Συμπεράσματα για το μέλλον του ερντογανικού καθεστώτος.
OZAN KOSE via Getty Images

Ο πατέρας του έθνους, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, απέθανε. Ένας νέος πατέρας των Τούρκων, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γεννήθηκε. Αυτή είναι η σημερινή ταυτότητα, δομή και λειτουργία ενός ιδιότυπου πολιτικού συστήματος, όπως αυτού της Τουρκίας.

Ο Γερμανός καθηγητής πολιτικής επιστήμης, Franz Ronneberger, συνήθιζε να επισημαίνει πως η Τουρκική Δημοκρατία είναι τόσο εύθραυστο πολιτικό σύστημα που η εφαρμογή ενός δυτικού μοντέλου, δημοκρατικού εν προκειμένω κράτους δικαίου, θα απειλούσε το πολιτικό σύστημα με κατάρρευση και την χώρα με διάσπαση. Πρόκειται για ένα μεταοθωμανικό σύνδρομο αυτοκρατορικής αυταρχικής πολιτικής δομής, που εμποδίζει την Τουρκία να κάνει πολιτικούς βηματισμούς προς ένα ευρωπαϊκών προδιαγραφών δημοκρατικό μέλλον. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου και η αναφορά του Τουργκούτ Οζάλ, ο οποίος σε μια σχετική συζήτηση για την ανάγκη δημοκρατικής μετεξέλιξης του τουρκικού κράτους σχολίαζε πως αν αναγκαστούμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εφαρμόσουμε την δημοκρατία σε αυτή την χώρα, τότε θα την οδηγήσουμε μετά βεβαιότητας στην διάλυση.

Σήμερα, το τουρκικό κράτος, τόσο ως οικονομία, όσο και ως πολιτικό σύστημα, βιώνει πολλαπλές κρίσεις, ενώ το ενδεχόμενο μιας δημοκρατικής μετεξέλιξής του παραπέμπεται στην σφαίρα ενός κατά ταύτα προσδοκώμενου και ουδόλως επερχόμενου μέλλοντος. Η μοναδική περίοδος, όπου η Τουρκία βίωσε μία «δημοκρατική όαση», κατά Ronneberger και πάλι, ήταν στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1960, όπου των τουρκικών αναλογιών τηρουμένων, αφέθηκαν να ανθίσουν όλα τα λουλούδια της τουρκικής πολιτικής κονίστρας με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται συνεχώς στην σκιά μιας δυναμικά εκδηλούμενης εσωτερικής σύγκρουσης, ένοπλης κατά ταύτα διάστασης, με την απειλή της διάλυσης του κράτους να βρίσκεται επί θύραις. Κατόπιν τούτου, από την δεκαετία του 1970 και εντεύθεν, τα πραξικοπήματα με κορυφαίο εκείνο του Σεπτεμβρίου του 1980 υπό τον Κενάν Εβρέν, διατρέχοντας ενδιαμέσως ένα δημοκρατικό ιντερμέτζιο, διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Ενώ κατά ταύτα ο Μουσταφά Κεμάλ οραματίστηκε ένα δυτικό πρότυπο αλά τούρκα για την χώρα του, ο Ταγίπ Ερντογάν προσανατολίζεται σε ένα κατά τα ανωτέρω μείγμα ισλαμικής οθωμανικής ανατολής, περιβεβλημένης με ένα δυτικό μανδύα που να άπτεται κυρίως ζητημάτων ασφάλειας και οικονομίας.

Για τα μάτια του Ερντογάν ο Μουσταφά Κεμάλ είναι ξεπερασμένος, ενώ εκείνος που καλείται να οικοδομήσει το τουρκικό μέλλον προς τον 21ο αιώνα είναι ο ίδιος και ουδείς άλλος. Αυτό σημαίνει επιστροφή στις οθωμανικές παραδόσεις και τις ιστορικοπολιτισμικές αντιλήψεις πολιτικής κουλτούρας ενός τουρκοισλαμικού πολιτισμικού παρελθόντος, που να διαδραματίζει κινήσεις τακτικής πολιτικής, προσβλέποντας σε ένα δυτικό μέλλον.

