Υπάρχουν λέξεις που φοβίζουν, λέξεις που προκαλούν τρόμο, λέξεις που σκανδαλίζουν. Μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, έναν χώρο που, πολλές φορές, αρέσκεται να φλερτάρει με τη συντήρηση φοβικών συνδρόμων, συναντάται, συχνά πυκνά, μία στάση εχθρική, επιθετική, κάποιες φορές, τολμώ να πω, απέναντι σε κάθε τι που δεν μοιάζει να είναι σύμφυτο μιας εκλογικευμένης αντίληψης.
Κάποτε, ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε είχε γράψει σε βιβλίο του, πως ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως, εκφυλίστηκε σε ελάττωμα. Προφανώς, ο Νίτσε αναφερόταν στη δυτική θεολογική σκέψη. Βέβαια, κάτι τέτοιο ισχύει και για την ορθόδοξη Ανατολή, καθώς, πολλές φορές, αν και οι Πατέρες εκφράζουν έναν σαφή λόγο περί του έρωτος, εντούτοις ορισμένες θεολογικές φωνές επιμένουν στην απομόνωση τους από την αλήθεια των πραγμάτων.
Το όνομα του έρωτα, όνομα που δημιουργεί φοβίες και σκανδαλισμούς, ήδη, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, φόβιζε τους χριστιανούς, τους τρομοκρατούσε. Εξάλλου, το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα; Κι όμως, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, από τον 5ο κιόλας αιώνα, αναγκάστηκε να απευθυνθεί προς τους χριστιανούς εκείνης της εποχής και να τους πει «ώστε λοιπόν να μην φοβηθούμε αυτή τη λέξη του έρωτα, ούτε να μας θορυβήσει κανένας λόγος φοβίζοντας μας γι’ αυτόν». Θεωρώ άκρως σημαντική τη συμβολή του Διονυσίου Αρεοπαγίτη προς το ζήτημα του ονόματος του έρωτα, κάτι που διαπραγματεύεται στο «Περί Θείων Ονομάτων».
Μας λέει, λοιπόν, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, να μην φοβηθούμε το όνομα του έρωτα. Δίνει σημασία μεγάλη στην ουσία των λέξεων, όχι στις ίδιες τις λέξεις, και γράφει στο έργο του: «Και να μην νομίσει κανείς ότι δεχόμενοι το όνομα του έρωτα, ερχόμαστε σε αντίθεση με τα Λόγια (Λόγια εννοεί την Αγία Γραφή). Διότι είναι παράλογο και αγροίκο να μην προσέχουμε στη δύναμη του σκοπού (δηλ. στο βαθύτερο νόημα των όρων) αλλά στις λέξεις».
Υφίσταται μία διαλεκτική σύγκρουση μεταξύ των όρων έρωτας και αγάπη. Άλλοι θεωρούν την αγάπη ως ιερή λέξη, ενώ τον έρωτα ως λέξη εμφορούμενη μιας σημασίας υποτιμητικής, υποδεέστερης από την αγάπη. Είναι γεγονός, και το βλέπουμε αυτό στον Μάξιμο Ομολογητή και Διονύσιο Αρεοπαγίτη, πως οι δύο όροι ταυτίζονται. Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες. Όμως, επειδή οι Πατέρες γνώριζαν πως η λέξη έρωτας δημιουργούσε καχυποψίες και τρομοκρατούσε τους χριστιανούς, για το περιεχόμενο της, ξεπερνάνε όλα αυτά τα φοβικά σύνδρομα, κατάλοιπα μιας νεοπλατωνικής αντίληψης, και κατά κόρον χρησιμοποιούν τον όρο αυτό. Μάλιστα, ο Ιγνάτιος Θεοφόρος ταυτίζει τον έρωτα με το πρόσωπο του Χριστού, λέγοντας «ο δικός μου έρωτας έχει σταυρωθεί». Κι έρχεται τον 14ο αι. ο Γρηγόριος Παλαμάς και για πρώτη φορά τολμά να χαρακτηρίσει το Άγιο Πνεύμα ως «έρωτα απόρρητο» μεταξύ Πατρός και Υιού.
