Τη Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019 ψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων ο νέος νόμος για τα προσωπικά δεδομένα. Πρόκειται για ένα βαρυσήμαντο νομοθετικό κείμενο με διττό περιεχόμενο. Πρώτον, λαμβάνονται ειδικά μέτρα εφαρμογής του ενωσιακού Κανονισμού 2016/679, γνωστού και ως GDPR. Δεύτερον, ενσωματώνεται η ενωσιακή Οδηγία 2016/680 για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από διωκτικές αρχές, ιδίως τις αστυνομικές αρχές, γνωστή ως LED. Πέραν της ουσίας του νέου νόμου, η οποία θα μας απασχολήσει μετά βεβαιότητας στο μέλλον, μεγάλη συζήτηση έγινε ως προς την επιλογή να εισαχθεί το νομοσχέδιο στη Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 4 του Συντάγματος και το άρθρο 109 του Κανονισμού της Βουλής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη και κατ’ επέκταση περιορισμένη συζήτηση επί του νομοσχεδίου, κατά προφανή αναντιστοιχία προς τη σπουδαιότητά του. Το ερώτημα το οποίο τίθεται, λοιπόν, ως προς την επιλεχθείσα διαδικασία είναι σαφές. Τις πταίει;
Η απάντηση στο ως άνω ερώτημα συνδέεται με ένα ακόμη θλιβερό νεοελληνικό ρεκόρ καθυστερήσεων. O GDPR, o οποίος υιοθετήθηκε τον Απρίλιο του 2016, ως ενωσιακός Κανονισμός απολαμβάνει καταρχήν άμεση εφαρμογή ήδη από τον Μάιο του 2018, χωρίς να απαιτείται η υιοθέτηση εθνικού νόμου. Παρά ταύτα, ο νέος Κανονισμός πρωτοτυπεί ως προς το ότι προβλέπει σειρά περιπτώσεων όπου ο εθνικός νομοθέτης καλείται να λάβει και ειδικότερα μέτρα. Σε αυτό το πλαίσιο, στις 20 Φεβρουαρίου 2018, ήτοι περίπου 22 μήνες από την υιοθέτησή του και 3 μήνες προ της έναρξης εφαρμογής του, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχετικό νομοσχέδιο ειδικών μέτρων εφαρμογής του GDPR. Αυτό αποτελούσε έργο ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής συσταθείσας τον Ιούνιο του 2016. Το ως άνω φιλόδοξο νομοσχέδιο επεδίωκε και την ενσωμάτωση της συναφούς ως προς το αντικείμενο LED, ομοίως περίπου 22 μήνες από την υιοθέτησή της και 3 μήνες προ της εκπνοής της σχετικής προθεσμίας ενσωμάτωσης, η οποία είχε οριστεί στις 6 Μαΐου 2018. Κατ’ αυτό τον τρόπο η τύχη του εθνικού νόμου για τον GDPR συνδέθηκε με την τύχη της ενσωμάτωσης της LED.
Η ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης του ως άνω νομοσχεδίου στις 5 Μαρτίου 2018 δεν οδήγησε, δυστυχώς, στην άμεση λήψη υπόψη όλων των παρατηρήσεων και στην ταχεία κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Αντίθετα, κατόπιν της παρόδου πολλών μηνών, με υπουργική απόφαση τον Νοέμβριο του 2018 μεταβλήθηκε η σύνθεση της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και δόθηκε παράταση ολοκλήρωσης των εργασιών της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Με νέα υπουργική απόφαση μάλιστα του Ιανουαρίου του 2019 μεταβλήθηκε εκ νέου η σύνθεση της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και δόθηκε νέα παράταση ολοκλήρωσης των εργασιών της μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2019, οπότε και εκπονήθηκε δεύτερο νομοσχέδιο, χωρίς όμως στη συνέχεια να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Όλα αυτά ενώ είχαν ήδη παρέλθει πλέον των 32 μηνών από τον χρόνο υιοθέτησης του GDPR και της LED, καθώς και πλέον των 7 μηνών από την έναρξη εφαρμογής του GDPR και την εκπνοή της προθεσμίας υιοθέτησης της LED.
Απέναντι σε αυτή τη συγκλονιστική βραδύτητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν βέβαιο ότι δεν θα έμενε αδρανής. Έτσι, αφού εστάλη στις αρμόδιες αρχές προειδοποιητική επιστολή τον Ιούλιο του 2018 και σχετική αιτιολογημένη γνώμη τον Ιανουάριο του 2019, ήτοι αίτημα συμμόρφωσης, στις 25 Ιουλίου 2019 ανακοινώθηκε η παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της ΕΕ για μη έγκαιρη ενσωμάτωση της LED. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε το Δικαστήριο της ΕΕ σε επιβολή βαρύτατων οικονομικών κυρώσεων σε βάρος μας, ήτοι υπέρογκου, ιδίως για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας, προστίμου. Την ίδια μοίρα επεφύλασσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόνο ως προς ένα ακόμη κράτος μέλος. Πέραν του ζητήματος του επαπειλούμενου προστίμου για την Οδηγία, ανάλογη κατάσταση ως προς τις καθυστερήσεις συνέτρεχε και για τα εθνικά μέτρα εφαρμογής του GDPR, με την Ελλάδα να αποτελεί το ένα εκ των μόνο δύο κρατών μελών που δεν τα είχαν ακόμη υιοθετήσει.
Υπό τις ως άνω συνθήκες, η υιοθέτηση της διαδικασίας του κατεπείγοντος για τα ειδικά μέτρα εφαρμογής του GDPR, φαίνεται ότι ήταν πλέον αναπόφευκτη, δεδομένου ότι: α) η ζεύξη της με τη LED είχε ήδη λάβει χώρα στο υφιστάμενο νομοπαρασκευαστικό έργο, τυχόν δε επιχειρούμενη διάσπαση θα σήμαινε σημαντική χρονικά οπισθοδρόμηση, β) έπρεπε επιτέλους να μπει φραγμός στις επαπειλούμενες οικονομικές κυρώσεις και γ) οι καθυστερήσεις είχαν υπερβεί κάθε ανεκτό όριο. Ως προς την απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει», αυτή κατόπιν των ως άνω είναι παραπάνω από προφανής.