Πώς θα καταφέρει ο Τούρκος Πρόεδρος να παντρέψει την δύση με την ανατολή, το Ισλάμ με το κοσμικό κράτος, είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση και αναμονή εξελίξεων. Μετακεμαλικά ο Ερντογάν κινείται σαφώς με προσανατολισμό την εμπέδωση στην Τουρκία μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, που να αντικαταστήσει σταδιακά υπάρχουσες δομές και λειτουργούντες θεσμούς, έτσι ώστε να οικοδομηθεί ένα νέο πολιτικό σύστημα που να φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Οι πολιτικές ηγεσίες Ευρώπης και ΗΠΑ βρίσκονται κατά ταύτα σε ένα ανήσυχο προβληματισμό ως προς το τουρκικό ταξίδι ενός απρόβλεπτου μέλλοντος, δεδομένης μάλιστα της αδυναμίας του δυτικού παράγοντα να ασκήσει οιοδήποτε παρεμβατικό ρόλο, όπως συνήθιζε και μπορούσε στο παρελθόν, να διαδραματίζει.

Τούτων λεχθέντων πρέπει κανείς να προβληματιστεί σε μια δημιουργική ανησυχία ως προς τις στρατηγικές στοχοθεσίες του Τούρκου ηγέτη σε σχέση με τον ελληνισμό, ιδιαιτέρως μάλιστα το Αιγαίο και την Κύπρο. Είναι διακηρυγμένη η πρόθεση του Τούρκου Προέδρου, να προχωρήσει σε κινήσεις αναθεώρησης των Συνθηκών που διέπουν τις σχέσεις των δύο χωρών, Λωζάννης, αλλά και Παρισίων. Σε ότι αφορά στην τελευταία η Τουρκία δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει καμία εμπλοκή, αφού αφορούσε στις σχέσεις και στα οφέλη νικητριών δυνάμεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο η Τουρκία, κατά Φρανκ Βέμπερ, ήταν ο Επιτήδειος Ουδέτερος και άρα δεν είχε κανένα ρόλο και κανένα δικαίωμα συμμετοχής στις όποιες διαπραγματεύσεις.

Εν όψει των δημοτικών εκλογών που ήδη έλαβαν χώρα στην Τουρκία, οφείλει κανείς να υπενθυμίσει πως ο ίδιος ο Ερντογάν οικοδόμησε την καριέρα του ξεκινώντας από την δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, όπου και δημιούργησε ένα προφίλ δημοφιλίας, που αντικατόπτριζε την βεμπεριανή «χαρισματικού τύπου» ηγεσία. Το γεγονός ότι ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσε μέχρι στιγμής να διέλθει νικηφόρα όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις με τους αντιπάλους του, του παλαιού καθεστώτος, δηλαδή του κεμαλικού, δημιουργεί την αρχική αίσθηση ότι θα είχε μία επιτυχή πορεία, παρά το γεγονός της δυσαρέσκειας που υπάρχει εξαιτίας της μη εκπλήρωσης υποσχέσεων σε σχέση με την καθημερινότητα του Τούρκου πολίτη και τις εν γένει πιέσεις, που υφίσταται η οικονομία και το πολιτικό σύστημα από τον δυτικό παράγοντα. Παρά ταύτα, τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών, με την απώλεια μεγάλων δήμων, της Κωνσταντινούπολης προεξαρχούσης, καταδεικνύουν μια συνολική και εν τοις πράγμασι ήττα του καθεστώτος.

Πρέπει να σημειώσουμε, όμως, πως το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης όλα τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί νικηφόρα στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και αυτή την στιγμή, ενώ οι δημοτικές εκλογές δεν επηρεάζουν άμεσα το πολιτικό σύστημα σε επίπεδο ηγεσίας και πολιτικής εξουσίας, εντούτοις η ήττα του σε ορισμένες μεγάλες πόλεις πλήττει το κύρος του ιδίου και του καθεστώτος που εμπεδώνει, δηλαδή αυτό του ερντογανισμού. Φυσικά και η πολιτική διαμάχη είναι τυπικά άνιση στον βαθμό που φρόντισε να εξουδετερώσει όλους τους μεγάλους αντιπάλους του διά διώξεων, φυλακίσεων και άλλων παρανόμων ενεργειών. Σημειώνεται πως μέλη του Κουρδικού Κόμματος HTP φυλακίστηκαν στο πλαίσιο ενεργειών του καθεστώτος, προκειμένου να εμπεδώσει κλίμα φόβου και διάχυσης ανασφάλειας, έτσι ώστε να επιβληθεί δομική βία παντού.

