Όποιος έχει μελετήσει, έστω και επιφανειακά, την ιστορία του λεγόμενου μακεδονικού ζητήματος, γνωρίζει ότι μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στην επικράτεια του ελληνικού κράτους- ή, σύμφωνα με τα σχολικά εγχειρίδια της «Βόρειας Μακεδονίας», μετά την κατοχή της Μακεδονίας του Αιγαίου και την προσάρτησή της από την Ελλάδα – ετέθη θέμα προσδιορισμού της εθνοτικής ταυτότητας, όπως λέμε σήμερα, ή της εθνικής συνείδησης, όπως συνήθιζαν να λένε εκείνη την εποχή, του σλαβόφωνου πληθυσμού της Μακεδονίας – τότε δεν είχε γεννηθεί ακόμη η (πρώην;) ΦΥΡΟΜ, ούτε η «Βόρεια Μακεδονία» που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του τοκετού, παρά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών.
Δύο κυρίως γειτονικά κράτη, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία, και σε πολύ μικρότερο βαθμό η Αλβανία, επιχείρησαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου να επιβάλουν στην Ελλάδα ταυτοτικές πολιτικές σε σχέση με τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας.
“Οι δύο πλευρές, διαπιστώνοντας ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αυτού...αυτοπροσδιορίζονταν εθνοτικά ως Έλληνες, και όχι απλώς ως Έλληνες πολίτες, ήταν υποχρεωμένες να επινοήσουν τον όρο «Γραικομάνοι»”
Για τη Βουλγαρία, οι σλαβόφωνοι της (ελληνικής, πάντοτε) Μακεδονίας ήταν εθνοτικά Βούλγαροι και μιλούσαν μια βουλγαρική διάλεκτο (Makedonski). Για τη Γουγκοσλαβία, ο ίδιος πληθυσμός ήταν εθνοτικά Σέρβοι και μιλούσε μια σερβική διάλεκτο. Οι «θεωρίες» αυτές του βουλγαρικού και του γιουγκοσλαβικού κράτους δεν εκφράζονταν απλώς σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Αντιστοιχούσαν σε πολιτικές πρακτικές προώθησης της εθνογένεσης μέσα στη Μακεδονία, δηλαδή σε δραστηριότητες εθνοτικού προσηλυτισμού μέρους του συγκεκριμένου πληθυσμού.
Βεβαίως και οι δύο πλευρές, διαπιστώνοντας ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αυτού, είτε μονομερώς σλαβόφωνο, είτε δίγλωσσο («ντόπια» και Ελληνικά) αυτοπροσδιορίζονταν εθνοτικά ως Έλληνες, και όχι απλώς ως Έλληνες πολίτες, ήταν υποχρεωμένες να επινοήσουν τον όρο «Γραικομάνοι», που από τη δική τους σκοπιά σήμαινε «μέλη του δικού μας έθνους (βουλγαρικού ή σερβικού) που το απαρνήθηκαν και προσχώρησαν στο ελληνικό». Με κάποιον τρόπο έπρεπε να «ερμηνευθεί» το προφανές: ότι η χρήση της «ντόπιας» - της βουλγαρικής διαλέκτου Makedonski – είναι συμβατή με τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό ενός προσώπου ως Έλληνα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η τουρκική γλώσσα δεν εμπόδιζε τους πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ανατολία και τη Μικρά Ασία να αισθάνονται ότι ανήκουν στο γένος των Ρωμιών ή αντίστοιχα η Αλβανική δεν εμπόδιζε τους Σουλιώτες και άλλους αλβανόφωνους πληθυσμούς στη περιοχή της Θεσπρωτίας να αισθάνονται επίσης Ρωμιοί.
Η Ελλάδα, τραυματισμένη βαριά από τη Μικρασιατική καταστροφή, προσπάθησε, δρώντας σπασμωδικά, να ικανοποιήσει πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά, με δύο βραχύβιες, όπως αποδείχτηκε, συμφωνίες – μάλιστα η δεύτερη είχε διάρκεια μόνο λίγων εβδομάδων. Η πρώτη, επί κυβερνήσεως Μιχαλακοπούλου, γνωστή και ως Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, αναγνώριζε το 1924 τους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας ως εθνοτικά βουλγαρικούς πληθυσμούς, καθώς και την υποχρέωση να σεβαστεί τα (βουλγαρικά) μειονοτικά τους δικαιώματα, με αιχμή τα εκπαιδευτικά, με βάση το καταστατικό της ΚτΕ, του ΟΗΕ της εποχής.
