραστηριότητα, σύμφωνα με τους πρώην υπαλλήλους της τράπεζας.
Τα αρμόδια μέλη του προσωπικού, που εξέτασαν τις συναλλαγές, συνέταξαν εκθέσεις για λεγόμενη ύποπτη δραστηριότητα που έκριναν ότι έπρεπε να αποσταλούν σε υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Η Deutsche Bank απάντησε με διάψευση του δημοσιεύματος. «Ποτέ δεν απετράπη ερευνητής από το να παραπέμψει σε ανώτερα κλιμάκια δραστηριότητα δυνητικά ύποπτη», ανέφερε η τράπεζα σε ανακοίνωσή της. «Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι κάποιος μετατέθηκε σε άλλη θέση ή απολύθηκε, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι ανησυχίες αναφορικά με κάποιον πελάτη, είναι απολύτως ψευδής», πρόσθεσε.
Σωρεία προβλημάτων για την Deutsche Bank
Η Deutsche Bank αντιμετωπίζει μια σειρά από «πονοκεφάλους». Οι επενδυτές ζητούν από την τράπεζα να περιορίσει την επενδυτική της τράπεζα, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών συγχώνευσης με ανταγωνιστική της τράπεζα, την ώρα που οι προβλέψεις για την κερδοφορία της είναι αποθαρρυντικές. Οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές Αρχές φοβούνται επίσης ότι η Deutsche μπορεί να αποτύχει στα αμερικανικά stress tests.
Το δημοσίευμα των Times της Νέας Υόρκης ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι της τράπεζας θεώρησαν την απόφαση να μην γίνει αναφορά των συναλλαγών αποτέλεσμα μιας χαλαρής προσέγγισης στους νόμους για το ξέπλυμα χρήματος. Δήλωσαν ότι υπάρχει ένα μοτίβο σύμφωνα με το οποίο υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας απορρίπτουν τις αναφορές για να προστατεύουν τις σχέσεις με προσοδοφόρους πελάτες, σύμφωνα με την εφημερίδα.
Μία εργαζόμενη που εξέτασε κάποιες συναλλαγές δήλωσε ότι παύθηκε πέρυσι από τα καθήκοντά της, αφού διατύπωσε ανησυχίες για τις πρακτικές της τράπεζας, ανέφεραν οι Times.
Εκπρόσωπος του Οργανισμού Τραμπ δήλωσε στο Reuters ότι το «θέμα είναι απολύτως ανοησίες». «Δεν έχουμε καμία γνώση για συναλλαγές με την Deutsche Bank που να έχουν επισημανθεί. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε επιχειρησιακούς λογαριασμούς στη Deutsche Bank», δήλωσε.
Η εφημερίδα ανέφερε ότι εκπρόσωπος της Kushner Companies χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς περί σχέσεων που αφορούν το ξέπλυμα χρήματος «κατασκευασμένους και απολύτως ψευδείς». Στελέχη στη Kushner Companies δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα για να κάνουν κάποιο σχόλιο και στο Reuters.
Σύμφωνα με τους Times, η φύση των συναλλαγών δεν είναι σαφής. Τουλάχιστον ορισμένες από αυτές αφορούσαν χρήματα που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ξένων εταιριών ή ιδιωτών, τις οποίες οι υπάλληλοι της τράπεζας θεώρησαν ύποπτες.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ, New York Times)