Πάραυτα, το ερώτημα παραμένει. Τί είναι ο έρωτας; «Τον έρωτα, είτε θείο, είτε αγγελικό, είτε νοερό, είτε ψυχικό, είτε φυσικό τον πούμε, θα τον εννοήσουμε ως ενωτική και συναπτική δύναμη». Θαυμάσιος ο ορισμός που μας δίνει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Δεν έχει σημασία αν είναι ανθρώπινος ή θείος έρωτας, μας λέει. Είναι μία δύναμη που συνέχει, που συνάπτει, που συγκρατεί τα πρόσωπα, καθώς ο έρωτας δεν αναφέρεται σ’ ένα ατομικό γεγονός, αλλά σ’ ένα γεγονός αυθυπέρβασης, κοινωνίας προσώπων και λειτουργίας ενός σύνολου τρόπου αντίληψης, συναίσθησης και αλληλοπεριχώρησης.
Μία πολύ όμορφη εικόνα χρησιμοποιεί στην Κλίμακα, ο Ιωάννης Σιναΐτης, ο οποίος προκειμένου να περιγράψει τον έρωτα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αντλεί εικόνες από τον έρωτα μεταξύ ανδρός και γυναικός: «Μακάριος εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του… Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νου του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή». Κι αυτά τα λόγια τα λέει ένας μεγάλος ασκητής της ερήμου! Γι’ αυτό και ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, θα σημειώσει πως «η ερωτική οδός είναι κοινή επί σωμάτων και ασωμάτων».
Είναι αλήθεια πως πολλά από τα πράγματα στην Εκκλησία δεν είναι όπως τα γνωρίζουμε στους Πατέρες. Στην Εκκλησία, δυστυχώς, η λέξη έρωτας προκαλεί αμηχανία, αν όχι απέχθεια. Στην Εκκλησία, διαπιστώνουμε, με τραγικό τρόπο, την άγνοια όσων φωνών επιμένουν να δαιμονοποιούν λέξεις και συνήθειες. Οι Πατέρες ήταν ρηξικέλευθοι. Εμείς γινόμαστε ανέραστοι. Και γινόμαστε ανέραστοι, διότι αρνούμαστε να δεχτούμε το γεγονός της μετοχής των λέξεων σε μία νέα πραγματικότητα, στην αγιοπνευματική μεταποίηση τους στο πρόσωπο του Χριστού. Οι Πατέρες δεν φοβήθηκαν τίποτε. Ούτε το όνομα του έρωτα, ούτε τη φιλοσοφία, ούτε τις συνήθειες των εθνικών, στους οποίους ανοίχτηκαν με αγάπη. Όλες τις πραγματικότητες της ζωής, ακόμη και το αφύσικο και ανυπόστατο του θανάτου, τις μεταποίησαν στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.
Γράφει, πολύ εύστοχα και συνάμα αποκαλυπτικά, ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης: «…το ευσεβιστικό στοιχείο της Εκκλησίας… δεν μπορεί να ζήσει τη δική του ζωή, παλεύει να ερημώσει τις ζωές των άλλων, κατάφερε μία σχεδόν ολική αφαίμαξη της ανθρώπινης ερωτικότητας εντός των ορίων της Εκκλησίας… και τη δημιουργία του ανέραστου ανθρώπου, ήτοι εκείνου του φαντάσματος, που αρνούμενο τον έρωτα που ‘’εμφωλεύει’’ στη φύση και συμπλέκει τα σώματα, αδυνατεί να συγκροτήσει σχέση και ζωή».
Πιστεύω πως ο έρωτας έχει το «είναι» του στο πρόσωπο του Χριστού. Εκτός του Θεανθρωποκεντρικού προσώπου γίνεται συναίσθημα με απροσδιόριστο το χρόνο λήξης ενός συγκινησιακού αυθορμητισμού. Όταν υποστασιοποιείται στο πρόσωπο του Χριστού, του μεγάλου Ερωτικού, τότε γίνεται έκρηξη της βεβαιότητας, αλληλοπεριχώρηση προσώπων, κάτι που σημαίνει άρση της ατομικότητας. Επιτέλους, ας δείξουμε στους νέους, στον καθένα, την ομορφιά του έρωτα. Ας παύσουν όλες εκείνες οι κραυγές, εντός των τοιχών της Εκκλησίας, που θέλουν ανέραστους χριστιανούς, ανέραστους νέους. Ας παύσουν οι χριστιανοί να γίνονται ανέραστοι. Όταν ο Χριστός ερωτευθεί, τότε ο έρωτας σημαίνει έκρηξη της πληρότητας. Δίνει ζωή, κινεί τη ζωή, οντολογικοποιεί τις σχέσεις. Ειδάλλως, θα εξακολουθούμε στην Εκκλησία να κυνηγάμε σκιές και φαντάσματα.