Η «λύση» αυτή όχι μόνο δεν ικανοποίησε τη Γιουγκοσλαβία, εφόσον οι κατά την άποψή της «Σέρβοι» στη Μακεδονία βαπτίζονται από την Ελλάδα εξ αιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων «Βούλγαροι», αλλά την εξόργισε, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να απειλείται και να δέχεται έντονες πιέσεις για παραχώρηση σερβικής ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Γευγελής. Το σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ ακυρώθηκε πριν καταλάβει την αρχή ο Πάγκαλος, ο οποίος τον Αύγουστο του 1926 θα υπογράψει με τη Γιουγκοσλαβία νέα συμφωνία, το σύμφωνο Κανακάρη Ρούφου – Γαβρίλοβιτς, με το οποίο παραχωρούνται στη Σερβία δικαιώματα επί ελληνικού εδάφους και αναγνωρίζονται οι Σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας ως «σερβικές μειονότητες». Η τύχη του συμφώνου, υπογράφηκε στις 17 Αυγούστου 1926, ήταν η ίδια με την τύχη της δικτατορίας του Πάγκαλου, η οποία ανετράπη στις 26 Αυγούστου του ίδιου έτους. Εν τω μεταξύ, σε όλο το διάστημα από το 1919 μέχρι το 1932, βάσει της Συνθήκης του Νεϊγύ το 1919, Σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας που αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι, είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν και να μετεγκατασταθούν στη βουλγαρική επικράτεια.
Παρότι υπήρξε σημαντικό ρεύμα μετακίνησης Σλαβοφώνων προς τη Βουλγαρία, δεν έφυγαν από τη Μακεδονία όλοι οι μη «Γραικομάνοι» και το ΚΚΕ, αν δει κανείς τα κείμενά του της εποχής, έβλεπε πάντα στη Μακεδονία εκτός από τον ελληνικό, και «μακεδονικό» λαό, εννοώντας τους Σλαβομακεδόνες. Άλλοτε με σύνθημα την «πλέρια» ισοτιμία» του λαού αυτού σε μια μελλοντική σοσιαλιστική Ελλάδα, και άλλοτε με σύνθημα την αυτονομία ή την ανεξαρτησία του στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής βαλκανικής συνομοσπονδίας, δημιούργησε αργότερα, μέσα στο ΕΑΜ και το στρατιωτικό του σκέλος, τον ΕΛΑΣ, αντίστοιχες οργανώσεις και τμήματα από «παιδιά του μακεδονικού λαού». Ορισμένα από τα παιδιά αυτά, Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΕΛΑΣ, είχαν ενεργό συμμετοχή στην «απελευθέρωση» των Ιωαννίνων από την «αντίδραση» και στην απώθηση του Ζέρβα στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1944, προπαρασκευάζοντας με τον τρόπο αυτό την τελευταία μεγάλη σφαγή «αντιδραστικών» γυναικοπαίδων στο Νταλαμάνι της Πρέβεζας στα τέλη Ιανουαρίου του 1945 στα πλαίσια του πρώιμου εμφυλίου. Το ίδιο, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα, έκανε αργότερα, και ειδικά την περίοδο 1948-1949 του γενικευμένου εμφυλίου.
“Είναι η πρώτη φορά που η επίσημη Ελλάδα αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μακεδονικής ταυτότητας, αναγνωρίζει έμμεσα ότι υπάρχουν στην ελληνική Μακεδονία Σλαβόφωνοι (ή και σκέτα Ελληνόφωνοι) που είναι Έλληνες πολίτες, αλλά εθνοτικά Μακεδόνες.”
