Εργοστάσια Τεχνητής Νοημοσύνης: προοπτικές και προκλήσεις

Ευκαιρίες, εμπόδια και προκλήσεις για την Ελλάδα και την ΕΕ.
ipopba via Getty Images

Τα Εργοστάσια Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Factories) αποτελούν μια φιλόδοξη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που αξιοποιεί τις δυνατότητες των ευρωπαϊκών υπερυπολογιστών (EuroHPC) για τη δημιουργία προηγμένων κέντρων ανάπτυξης Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ). Σε επτά επιλεγμένες ευρωπαϊκές πόλεις - Βαρκελώνη, Bissen, Στουτγάρδη, Μπολόνια, Linköping, Kajaani και Αθήνα - τα νέα αυτά κέντρα θα συνθέτουν υπολογιστική ισχύ, δεδομένα και ταλέντο, λειτουργώντας ως σημεία συνάντησης ερευνητών, επιχειρήσεων και επενδυτών.

Τα Εργοστάσια ΤΝ δεν επιδιώκουν απλά την τεχνολογική αναβάθμιση. Επιδιώκουν τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος, όπου επιστημονική αριστεία και επιχειρηματική τόλμη θα παντρεύονται δημιουργικά και θα τίκτουν νέες λύσεις σε παλιά και νέα προβλήματα. Λύσεις που θα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πεδίων, από την ιατρική διάγνωση και τη βιομηχανική αυτοματοποίηση, έως την έξυπνη γεωργία, την ενεργειακή αποδοτικότητα, τα μεγάλα δεδομένα και την κυβερνοασφάλεια.

Η Ελλάδα, με το κέντρο «Pharos» στην Αθήνα, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του εγχειρήματος. Η επιδιωκόμενη σύζευξη γνώσης, βιομηχανίας και χρηματοδότησης αναμένεται να δημιουργήσει ευνοϊκότερες συνθήκες για την ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά, ενισχύοντας την έρευνα και ανάπτυξη, και συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων, ποιοτικών θέσεων εργασίας. Παράλληλα, η συγκράτηση του εγχώριου ταλέντου (talent retention) και ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της πατρίδας μας, που ούτως η άλλως έχει ανάγκη από ένα ανθεκτικότερο και πιο καινοτόμο παραγωγικό μοντέλο.

Οι δυνατότητες που «ξεκλειδώνουν» τα Εργοστάσια ΤΝ για την Ευρώπη και την Ελλάδα είναι αναμφισβήτητες. Ωστόσο, η βέλτιστη αξιοποίησή τους προϋποθέτει την επιτυχή αντιμετώπιση ορισμένων κρίσιμων ευρωπαϊκών προκλήσεων. Λίγο πριν την αυγή του 2025, που φέρνει μαζί του και μεγάλες προσδοκίες, έχει ίσως νόημα να σταχυολογήσουμε μερικές από αυτές τις προκλήσεις.

Αρχικά, η ευρωπαϊκή αγορά βασίζεται περισσότερο σε κρατικές επιχορηγήσεις και ερευνητικά κονδύλια, παρά σε κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Αυτή η προσέγγιση ενισχύει τη νοοτροπία «περισσότερες ερευνητικές δημοσιεύσεις, λιγότερα τελικά προϊόντα», καθώς η παραγωγή επιστημονικής γνώσης συχνά υπερισχύει της εμπορικής αξιοποίησής της. Ακόμη κι όταν εμφανίζονται ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις, συχνά ενσωματώνουν ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες ΤΝ (AI wrappers) αντί να αναπτύσσουν τις δικές τους, υψηλής προστιθέμενης αξίας λύσεις. Εν τούτοις η παγκόσμια μάχη για την πρωτοκαθεδρία στην ΤΝ δίνεται στο γήπεδο της βαθιάς τεχνολογίας (deep tech).