Ο Ερντογάν υπερθεματίζει συνεχώς την ανάγκη οικοδόμησης ενός rally effect, «συσπείρωσης γύρω από την σημαία», όπου προβάλλει τον εαυτό του ταυτισμένο με την χώρα, το έθνος και την πορεία του κράτους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που χρησιμοποιεί το ρητορικό αφήγημα της επιβίωσης της χώρας ταυτισμένης με την δική του νικηφόρα πορεία. Είναι μία περονικού τύπου προσέγγιση της πολιτικής, όπου πρέπει να υπογραμμίσει κανείς ότι η ερντογανική δικτατορική προσέγγιση του κόσμου ουδόλως προσομοιάζει προς τον λαοφιλή Περόν, ούτε και αποδίδει κατά ταύτα αντιστοίχως θετικά αποτελέσματα για την χώρα.

Η ρητορική που προβάλλει σταθερά και συνεχώς για την επιβίωση της χώρας ουσιαστικά στοχεύει στην υπέρβαση της αρνητικής κατάστασης που είναι ορατή ως καταγραφή των προβλημάτων της χώρας που παραπέμπουν στα υπαρκτά σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα με την προβολή ενός αφηγήματος ανάταξης του έθνους, όπου ο ίδιος θα βρίσκεται ως ηγέτης στην πρώτη γραμμή του εγχειρήματος για την οικοδόμηση μιας νέας Τουρκίας. Η προεκλογική εξαγγελία του Ερντογάν περί μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί απευθύνεται στους ψηφοφόρους του, οι οποίοι είναι ισλαμοκρατούμενοι και φανατικά θρησκευόμενοι, έτσι ώστε να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερο από αυτό τον χώρο. Ήταν μία καθαρά πολιτική εξαγγελία εκλογικής σκοπιμότητας.

Ο Τούρκος Πρόεδρος επικαλείται δεδομένα διεθνών συνθηκών της περιοχής, όπως είναι το Συριακό ζήτημα, προβάλλοντας την θέση επερχόμενης επίλυσης προβλημάτων που άπτονται της περιοχής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο Κουρδικό Ζήτημα, έτσι ώστε να καταδείξει στον τουρκικό λαό τον ηγεμονικό προσανατολισμό της χώρας του, ο οποίος κατά τον ίδιο προδιαγράφεται επιτυχής. Η αντίφαση εν προκειμένω είναι σαφής, διότι υπόσχεται επιτυχείς κινήσεις στο εξωτερικό, ενώ έχει αποτύχει σε εσωτερικά ζητήματα, που άπτονται προπάντων στην οικονομία. Όμως το γεγονός ότι ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης, ηλεκτρονικά και έντυπα, ταυτόχρονα έχει σχεδόν αφανίσει με διάφορες μεθοδεύσεις την αντιπολίτευση και βεβαίως το γεγονός ότι δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή κανένας διεθνής παράγων επί των εσωτερικών, του επιτρέπει να λειτουργεί με μια σχετική ευελιξία και άνεση στις αυταρχικές μεθοδεύσεις του.

Το σημαντικότερο όμως όλων συνίσταται στο ότι δεν υφίσταται το στράτευμα εκείνο που στο παρελθόν και παραδοσιακά λειτουργούσε ως εγγυητής της κρατικής πορείας της χώρας και παρενέβαινε οσάκις έκρινε ότι τα πράγματα δεν έβαιναν σύμφωνα προς το εθνικό συμφέρον των Τούρκων. Από το 1960 και εντεύθεν το στράτευμα ανέλαβε ένα παρεμβατικό ρόλο, θεσμικά κατοχυρωμένο, όταν αντιλαμβανόταν πως τα πράγματα διέφευγαν της κεμαλικής πορείας. Αυτό όλο το πλαίσιο άλλαξε άρδην τώρα, αφού προηγουμένως συνέλαβε την ηγεσία του στρατεύματος, αποστράτευσε το παλαιό καθεστώς και οικοδόμησε ένα δικό του στρατό.

Συμπερασματικά, πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως αυτές οι εκλογές δεν έχουν καμία σχέση με εκείνες του 2014, όπου το Κόμμα του έλαβε το ποσοστό του 43%. Οι μεγάλες πόλεις δημιουργούν προϋποθέσεις ρήγματος στην πορεία του ερντογανικού καθεστώτος προς ένα μέλλον, που δεν προδιαγράφεται ούτε ομαλό, ούτε απολύτως ασφαλές.

Δημοφιλή