Ουσιαστικά στην κοίτη αυτής της παράδοσης κινείται και η πρόσφατη συμφωνία για τη «Βόρεια Μακεδονία», εφόσον έμμεσα αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα (και όχι απλώς εθνικότητα). Αυτό το νόημα έχει και η πρόσφατη συνέντευξη, «διεθνιστή» κατά δήλωσή του, βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου σε γερμανικά μέσα ότι οι εθνοτικά Μακεδόνες της (ελληνικής) Μακεδονίας είναι πολύ ευχαριστημένοι με τη συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι η πρώτη φορά που Έλληνας βουλευτής δηλώνει ότι δεν είναι εθνοτικά Έλληνας, αλλά κάτι άλλο. Ορισμένοι στο παρελθόν είχαν δηλώσει, μάλιστα, συμβολικά μέσα στη Βουλή ότι είναι εθνοτικά Τούρκοι. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που η επίσημη Ελλάδα αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μακεδονικής ταυτότητας, αναγνωρίζει έμμεσα ότι υπάρχουν στην ελληνική Μακεδονία Σλαβόφωνοι (ή και σκέτα Ελληνόφωνοι) που είναι Έλληνες πολίτες, αλλά εθνοτικά Μακεδόνες. Ποιος είπε ότι η Ιστορία ασχολείται με το παρελθόν;
“Αλλο πολυ-πολιτισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαρτίζεται από εθνικά κράτη, και άλλο πολυ-πολιτισμός εντός του εθνικού κράτους, και ειδικά των δυνατοτήτων και των ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας”
Μακάρι η συμφωνία για τη «Βόρεια Μακεδονία» να είναι τόσο καλή, όσο ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι, και να συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα. Με τέτοια ιδεολογικά βαρίδια και προβληματικά σημεία, όμως, δεν μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος ότι τα όποια θετικά της θα υπερισχύσουν. Τα πρώτα δείγματα της εμπλοκής θα φανούν πολύ σύντομα, όταν το ελληνικό υπουργείο παιδείας θα υποχρεωθεί να ασχοληθεί με τα εκπαιδευτικά δικαιώματα της «μακεδονικής» μειονότητας στη Μακεδονία (!), δηλαδή με την απαίτηση των συλλόγων των «εθνοτικά Μακεδόνων» όχι να οργανώσουν αλυτρωτική διαδήλωση, αλλά να διδάσκεται στα παιδιά τους η «μακεδονική» γλώσσα και η «μακεδονική» ιστορία, ερήμην προηγούμενων αποφάσεων ανώτατων ελληνικών δικαστηρίων. Να δούμε αν και πώς θα τα βγάλει πέρα το υπουργείο με τόσους εθνοτικά μη-Έλληνες στο μέλλον που θα διεκδικούν, έχοντας πάντοτε υψηλή προστασία και αρωγή, τα εκπαιδευτικά τους δικαιώματα. Ειδικά αν ο υπουργός εξωτερικών «λύσει», όπως φημολογείται ότι έχει υποσχεθεί στον εαυτό του, και το Αλβανικό…
Η ιδεολογία της πολυεθνικής κοινωνίας και του πολυ-πολιτισμού έχει κι αυτή τα όριά της. Γιατί άλλο πολυ-πολιτισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαρτίζεται από εθνικά κράτη, και άλλο πολυ-πολιτισμός εντός του εθνικού κράτους, και ειδικά των δυνατοτήτων και των ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας. Άλλωστε τα ίδια τα Σκόπια μας δείχνουν το δρόμο: προσπαθούν να «σωθούν» από τον πολυ-πολιτισμό τους αναζητώντας καταφύγιο στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έξυπνη φαινομενικά κίνηση, αλλά ουτοπική. Ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ μπόρεσαν να αποτρέψουν τις αποσχιστικές κινήσεις στην Ισπανία και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Για να μη μιλήσουμε για το πώς ΝΑΤΟ και ΕΕ έχουν «λύσει» τα Ελληνοτουρκικά. Αν προκύψει μια δυσμενής συγκυρία όπου όλοι οι «εθνοτικά μη-Έλληνες» στην Ελλάδα αρχίσουν να διεκδικούν τα εκπαιδευτικά και άλλα δικαιώματά τους, η κοινωνική συνοχή αυτής της χώρας δεν είναι βέβαιο ότι θα αντέξει.
ΥΓ. Παρακολουθώ με προσοχή τα εξαιρετικά θετικά σχόλια παραγόντων των (υποτιθέμενων) ισχυρών της εποχής για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Είχαμε καιρό να ακούσουμε κάτι καλό για Έλληνες πολιτικούς. Όμως είναι λιγάκι άδικα. Δεν βλέπω στο εγκωμιαστικό κάδρο πουθενά τον μικρότερο εταίρο, τον άνθρωπο που στηρίζοντας την κυβέρνηση επέτρεψε την υπογραφή μιας συμφωνίας την οποία ταυτόχρονα κατήγγειλε ως βλαπτική για τη χώρα. Για μια τέτοια υπέρβαση απαιτείται προφανώς σθένος, εκτός από τα να παίζει κανείς στα δάχτυλα τη μαρξιστική διαλεκτική. Σε τελική ανάλυση, ο μεγαλύτερος εταίρος δεν χρειάστηκε να κάνει κάποια υπέρβαση, αυτά πίστευε, αυτά έκανε – και πολλά πήρε από τη συμφωνία με βάση τις πάγιες θέσεις του πολιτικού φορέα που εκπροσωπεί. Δεν είναι, όμως, άδικο οι έπαινοι να πηγαίνουν αποκλειστικά σε εκείνον που δεν χρειάστηκε καν να κάνει την υπέρβαση; Ή μήπως οι παράγοντες έχουν άλλη άποψη για το θέμα, ότι δηλαδή ο μικρός εταίρος απλά έδωσε το πράσινο φως για τη συμφωνία επειδή γνώριζε ότι υπάρχει σε αναμονή άλλος, πιο πρόθυμος δυνητικός εταίρος, που ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο πράγμα χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε ψυχοφθόρες υπερβάσεις, και σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να του παραχωρήσει πρόωρα τη θέση;