Επιπλέον, το κατακερματισμένο ευρωπαϊκό τοπίο, με τα επί μέρους ρυθμιστικά πλαίσια, τις πολιτισμικές διαφορές και τις ανισότητες στην ψηφιακή ωριμότητα μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στην ταχεία ανάπτυξη και κλιμάκωση καινοτόμων λύσεων ΤΝ. Κι αυτό αποτελεί τροχοπέδη στις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ενιαίου και δυναμικού οικοσυστήματος που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά παγκόσμιες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.

Αξίζει επίσης να τονιστεί πως πολλές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες (SMEs), εξακολουθούν να δυσκολεύονται ακόμη και με τη βασική ψηφιοποίηση, πόσο μάλλον με την υιοθέτηση προηγμένων λύσεων ΤΝ. Η έλλειψη ψηφιακών υποδομών, δεδομένων και διαλειτουργικών συστημάτων, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες ψηφιακές δεξιότητες, λειτουργούν ανασταλτικά στην ουσιαστική ενσωμάτωση της ΤΝ στο επιχειρησιακό μοντέλο. Χωρίς τις απαραίτητες υποδομές και πρακτικές διαχείρισης δεδομένων, είναι δύσκολο για τις επιχειρήσεις ακόμα και να αντιληφθούν πώς η ΤΝ μπορεί να τους προσφέρει αξία.

Στο προαναφερθέν πρόβλημα έρχεται να προστεθεί η έλλειψη ψηφιακού γραμματισμού και η εύλογη καχυποψία των στελεχών της ανώτατης διοίκησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Τα στελέχη αυτά συχνά αντιμετωπίζουν την ΤΝ ως αυτοσκοπό («πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ΤΝ») και όχι ως εργαλείο («ποιο πρόβλημα θέλουμε να λύσουμε και πώς μπορεί η ΤΝ να βοηθήσει;»), ενώ ανησυχούν δικαιολογημένα για την ασφάλεια των δεδομένων, τη διαρροή πνευματικής ιδιοκτησίας και τη συμμόρφωση με νέους κανονισμούς, όπως ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για την ΤΝ (EU AI Act). Έτσι γεννάται διστακτικότητα που επιβραδύνει περαιτέρω την υιοθέτηση της ΤΝ.

Τέλος, η ΕΕ έχει κάνει σημαντικά βήματα στη ρύθμιση της ΤΝ, εστιάζοντας όμως περισσότερο στη μείωση των κινδύνων παρά στην ενθάρρυνση των ευκαιριών. Έτσι, η ισορροπία μεταξύ συμμόρφωσης και επενδυτικών κινήτρων παραμένει εύθραυστη. Τα ρυθμιστικά sandboxes — ελεγχόμενα περιβάλλοντα δοκιμών νέων τεχνολογιών με μεγαλύτερη ευελιξία — είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα και την ανάληψη ρίσκου. Ωστόσο, εάν δεν διαμορφωθεί ένα πραγματικά ευέλικτο συνολικό πλαίσιο, η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει πολύ πίσω σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές της.

Εν κατακλείδι, τα Εργοστάσια ΤΝ αποτελούν σημαντική ευκαιρία για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Χρειαζόμαστε όμως περισσότερα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις και εμπορικές συνεργασίες, πανευρωπαϊκή σύγκλιση, ενθάρρυνση της βαθιάς τεχνολογίας, ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων, έμφαση στην αξιοπιστία (trustworthiness) της ΤΝ και ευέλικτους κανόνες που θα προάγουν την καινοτομία και θα ευνοούν την ανάληψη ρίσκου. Με συντονισμένες προσπάθειες, η Ευρώπη μπορεί να αξιοποιήσει τα Εργοστάσια ΤΝ ως μοχλό προόδου, ενώ η Ελλάδα, συμμετέχοντας ενεργά, έχει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει το παραγωγικό της μοντέλο και να διεκδικήσει (επιτέλους!) το ρόλο και το χώρο της στην παγκόσμια σκηνή.

Δημοφιλή